Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Αποικιακά’

Με τον παραπάνω βαρύγδουπο τίτλο θέλω απλώς να κάνω αυτό που λέμε ρεμπλόγκιν. Σε ένα από τα λημέρια του Δύτη θα ήταν κανονικά η θέση του, αλλά στο συγκεκριμένο λημέρι έχουμε μείνει τρεις κι ο κούκος να επανερχόμαστε συνέχεια στα ίδια και στα ίδια χωρίς ελπίδα συμφωνίας και να πρήζουμε αλλήλους με τις ίδιες και ίδιες γνωστές γνώμες· αποτέλεσμα, όπως το βλέπω, ασυνεννοησία, τονισμός της λεπτομέρειας σε βαθμό καλοπροαίρετης κακοπιστίας (ας μην παρεξηγηθώ) και πλήρης έλλειψη νοήματος. Εν ολίγοις, διάβασα πρόσφατα φίλους και φίλες να έχουν ενδιαφέροντα πράγματα να πουν σχετικά με αυτά, τα ίδια και τα ίδια τα έρμα: την αποικιοκρατία, τη διαμόρφωση του δυτικού καπιταλισμού, πράγματα που εμένα ξέρετε όλοι πως με ενδιαφέρουν (ενώ μπορεί να μην ενδιαφέρουν άλλους). Οπότε προτιμώ να τα διαφημίσω από δω, πόσο μάλλον που δεν έχω κάτι ενδιαφέρον να πω από μόνος μου αυτό τον καιρό.

Λοιπόν, σημερινό: Τέταρτος Κόσμος, Σκεπάζοντας και ξεσκεπάζοντας γυναίκες

(Και δυο παλιότερα):

Σύνδεση με Κάιρο, Η σύγχρονη αναπαραγωγή του ιστορικού ρατσισμού

Τέταρτος Κόσμος, Μαράνοι, Μαρόν και μπλε μαρέν

Αν θέλετε, το βλέπετε σαν διαφήμιση· ίσως και σαν μια προσωπική σημείωση. Θα βάζω στα σχόλια και άλλα σχετικά άμα βρίσκω. Καλή ανάγνωση!

Advertisement

Read Full Post »

Ποτέ δεν συμμερίστηκα τον απέραντο θαυμασμό που γενικώς κυκλοφορεί για τον Κορνήλιο Καστοριάδη, αν και κατά καιρούς διασταυρώθηκα με τις σκέψεις του και (πρέπει να πω) τον διάβασα ευχάριστα. Βλέπω τώρα να κυκλοφορεί πολύ ένα δοκιμιακό κείμενό του σε σχέση με τους Άραβες και τα, ξερωγώ, παράπονά τους, και να διαφημίζεται ως «Ο καλύτερος αντίλογος στο εκτεταμένο ‘αυτομαστίγωμα’ των Ελλήνων/Ευρωπαίων» (παρεμπιπτόντως, νόμιζα ότι οι Έλληνες φημίζονται για το ότι τα ρίχνουν όλα στους ξένους, όχι για αυτομαστίγωμα, αλλά τέλος πάντων). Αναρωτιέμαι αν κατάλαβε κανείς ότι ο τίτλος (Το βαρύ προνόμιο της Δύσης) είναι συνειδητή (υποθέτω) παραλλαγή του περίφημου ποιήματος του Κίπλινγκ: The White Man’s Burden. Και όσο και να λατρεύω τον Κίπλινγκ, δεν μπορώ να μην απορήσω με την επιλογή του Καστοριάδη* να επιλέξει τον απόλυτο ύμνο της αποικιοκρατίας του 19ου αιώνα σε ένα κείμενο που ισχυρίζεται ότι η Δύση (επειδή -υποθέτω, μια και ο Στοχαστής δεν μπαίνει στον κόπο να δώσει κανενός είδους εξήγηση ή ερμηνεία- είναι κατευθείαν απόγονος της αρχαίας Ελλάδας και του προτάγματος για ελευθερία) έχει κάποια εγγενή ανωτερότητα που δεν έχουν οι Άραβες.

*[Εδώ, ο Δύτης κάνει τη μικρή έρευνά του και βλέπει (μια και δεν έχει τυπωμένη την ελληνική μετάφραση (είναι του Κώστα Κουρεμένου και είναι από δω) ότι το πρωτότυπο δεν είναι δοκίμιο, αλλά μια συνέντευξη του ’94, όπου φυσικά δεν υπάρχει τίτλος. Αναρωτιέμαι αν ο τίτλος ανήκει στον Κλεάνθη Γρίβα (απ’ εδώ δηλαδή), ωστόσο το ότι ανερυθρίαστα υιοθετείται και επαναλαμβάνεται στις μέρες μας (ας πούμε εδώ) έχει μια κάποια σημασία].

Εν πάση περιπτώσει, ας πούμε ότι τώρα με ενδιαφέρει το κείμενο όπως κυκλοφορεί και διατίθεμαι να σβήσω ό,τι έχω ειρωνικό εναντίον του Κορνήλιου, μιας και δεν πρόκειται για δοκίμιο αλλά για προφορικό λόγο. Ωστόσο θα επιμείνω· γιατί βέβαια, όλα αυτά που θα διαβάσουμε είναι μια άποψη της μόδας, αλλά το όνομα του Στοχαστή την κάνει τώρα να ακούγεται σαν ιερό κείμενο. Ας το δούμε:

Υπάρχει κάτι το οποίο αποτελεί την ιδιομορφία, τη μοναδικότητα και το βαρύ προνόμιο της Δύσης: πρόκειται γι’ αυτή την κοινωνικο-ιστορική αλληλουχία που ξεκινά στην αρχαία Ελλάδα και αρχίζει ξανά, από το 11ο αιώνα και μετά, στη δυτική Ευρώπη. Αυτή είναι η μόνη στην οποία βλέπουμε να προβάλει ένα πρόταγμα ελευθερίας, ατομικής και συλλογικής αυτονομίας, κριτικής και αυτοκριτικής.

Τι θα έλεγε ο Καστοριάδης αν διάβαζε ότι περίπου την εποχή που ο Μαρσίλιος της Πάδοβας, ένα από τα πιο φωτισμένα μυαλά του ύστερου Μεσαίωνα, ίσα που τολμούσε να πρωτοπεί πως η εκκλησία πρέπει να κυβερνάται συνοδικά (και όχι με την αρχή του Πάπα), (περισσότερα…)

Read Full Post »

Επειδή προβλέπω ότι θα ξαναφουντώσει μια συζήτηση (οι ευκαιρίες δεν λείπουν…) στην οποία δεν έχω τίποτα να προσθέσω σε όσα έχω ήδη πει, να τα ξαναπώ, έτσι για να είναι μαζεμένα, προσθέτοντας καναδυό σημειωσούλες:

Δεν αρνούμαι ούτε την έκταση ούτε τη σημασία του αντισημιτισμού. Αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι μεγαλύτερη σημασία έχει ως φαινόμενο, του τύπου «ακτιβιστικός ρατσισμός+αποδιοπομπαίος τράγος», και ως τέτοιο έχει αλλάξει πρωτεύον περιεχόμενο σήμερα. Ο σημερινός Εβραίος είναι κατά κύριο λόγο ο μουσουλμάνος και ο τσιγγάνος, με την έννοια ότι αυτοί είναι το αντικείμενο των πογκρόμ του παρόντος και του μέλλοντος στην Ευρώπη… Το φαινόμενο που ονόμασα «ακτιβιστικός ρατσισμός+αποδιοπομπαίος τράγος» παίρνει διάφορα αντικείμενα. Ιστορικά στην Ευρώπη, το κυρίαρχο ήταν ο Εβραίος μέχρι τον πόλεμο, ο μουσουλμάνος σήμερα. Είναι ο ξένος που ύπουλα προσπαθεί να κατακτήσει την ήπειρο και πρέπει να διωχθεί. Ακόμα και η σχετική επιχειρηματολογία το αποδεικνύει: μιλά ο ένας για αντισημιτισμό, κοτσάρει ο άλλος τον σιωνισμό – μιλά ο ένας για ισλαμοφοβία, ο άλλος κάνει ρελάνς με φονταμενταλισμό κ.ο.κ. Ενώ είναι συγκεκριμένα πράγματα: αντισημιτισμός είναι να θεωρείς ότι ο Εβραίος ως τέτοιος φέρει συγκεκριμένες και ύπουλες ιδιότητες, ισλαμοφοβία* το ίδιο με άλλο αντικείμενο. (από εδώ)

Όπως ο αντισημιτισμός ενοχοποίησε την ιδιότητα του Εβραίου, έτσι και η ισλαμοφοβία ενοχοποιεί την ιδιότητα του μουσουλμάνου. Δεν μετράει ποιος αλλά τι είσαι, πόσο πιο απλά να το πει κανείς.** Θα έλεγα και κάτι άλλο: ότι βάση όλου αυτού του φαινομένου είναι ο ευρωπαϊσμός, το περίφημο ευρωπαϊκό Sonderweg*** που έχει σχετικά πολύ λερωμένη τη φωλιά του. (από εδώ)

* Αναγνωρίζει κανείς, ελπίζω, το κάπως άβολο του όρου, αλλά τι να κάνουμε; Αντιισλαμισμός και διάφορα άλλα παράγωγα έχουν χάντικαπ χάρη σ’ αυτό το ανοικονόμητο γιώτα. Αντιμουσουλμανισμός είναι μια πολύ ακριβέστερη λέξη, αλλά λίγο σιδηρόδρομος.

** Εδώ μια διευκρίνιση: και πώς κύριε Δύτη υποστηρίζεις τότε ότι θες να ερμηνεύεις τον κόσμο, την πολιτική, με ταξικά κριτήρια; Η απάντηση είναι κάτι σαν: η τάξη στην οποία ανήκει κανείς δεν είναι ιδιότητα, είναι σχέση –ως εκ τούτου, δεν συμπαρασύρει το άτομο. Ένας βιομήχανος μπορεί να είναι ο καλύτερος άνθρωπος, όλος καλοσύνη, χιούμορ, σοφία, αλλά δεν παύει, δεν μπορεί να πάψει να καρπώνεται την υπεραξία του εργάτη του (και πάει λέγοντας).

*** Στην πραγματικότητα, το «ευρωπαϊκό ιδεώδες» δεν είναι παρά η παλιά αποικιοκρατία μεταμφιεσμένη (ο πολιτισμικός μανδύας έγινε πολιτικός). Είμαστε οι πολιτισμένοι, οι κράτος δικαίου, οι πολιτικός πολιτισμός και οι ανθρώπινα δικαιώματα –και θα καθαρίσουμε τους κακομούτσουνους. Ένα ξεχειλωμένο Sonderweg δηλαδή, ο Νάφτα με τη φωνή του Σεττεμπρίνι (για να θυμηθούμε τον Τόμας Μαν). (από εδώ)

Αυτά. Ελπίζω να μην το διαβάσει κανείς τόσο κοντόφθαλμα που να μου ζητήσει καταδίκες απ’ όπου κι αν κλπ. Πενθώ κι εγώ για τον Βολίνσκι (και όχι μόνο).

Read Full Post »

Κωνσταντίνος Σιμωνίδης, ίσως ο μεγαλύτερος πλαστογράφος του 19ου αιώνα. Γεννημένος γύρω στο 1820 στη Σύμη, έζησε στο Άγιο Όρος απ’ όπου βγήκε εξοπλισμένος με διάφορα σπανιότατα χειρόγραφα, μια πολύ καλή γνώση της αρχαίας και βυζαντινής γλώσσας και παλαιογραφίας, και το απίστευτο θράσος των είκοσι χρόνων του: τόσο ώστε να αρχίσει την καριέρα του, το 1849, με μια απίθανη δημοσίευση ενός έργου του 13ου αιώνα, σχετικού με την πατρίδα του τη Σύμη, και ψεύτικου από την αρχή ως το τέλος. Είναι η

Συμαΐς, η ιστορία της ανύπαρκτης Απολλωνιάδος σχολής, ιδρυθείσας τω 377 έτει μ. Χ., όπου εφευρέθησαν τα πάντα –και προηγείται ως προλεγόμενο μια εξίσου ανύπαρκτη ιστορία της Σύμης, όπου φιγουράρει ακόμα και μια «πελασγική επιγραφή» με τη μεταγραφή και τη μετάφρασή της (δείτε την εδώ, στη σελ. 15). Υπάρχουν εφευρέσεις, μάχες, ίντριγκες, ό,τι μπορεί να βάλει ανθρώπου νους –ένα βιβλίο που αξίζει να επανεκδοθεί και να διαβάζεται τις μακριές νύχτες του χειμώνα, καταπώς λένε. Εκατόν ογδόντα σελίδες φαντασίας, χώρια τα προλεγόμενα, όχι αστεία. Να, για παράδειγμα, η μυστηριώδης αποδημία του οικιστή της Σύμης Γλαύκου, «τω 1364 Π.Χ.» (σελ. ιβ’-ιγ΄):

…ενδεδυμένος στολήν πάντη τερατώδη, εκ δερμάτων δελφίνων κατασκευασμένην, και αγιάσας τους ιερείς και τον λαόν τους εν των ναώ δια του αίματος της θυσίας, απήλθε την τρίαιναν φέρων εις χείρας… [Α]φού δε επλησίασαν εις την θάλασσαν, ο μεν Γλαύκος εισήλθεν εντός αυτής και λαβών ύδωρ δια της χειρός, ερράντισε το πλήθος επτάκις… Ο Γλαύκος, πλέων επί της θαλάσσης, αφανής εγένετο από των οφθαλμών του πλήθους.

Και μερικές από τις καταπληκτικές εφευρέσεις των διδασκάλων της Απολλωνιάδος: ο Σεβαστινός χάρτης, το χαρτί δηλαδή, έργο του ίδιου εκείνου Σεβαστού του Συμαίου που απέπλευσε δια Ρόδον με τρεις εκ των συναδελφών του, άνευ ιστών και κοπών, αλλά δι’ υδραργύρου και ατμού· το θαυμαστό αυτό πλοίο ως άροτρον γεωργού διέσχιζε την θάλασσαν, και τείχη θαλάσσια υψούντο εξ ενός και άλλου μέρους· το δε σκάφος ως κεραυνός ριπτόμενον, και κατά των ανέμων αντιτασσόμενον, εν ροπή (sic) οφθαλμού ελιμενίζετο, όπου ο κυβερνήτης ήθελε (σελ. 18). Και όχι μόνο: από σύμπωσιν τινά των καυστικών υλών οδηγούμενος, επενόησε την κατασκόπευσιν των μακράν αυτού ευρισκομένων αντικειμένων, δια μείζονος σύριγγος και κρυστάλλων κυκλοειδών, ό και τηλεσκόπιον επωνόμασεν. Μάλιστα ο Σεβαστός αυτός έγινε θύμα των εφευρέσεών του, κατακαείς υπό ηλιακών ακτίνων, ότε εζήτει δια πειραματικής εργασίας να εξυχνιάση εις τι συνίσταται η του ηλίου καύσις (όλο το παράξενο πείραμα στις σελ. 21-22). Οι Συμαίοι φαίνεται να είχαν ιδιαίτερες επιδόσεις στα ναυτιλιακά, καθώς οι απίστευτες εφευρέσεις πλοίων αντάξιων του Ροβύρου του Κατακτητή επανέρχονται διαρκώς στο βιβλίο, όπως για παράδειγμα το σκάφος που και την θάλασσαν διέσχιζε και την γην, και την θάλασσαν έπλεε, και την ξηράν διέτρεχεν (σελ. 103). Ας πούμε και δυο λόγια για τον Ιωάννη τον Δημητρίου, ο οποίος ανακάλυψε τρόπον απίστευτον, του μεταβάλλειν τα μάρμαρα εις ύλην ρευστήν (σελ. 117).

Ίσως δεν είναι τυχαίο, μπορεί να πει κανείς, ότι μεγάλο μέρος των θαυμάτων της Απολλωνιάδος αφορούν τη ζωγραφική: πίνακες τόσο τεχνικά φτιαγμένοι, που τους έπαιρνες για αληθινούς. Σαν τις πλαστογραφίες του ίδιου του Σιμωνίδη δηλαδή. Ο οποίος, στο τέλος των Προλεγομένων του, ξιφουλκεί εναντίον όσων υπαινίσσονται τέτοιες κακοήθειες, απευθυνόμενος σε κανέναν άλλο παρά στον εαυτό του:

Ησύχασον τώρα και καταφρόνει αυτούς, διότι οι λόγοι αυτών φθόνου όζουσι και αμαθίας· αντίγραφε, δημοσίευε και ο καιρός πλησιάζει, ίνα επ’ αυτών επιπέσης ως πέλεκυς. Τα δε συγγράμματα ημών τα παρ’ υμών δημοσιευόμενα [φωνάζουν τόσοι άλλοι συγγραφείς ανέκδοτοι, ους ηυτύχησα να έχω επί τοις κοίτης μου] δικαιούσαι να οικειοποιηθής, διότι κατά το λέγειν των λογίων υμών συ ο συγγραφεύς και ουχί ημείς, και γέλα εις την ασύγγνωστον ανοησίαν αυτών […] Συ διερμηνεύς των Ιερογλυφικών γραμμάτων, και των Πελασγικών, συ Ιατρός, Γεωγράφος, Ιστορικός, Αρχαιολόγος, Νομικός, κτλ. […] Προς δε τους ειπόντας καθηγητάς έξεστι Σιμωνίδη αναγινώσκειν τα δυσανάγνωστα και κατανοείν τα ακατανόητα ευχαρίστησον, και ειπέ αυτοίς· λοιπόν καλόν έστιν υμίν μαθητεύσαι παρά τω Σιμωνίδη· πρόσθες δε και το, τω μεν Σιμωνίδη έξεστι ταύτα, τοις δε δοκησισόφοις έξεστιν φαυλουργείν, προδίδειν τα πάτρια, και τα πάντα ποιείν, την του έθνους εξαλλοτρίωσιν μηχανώμενοι σκαιώς οι πέπονες χάριν των εχθρών αυτού.

Δεν θυμάμαι να έχω ξανασυναντήσει τον ωραίο υβριστικό χαρακτηρισμό πέπονες να εκτοξεύεται με τόση σοβαρότητα. Παρόμοιας φύσης και επινοητικότητας, η ιστορία και περιγραφή της Αιγύπτου γραμμένη από κάποιον Ουράνιο: τόσο, που ξεγελά ακόμα και τον πολύ Βίλχελμ Ντίντορφ, ο οποίος την εκδίδει με το όνομά του, και νάτην, απολαύστε την: Uranii Alexandrini de regibus Aegyptiorum libri tres, Οξφόρδη 1856. Κάπως μικρότερο, δεκατέσσερις σελίδες, αλλά οπωσδήποτε πιο καλοφτιαγμένο (εδώ η αποκάλυψη της απάτης από άλλο ένα πατριωτάκι, τον Αλέξανδρο Λυκούργο, με λεπτομερέστατη περιγραφή της ζωής και των έργων του ήρωά μας). Ας αρκεστούμε να παραθέσουμε ένα απόσπασμα με χαρακτηριστικά «αιγυπτιακά» ονόματα (αν και δεν είναι όλα επινόηση του Σιμωνίδη, θαρρώ, όπως καταλαβαίνει κανείς διαβάζοντας τον πρόλογο του Ντίντορφ):

…ούτος δε γήμας Σχάμμην την θυγατέρα Λαφώθ την πρεσβυτέραν, του τας πόλεις Αράβων τας τρεις τας ωγυγίας και ήκιστα επιμάχους, Βόστραν τε και Λεχάραν, και Θούρχθην, καταστρέψαντος, Χνεμάχοθιν εγέννησε και Μάσχουφιν και Σφθάχεφιν […] Ήσαν δε οι μεν ηγεμόνες του στρατού οίδε, Άπις, Μνέφις, Χνούφις, Φρέσωθις, Άνουβις, Θώχεμ, Χαρωούρης, Ραφώχ, Ύσσανθις, Ούχαμφις, Μάρσαφις, Σατεθθώ, Ταχόμμης, Πετεσεφώ, Ανουκεμμώ, Παιτνούφις, Θώθουσχις, Πετενσέτις, Σαβέκωθ, Σχόνις, Σόνεφις, Πνέφχθης, Χαπεμώ, Θένις, Χάρχης, Θμεράχομμις, Τχόφη, Χάρσουρις, Θούπφεχις, Νεφθυραμμώ, Αμανθώ, Τοχουνέονις, Αμόχεμφις, Πίσσουσφις, Σμούθης, Χέπφης, οι πάντες εξ και τριάκοντα.

Αναρωτιέμαι με ποιο μηχανισμό φανταζόταν όλα αυτά τα ονόματα (και αντιπαρέρχομαι τον πειρασμό να πω ότι ο Ανουκεμμώ μου θυμίζει την Ανούκ Αιμέ, που άλλωστε ως γνωστόν έζησε αρκετά μετά τον Σιμωνίδη: ούτε καν στη Συμαΐδα δεν αναφέρεται εφεύρεση της χρονομηχανής…)· μου θυμίζουν παρόμοιες ιστορίες φανταστικών πόλεων που έγραφα μικρός, και στις οποίες εμφανιζόταν για παράδειγμα ο βασιλιάς Αίβυσος, όνομα που δεν είναι παρά η επιγραφή ΣΩΣΙΒΙΑ (από κάποιο φέρι-μποτ) διαβασμένη ανάποδα.

 Και άλλα, και άλλα. Δεν υπήρξε μόνο απατεώνας, πούλησε και εξέδωσε και γνήσια χειρόγραφα. Το 1862 φαίνεται να έκανε και τη μεγάλη ανατροπή, αφού δήλωσε ότι ο περίφημος Σιναϊτικός κώδικας, που είχε κλέψει και δημοσιεύσει ο μεγάλος του αντίπαλος Τίσεντορφ, δεν ήταν παρά μια δική του πλαστογραφία. Ισχυρισμός που αντικρούστηκε κλπ. κλπ., αλλά τι ευφυής, τι απροσδόκητος! Αυτός ο Μπόρχες πριν τον Μπόρχες, ο επινοητής δικών του κόσμων, προσπάθησε σα να λέμε να βγάλει πλαστό και τον κόσμο τον ίδιο.

Ας μη γράψω περισσότερες λεπτομέρειες. Αυτό είναι το λήμμα της αγγλικής βίκι (ελληνικό δεν υπάρχει!), μπορείτε δε να διαβάσετε και ένα σχετικό βιβλίο, δυστυχώς αρκετά απογοητευτικό (Γερμανός που γράφει σε γαλλικό στυλ: πολύ φιοριτούρα, ασκήσεις λογοτεχνικότητας, ευρεία χρήση ιστορικού ενεστώτα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπέρ το δέον προσπάθεια να γεμιστούν τα κενά: αρχίζει με ένα επεισόδιο σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκου ίσα για να είναι στη μόδα, χωρίς καμία τεκμηρίωση, και τελειώνει με την υπόθεση ότι αυτό που σε μια επιστολή του ο Σιμωνίδης αναφέρει ως «Αλβανία» θα μπορούσε να είναι τα Μετέωρα…).

Από τον ΨευδοΑρτεμίδωρο (πηγή)

Από τον ΨευδοΑρτεμίδωρο (πηγή)

Αξίζει όμως να διαβάσετε αυτή την πολύ ωραία βιβλιοπαρουσίαση, όπου εκτίθενται πολύ καλύτερα τα συναρπαστικά γεγονότα της ζωής του Σιμωνίδη. Εδώ και ένα άρθρο που συνοψίζει το ζήτημα του πλαστού (;) Αρτεμίδωρου, για το οποίο (ελπίζω) περισσότερα στα σχόλια.

Θέλω μόνο να σημειώσω, ότι δεν μπόρεσα πουθενά να βρω κάποια φωτογραφία του. Μου έκανε εντύπωση πόσο δυσεύρετη ήταν η μία φωτογραφία του που παραθέτω στην αρχή του ποστ, πόσο δύσκολα βρήκα κάποιες (και δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα) φωτογραφίες από τις πλαστογραφίες του: μερικές εικόνες από τον ψευδοΑρτεμίδωρο, μία από το Κατά Ματθαίον (πάπυρος «γραμμένος δεκαπέντε χρόνια μετά την Ανάληψη»), αβέβαια πράγματα.

***

Ισλάμ Αχούν. Ο ομόλογος του Σιμωνίδη στην Κεντρική Ασία: Ουιγούρος από το Χοτάν, στο κινεζικό Τουρκεστάν ή Σινκιάνγκ, άρχισε το 1895 να προσφέρει για πούλημα, μαζί με έναν συνέταιρό του, αρχαία χειρόγραφα στους διάφορους Άγγλους και Ρώσους πρόξενους της περιοχής. Τα χειρόγραφα προκάλεσαν εξαιρετική σύγχυση στον ανερχόμενο κλάδο των ασιανολόγων: οι διάφορες γραφές που εφεύρισκαν οι δύο συνέταιροι έμοιαζαν άλλοτε με ινδικά, άλλοτε με κινέζικα, άλλοτε με ουιγουρικά ρουνικά, μέχρι που είχαν ενσωματώσει και κυριλλικά στοιχεία προς μεγάλη απορία των μελετητών. Οι αθεόφοβοι, μάλιστα, όταν αυξήθηκε η ζήτηση για χειρόγραφα είχαν φτιάξει ξύλινα τυπογραφικά στοιχεία, πάλι από ανύπαρκτες γραφές, για να αυξήσουν την παραγωγή. Αλλά να, όσες αμφισβητήσεις προέκυπταν σκόνταφταν στο πολύ ευρωπαϊκό ερώτημα:

Πώς γίνεται ο Ισλάμ Αχούν και οι σχετικά αγράμματοι συνεργάτες του να πιστωθούν με την όχι λίγη επινοητικότητα που θα απαιτούσε η κατασκευή αυτών των γραφών;

(Hoernle, A. F. Rudolf (1899). «A collection of Antiquities from Central Asia, Part I.». Journal of the Asiatic Society of Bengal: 62 –από βίκι).

Εκείνος που τελικά τον υποψιάστηκε ήταν ο σπουδαίος Αυρήλιος Στάιν, μια και στα τόσα χειρόγραφα που ο ίδιος ανακάλυψε στις θαμμένες πόλεις του Ταρίμ δεν συνάντησε ούτε ένα με τις παράξενες γραφές που ανακάλυπτε ο Ισλάμ Αχούν. Τον συνάντησε λοιπόν και τον ανάγκασε τελικά να του αποκαλύψει την απάτη. Ο Στάιν χαρακτηρίζει τον Ισλάμ a very clever rascal, with a good deal of humour -αυτό μπορεί να το φανταστεί κανείς άλλωστε. Μεταξύ των άλλων δραστηριοτήτων του, μία θυμίζει τους τυχοδιώκτες στον Άνθρωπο που θα γινόταν βασιλιάς του Κίπλινγκ: μεταμφιεζόταν σε Άγγλο πράκτορα που έψαχνε τάχα για παράνομους σκλάβους, ώστε να εκβιάζει τους ντόπιους.

Μετά την, ας πούμε, ανάκρισή του από τον Στάιν, ο Ισλάμ Αχούν του ζήτησε να τον πάρει μαζί του στην Ευρώπη. Τι να σκεφτόταν άραγε; Να ετοίμαζε μια καριέρα στο Βερολίνο και το Λονδίνο εφάμιλλη του Σιμωνίδη, σαράντα χρόνια πριν; Εν πάση περιπτώσει ο Στάιν αρνήθηκε· και δεν ξέρουμε τίποτε άλλο για τον Ισλάμ Αχούν.

Έχουμε όμως τη φωτογραφία του, και μπορούμε να δούμε τις δικές του τουλάχιστον πλαστογραφίες.

***

Κλείνοντας, ας μην αφήσουμε να εννοηθεί ότι μόνο τριτοκοσμικοί Βαλκάνιοι και Κεντρασιάτες προσπαθούσαν να ξεγελάσουν την, χμ, επιστημονική κοινότητα. Να για παράδειγμα ο άνθρωπος του Πίλτντάουν (να μείνει η Αλβιών χωρίς προϊστορικό άνθρωπο; Never!) και ένα σωρό άλλα. Επιτρέψτε μου όμως να προτιμάω τον Ισλάμ Αχούν, τον επινοητή των γραφών, και ακόμα περισσότερο τον Σιμωνίδη, τον επινοητή κόσμων.

Υ.Γ. Κάντε τον κόπο να δείτε και τη συνεισφορά του φίλου Alfred E. Newman σχετικά με άλλον ένα καταπληκτικό πλαστογράφο, τον Πρίγκηπα Ροδοκανάκι. Εδώ το κείμενο, και εδώ μια φωτογραφία. Α! και εδώ το magnum opus του, η (ψευδο)ιστορία των Ιουστινιάνηδων της Χίου.

Read Full Post »

Στον φίλο Μπουκανιέρο είναι που χρωστώ τη γνωριμία μου με τον όρο καφροποίηση ή εκκαφρισμός (Verkafferung). Τον θυμήθηκα ξαναβλέποντας το Χορεύοντας με τους λύκους.

Διαβάζει κανείς στο Deutsches Kolonial-Lexikon (1920), τ. 3, σελ. 606:*

Καφροποίηση: ονομάζεται έτσι, στη Γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική, η κατάπτωση ενός Ευρωπαίου στο πολιτισμικό επίπεδο των ιθαγενών, φαινόμενο που μπορεί να ονομαστεί για άλλες αποικίες εκνεγρισμός (Vernegern) ή εκκανακισμός (Verkanakern). Η μοναχική ζωή στις αγροικίες, οι συνεχείς συνδιαλλαγές με μη-λευκούς, ιδιαίτερα όμως οι επιγαμίες με αυτούς προκαλούν στους λευκούς αποίκους αυτό τον ατυχή εκφυλισμό. Ο καφροποιημένος Ευρωπαίος, παρότι μπορεί ενίοτε να έχει προσωπική εξυπνάδα, χάνεται ωστόσο για τον λευκό πληθυσμό, καθώς χάνει την κουλτούρα της πατρίδας του, την ενεργητική θέληση και την στοχοπροσήλωση. Τέτοιοι άτυχοι άνθρωποι είναι συνήθως λιγότερο χρήσιμοι και από έναν έξυπνο ιθαγενή, ακόμα και ως εργάτες. Μόνο με νομοθετικά (απαγόρευση μικτών γάμων) και κοινωνικά μέτρα μπορεί να ελεγχθεί σταθερά το φαινόμενο. Ο πιο σίγουρος τρόπος να αποφευχθεί αυτός ο κίνδυνος είναι η διευκόλυνση των σχέσεων με λευκές γυναίκες. Επιπλέον, η δημιουργία ευκαιριών πλουτισμού. Η απουσία οικονομικής επιτυχίας, σε συνδυασμό με ορισμένες κλιματικές και γεωγραφικές επιρροές (έλλειψη δυνατότητας επαφών με άλλους Ευρωπαίους, απουσία πνευματικών ερεθισμάτων, κλπ) οδηγούν εύκολα σε μια χαλάρωση της εσωτερικής ενέργειας και μια αίσθηση παραίτησης, όπως δείχνουν πολλά παραδείγματα στην κοινωνική ιστορία των πρώτων μπόερ. Κατά συνέπεια, η δημιουργία πνευματικών σχέσεων με την πατρίδα, με σχολεία, ιεραποστολές, βιβλιοθήκες και εφημερίδες, μπορεί να βοηθήσει να αποφευχθεί αυτός ο κίνδυνος που απειλεί τους νέους κυρίως αποίκους.

Δεν είναι ακριβώς κάτι καινούριο: μεταπηδήσεις από τον ένα πολιτισμό στον άλλο ήταν ένα αρκετά συχνό φαινόμενο, ας θυμηθούμε τον Λέοντα τον Αφρικανό ή τον Ιμπραήμ Μουτεφερικά. Ακόμα και ο Κιμ του Κίπλινγκ είναι ίσως ένα παράδειγμα, ή η κατά κάποιο τρόπο παραβολή του Κιμ, ο Μόγλης (υπάρχει και ένα ακόμα διήγημα τέτοιου είδους, αλλά λιγότερο αισιόδοξο). Εκείνο που είναι διαφορετικό είναι η κατάπτωση. Κάπως έτσι θα έγραφε κανείς σήμερα, πιθανότατα σε γνωστά πρωταγωνιστικά έντυπα, όχι βέβαια για αυτόν που γίνεται Ευρωπαίος, αλλά για κάποιον που αποφασίζει να τσιγγανοποιηθεί, ξέρω γω. (Α, ναι: υπάρχει και η βερσιόν της κοινωνικής καφροποίησης).*

***

Βέβαια, για να είμαστε ακριβείς, οι Γερμανοί είχαν φροντίσει και για άλλους τρόπους αποφυγής του κινδύνου.

***

*Έχει ενδιαφέρον ότι όταν τυπώθηκε αυτό το «Αποικιακό λεξικό», η Γερμανία είχε ήδη χάσει (με τη συνθήκη των Βερσαλλιών) όλες τις αποικίες της.

**Η ίδια λέξη, στα γερμανικά (αλλά και στα αγγλικά), δηλώνει τον κίνδυνο να χάσει ένας ερευνητής (ανθρωπολόγος, ας πούμε, ή κοινωνικός επιστήμονας) τον εαυτό του, την αντικειμενικότητά του και την επιστημοσύνη του, από την πολλή συμμετοχική παρατήρηση. Εδώ είναι η επιστήμη η ανώτερη κουλτούρα.

Read Full Post »

Ότι στα αγγλικά έχουν κολλήσει μια σειρά από ινδικές λέξεις, οι περισσότερες περσικής προέλευσης (αλλά όχι μόνο), δεν είναι ούτε καινούριο ούτε παράξενο. Μια ωραία περίπτωση είναι το blighty ή «πατρίδα», αγνώριστο από το βιλαέτι· αλλού είχα γράψει πρόσφατα (παναπεί, όσο πρόσφατα επιτρέπουν πλέον οι ρυθμοί του Δύτη) για τους pandit ή pundit, έναν όρο που πια ενσωματώθηκε πλήρως ως συνώνυμο του talking head ή «ειδήμων». Εδώ θα βρείτε βεράντες και ανακόντα, καταμαράν και τζίντζερ, παρίες και κούληδες· εδώ μπανγκαλόου, ζούγκλες και γκουρού, πασμίνες, πυτζάμες και σαμπουάν· οι σανσκριτικές πάλι είναι κάπως λιγότερες και πιο, ας πούμε, ινδουιστικού χαρακτήρα, μαχαραγιάδες, γκουρού και τέτοια.

Έχετε όμως συναντήσει ποτέ τους Lascar; Ναι, αν διαβάζετε Κίπλινγκ ή Κόναν Ντόιλ· the rascally lascar, λέει κάπου ο Σέρλοκ Χολμς (The man with the twisted lip), αν και το rascal, «αλιτήριος» είναι, απ’ ό,τι φαίνεται, ετυμολογικά εντελώς άσχετο (από το γαλλικό rascaille, λέει). Οι lascar όμως είναι ναύτες (ή, ενίοτε, στρατιώτες) από τη Νότια Ασία, και κυρίως την ινδική χερσόνησο, που υπηρετούσαν στο εμπορικό ναυτικό των ευρωπαϊκών χωρών και δη της Μεγάλης Βρετανίας από τον 16ο αιώνα (με τους Πορτογάλους) μέχρι τις αρχές του 20ού. Φαίνεται ότι οι Άγγλοι ναυτικοί ήταν ευάλωτοι στο σκορβούτο· λιποτακτούσαν στα νοτιοασιατικά λιμάνια· στρατολογούνταν για το πολεμικό ναυτικό. Οι λάσκαροι όμως (κάπως πρέπει να τους πω) είχαν ειδικά συμβόλαια, που επέτρεπαν στους πλοιοκτήτες να τους μετακινούν από το ένα καράβι στο άλλο και να τους κρατάνε στην υπηρεσία τους μέχρι και τρία χρόνια τη φορά. Θα τους έχετε συναντήσει στον Κόνραντ (το λέω με βεβαιότητα, αν και πρέπει να ξαναδιαβάσω τον Λόρδο Τζιμ για να σιγουρευτώ): βρίσκονταν σε κάθε καράβι που διέσχιζε τον Ινδικό Ωκεανό.

Βρίσκονταν επίσης και σε συμπαγείς οικισμούς σε ένα σωρό βρετανικά λιμάνια. Κάπου χίλιοι το χρόνο έφταναν στις αρχές του 19ου αιώνα· στα τέλη του, ο αριθμός είχε ανέβει σε δέκα με δώδεκα χιλιάδες το χρόνο. Σχεδόν πενηνταδύο χιλιάδες ζούσαν στην Αγγλία τις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό που βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι αυτό (μεταφράζω από τη βίκι):

Μικτοί γάμοι ήταν αρκετά κοινοί στη Βρετανία ήδη από τον 17ο αιώνα, όταν η Βρετανική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών άρχισε να φέρνει χιλιάδες λόγιους από το Σιλέτ [στο Μπαγκλαντές], ναύτες (lascar) και εργάτες (κυρίως βεγγαλέζους μουσουλμάνους) στη Βρετανία· οι περισσότεροι παντρεύτηκαν ή συζούσαν με Αγγλίδες. Αυτό προκάλεσε ένα κάποιο ζήτημα, καθώς ένας δικαστικός της περιοχής Τάουερ Χάμλετς του Λονδίνου εξέφρασε το 1817 την «αηδία» του για το πώς οι Αγγλίδες της περιοχής παντρεύονταν και συζούσαν σχεδόν αποκλειστικά με ξένους ναυτικούς από την Ινδία. Ωστόσο, στη Βρετανία δεν υπήρχαν νομικοί περιορισμοί ενάντια στους «μικτούς» γάμους. Οικογένειες με Ινδούς πατεράδες και Εγγλέζες μητέρες δημιούργησαν τέτοιες μικτές κοινότητες στα βρετανικά λιμάνια. […] Ο αριθμός έγχρωμων γυναικών στη Βρετανία ήταν συχνά μικρότερος από εκείνο των «μισοϊνδών» κορών, γεννημένων από λευκές μητέρες και Ινδούς πατέρες.
Ενδιαφέρον δεν είναι; Εδώ και μια περήφανη ιστοσελίδα των απογόνων τους: http://www.lascars.co.uk/

Τι ξεχάσαμε; Α ναι, από πού βγαίνει η λέξη. Λοιπόν είναι περσική, και στην πραγματικότητα είναι συγγενής με το γνωστό μας ασκέρι: λεσκέρ, لشکر‎, στα περσικά είναι ο στρατός. Μας θυμίζει κάτι: ω ναι, πιθανότατα αυτή είναι η προέλευση του βυζαντινού ονόματος Λάσκαρις. Και για να κάνουμε έναν κύκλο, όταν οι Πορτογάλοι τον 16ο αιώνα γνωρίζανε τους ασιάτες ναυτικούς και τους ονόμαζαν lascarim, οι μεγάλοι τους αντίπαλοι στον Ινδικό Ωκεανό ήταν οι Οθωμανοί. Ε, αυτούς οι ντόπιοι σουλτάνοι τους ονόμαζαν Ρουμί –«Ρωμαίους», ή, αν προτιμάτε, Έλληνες. Το καλύτερο: έτσι ονομάζουν και τώρα το λατινικό αλφάβητο όταν το χρησιμοποιούν για τη μαλαισιανή γλώσσα.

(πρώτη δημοσίευση: για τα πεντάχρονα της Λεξιλογίας)

Read Full Post »

Ξαναδιαβάζοντας τον Κιμ του Κίπλινγκ και κάνοντας κάποιες μικρές έρευνες σχετικά (ήθελα να δω πώς είναι το Λάκνοου, η Λαχώρη και η Σίμλα) έπεσα πάνω στους παντίτ. Η λέξη μας θυμίζει ίσως τον Νεχρού και σημαίνει κάτι σαν λόγιος στα σανσκριτικά –οι παντίτ που βρήκα εγώ όμως είναι κάτι άλλο.

Από τότε που ξανάρθε το Αφγανιστάν στην επικαιρότητα λίγο-πολύ όλοι έχουμε (ξαν)ακούσει για το λεγόμενο Μεγάλο παιχνίδι, ήτοι τον αγώνα επιρροής μεταξύ Άγγλων και Ρώσων σε ξένο αχυρώνα ή αλλιώς την μεγάλη πατάτα που λέγεται γεωπολιτική –μια και σήμερα καταλαβαίνουμε πόσο αβάσιμος ήταν ο φόβος των Άγγλων πως η Ρωσία θα έβαζε χέρι στην Ινδία μέσω του Αφγανιστάν (όσο αβάσιμη ήταν και η ελπίδα των Ρώσων). Οι δυο δυνάμεις προσπάθησαν απεγνωσμένα να βάλουν χέρι στο Σινκιάνγκ ή κινεζικό Τουρκεστάν (οι αναγνώστες του Πίντσον θα θυμούνται μάλλον τις σκηνές στο Κασγκάρ και την Τακλαμακάν) με παρομοίως φρούδες ελπίδες. Εν πάση περιπτώσει, για κάτι τέτοιους λόγους η Αγγλία θεώρησε αναγκαία μια λεπτομερή χαρτογράφηση των περιοχών βορείως της Ινδίας: του Θιβέτ, ας πούμε.

Έλα όμως που υπήρχε ένα προβληματάκι: τα βασίλεια του Θιβέτ δεν ήταν ακριβώς φιλικά προς τους ξένους. Οποιοσδήποτε λευκός εξερευνητής εμφανιζόταν με θεοδόλιχους και αλυσίδες μέτρησης κινδύνευε από την επέλαση πολεμιστών καβάλα σε γιακ (δεν κάνω πλάκα) και θάνατο μάλλον φριχτό. Εδώ μπαίνουν στη σκηνή λοιπόν οι παντίτ, μια ιδέα του συνταγματάρχη Κρέιτον Τόμας Μοντγκόμερι, ενός αξιωματικού που συμμετείχε στη μεγάλη τριγωνομετρική καταμέτρηση της Ινδίας, στη χαρτογραφική υπηρεσία μ’ άλλα λόγια. Τη δεκαετία του 1860 λοιπόν, ο Μοντγκόμερι συνέλαβε την ιδέα να εκπαιδεύσει και να στείλει όχι Άγγλους, μα Ινδούς, μεταμφιεσμένους σε λάμα, σε υπηρέτες των λάμα, σε εμπόρους.

Ο Τόμας Μοντγκόμερι (πηγή)

Αυτοί ήταν οι παντίτ. Εκπαιδευμένοι στη χρήση του εξάντα, στην ιατρική, στις αστρονομικές παρατηρήσεις, στην τριγωνομετρία, σε κάθε είδους κόλπα για σωστή χαρτογράφηση (για παράδειγμα, να υπολογίζουν το ύψος όχι με βαρόμετρο αλλά βάσει της θερμοκρασίας του σημείου βράσης του νερού· τα θερμόμετρα ήταν κρυμμένα, λέει, στην κορφή του μπαστουνιού τους). Και όχι μόνο: μια και (φυσικά) ήταν αδύνατο να κουβαλάνε αλυσίδες μέτρησης μεταμφιεσμένοι στα βουνά, μάθαιναν να βηματίζουν έτσι, ώστε να κάνουν ακριβώς 2000 βήματα στο μίλι –άσχετα αν βάδιζαν σε ίσωμα, κατηφόρα-ανηφόρα, ή σκαρφάλωναν. Είχαν μαζί τους ένα είδος βουδιστικού κομποσχοινιού, μόνο που αντί για τις συνηθισμένες 108 χάντρες προσευχής αυτό είχε 100, και μάλιστα με χοντρύτερη μια χάντρα κάθε δέκα: στα εκατό βήματα άφηναν και μια χάντρα, και έτσι ένα κομποσχοίνι τέλειωνε στα πέντε μίλια (αν υπολογίζω σωστά). Σε κοχύλια φύλαγαν υδράργυρο, τον οποίο (όταν δεν τους έβλεπαν) χρησιμοποιούσαν για να φτιάχνουν τεχνητό ορίζοντα για τις μετρήσεις του εξάντα (τον έχυναν στα μπολ που κανονικά χρησιμοποιούσαν ζητιανεύοντας για λογαριασμό του λάμα). Τις παρατηρήσεις τους τις αποστήθιζαν σαν έμμετρες βουδιστικές προσευχές, ή τις έκρυβαν (αντί για τα συνηθισμένα μάντρα) σε τροχούς προσευχής.

Παρέκβαση: ψάχνοντας κάτι καλό για τους τροχούς προσευχής, ανακάλυψα πως υπάρχουν και ηλεκτρικοί τέτοιοι. Και: Some prayer wheels are powered by electric motors. «Thardo Khorlo,» as these electric wheels are sometimes known, contain one thousand copies of the mantra of Chenrezig and many copies of other mantras. The Thardo Khorlo can be accompanied by lights and music if one so chooses. However, Lama Zopa Rinpoche has said, «The merit of turning an electric prayer wheel goes to the electric company. This is why I prefer practitioners to use their own ‘right energy’ to turn a prayer wheel». Μάλιστα! Τέλος της παρέκβασης.

Νάιν Σινγκ Ραουάτ (πηγή: Wikipedia commons)

Ο πρώτος, ή ίσως ένας από τους πρώτους τέλος πάντων παντίτ (υπήρχε ένας μουσουλμάνος υπάλληλος, ονόματι Μοχάμεντ-ι Χαμίντ, που έφτασε στο Γιαρκάντ, στο κινεζικό Τουρκεστάν, πέθανε όμως στην επιστροφή), πιθανότατα όμως ο σπουδαιότερος, ήταν ο πολύς Νάιν Σινγκ Ραουάτ (ελπίζω να μεταγράφω σωστά). Φαίνεται ότι (μια και καταγόμενος από μια περιοχή που συνόρευε με τα Ιμαλάια ήξερε τη γλώσσα και κάπως την περιοχή) πρώτα είχε στρατολογηθεί από μια γερμανική γεωγραφική αποστολή, γύρω στο 1855, στα εικοσιπέντε του χρόνια δηλαδή· στη συνέχεια έγινε διευθυντής ενός σχολείου στο χωριό του, μέχρι που το 1863 επιλέχθηκε, μαζί με τον ξάδερφό του Μάνι Σινγκ, για να σταλεί σε χαρτογραφικές αποστολές. Ύστερα από δύο χρόνια εκπαίδευσης, ξεκίνησε για τις εξερευνήσεις του: Νεπάλ, Λάσα (όπου δύο έμποροι από το Κασμίρ τον ανακάλυψαν, αλλά δεν είπαν τίποτα –παίρνοντας το ρολόι του σε αντάλλαγμα), δυτικό Θιβέτ (όπου ανακάλυψε, λέει, κάτι θρυλικά χρυσωρυχεία).  Με το χρυσό μετάλλιο της Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρείας, πέθανε το 1895 σε ένα χωριό που του είχε χαρίσει η (αγγλική) κυβέρνηση. Στην περίπτωσή του ισχύει το σόι πάει το βασίλειο: εκτός από τον ξάδερφό του, και ο αδερφός του (μάλλον, διότι αλλού τον βρίσκω κι αυτόν ξάδερφο), ο Κρίσνα (ή Κίσεν) Σινγκ έκανε διάφορα ταξίδια και το 1878 εξερεύνησε το δρόμο από τη Λάσα στο κινεζικό Τουρκεστάν. Σε κάποια φάση του ταξιδιού, διαβάζω, ο αρχηγός του καραβανιού του αποφάσισε να συνεχίσουν έφιπποι από το φόβο των ληστών: ο Κρίσνα Σινγκ κατάφερε και πάλι να μετρήσει σωστά τις αποστάσεις, αυτή τη φορά βασισμένος όχι στα δικά του βήματα, αλλά του αλόγου του.

O Χάρι Ραμ, για τον οποίο δεν βρήκα καμία φωτογραφία, εξερεύνησε την περιοχή γύρω από το Έβερεστ το 1871-72, και αργότερα το βόρειο Νεπάλ. Στην αρχή, λέει, δεν του επέτρεπαν την είσοδο στο Θιβέτ· ύστερα έτυχε να γιατρέψει τη γυναίκα ενός αξιωματούχου, και ο δρόμος άνοιξε. Την επόμενη δεκαετία, κάποιος Κίνθαπ ή Κίντχουπ ή κάπως έτσι (ούτε αυτουνού μοιάζει να υπάρχει φωτογραφία) στάλθηκε δύο φορές, και τις δύο με τη μεταμφίεση ενός υπηρέτη λάμα, για να εξερευνήσει το ρου του ποταμού Τσανγκπό. Τη δεύτερη φορά ο λάμα (ένας Κινέζος) τον πούλησε σε έναν θιβετιανό συνάδελφό του. Ο Κίνθουπ (ή όπως) έχασε όλο τον εξοπλισμό του και μόνον ένα χρόνο αργότερα κατάφερε να δραπετεύσει· κατάφερε να βρει καταφύγιο σε ένα βουδιστικό μοναστήρι και συνέχισε τις εξερευνήσεις του άλλα δυόμισυ χρόνια. Κατάφερε να στείλει ένα γράμμα στο αρχηγείο του, όπου έλεγε ότι θα έριχνε τα ημερολόγια της αποστολής του στο ποτάμι για να φτάσουν στην Ινδία –όπως και έκανε. Και όμως: αφότου γύρισε στην Ινδία ανακάλυψε ότι το γράμμα δεν είχε φτάσει ποτέ στον προορισμό του· πέρασαν άλλα δυο χρόνια μέχρι να δημοσιευτούν οι ανακαλύψεις του (ότι ο Τσανγκπό και ο Μπραχμαπούτρα ήταν το ίδιο ποτάμι), και πάλι δεν έγιναν πλήρως πιστευτές μέχρι που επιβεβαιώθηκαν τριάντα χρόνια μετά. Από αποστολές Ευρωπαίων, βεβαίως. Ο Κίνταπ (τέλος πάντων), απογοητευμένος, παράτησε την υπηρεσία και έγινε ράφτης.

Σάρατ Τσάντρα Ντας (wikipedia commons)

Όλοι αυτοί κατάγονταν από περιοχές στα σύνορα του Θιβέτ, και έτσι είχαν μια κάποια οικειότητα με τη γλώσσα και τη γεωγραφία της περιοχής. Διαφορετική κάπως είναι η περίπτωση του Σάρατ Τσάντρα Ντας, ενός Μπενγκαλέζου από το Τσιτακόνγκ, στο σημερινό Μπαγκλαντές δηλαδή και μάλιστα στη θάλασσα. Ήταν κι αυτός (όπως ο Νάιν Σινγκ Ραουάτ) διευθυντής σχολείου, κάπως κοντύτερα στα Ιμαλάια (στο Νταρτζίλινγκ) όταν, το 1879, έφυγε ως υπηρέτης ενός λάμα για το Θιβέτ. Ήταν η αρχή πολυάριθμων ταξιδιών, από τα οποία ο Ντας αποκόμισε μεγάλο αριθμό σανσκριτικών και θιβετιανών χειρογράφων· εξελίχθηκε σε μέγα μελετητή της θιβετιανής παράδοσης, αλλά αν στέκομαι σ’ αυτόν λίγο παραπάνω είναι διότι ήταν το πρότυπο του Χάρι Τσάντερ Μουκερτζί, ή αλλιώς Μπάμπου, του πρότυπου Ινδού κατάσκοπου στον Κιμ –απ’ όπου και ξεκινήσαμε.

Ήθελα τέλος πάντων να πω ότι στη χορεία των μεγάλων εξερευνητών, των Μπάρτον και Σπικ, των Μάνγκο Παρκ και των Πρζεβάλσκι, των Κουκ, των Λίβινγκστον και Στάνλεϊ, των Χούμπολτ και των Αμούντσεν, θα έπρεπε να φυλάξουμε κάποιο χώρο και για τους ξεχασμένους Ινδούς, που μόνον ως υπάλληλοι της Αγγλικής Κυβέρνησης ρίσκαραν τη ζωή τους στα φοβερά και θρυλικά βουνά της Στέγης του Κόσμου.

Το αποτέλεσμα όλης αυτής της χαρτογράφησης, πάντως, ήταν τελικά κάτι απτό: κάτι τέτοιο. Δεν τους έσφαζαν μόνο οι Κινέζοι τους Θιβετιανούς, όπως μας μαθαίνουν οι ταινίες.

Potala palace

 

(Εδώ σχεδόν ολόκληρο, ένα σχετικό βιβλίο.)

Read Full Post »

Τι δουλειά έχει ένας Δύτης σαν κι εμένα, με τις ανατολίτικες επιρροές του, με τον καπιταλισμό του ύστερου 19ου αιώνα; Ε, καμία δουλειά, αλλά δεν μπορεί ν’ αγιάσει. Διαβάζω τελευταία κάπου για την αδυναμία ορισμού της εκμετάλλευσης, για τη σχετικότητα της ηθικής (σε αντίθεση με τις οικονομικές παραμέτρους που δεν είναι, λέει, διόλου σχετικές), διαβάζω διάφορα που τον φέρνουν στο μυαλό μου. Ο παροντικός καθρέφτης, πρέπει να πω, είναι κάπως ξεγυμνωμένος. Η πολλή επιστήμη δεν τον αφήνει καν να κρατάει τα προσχήματα, και έτσι στη θέση του παλιού καλού αποικιοκρατισμού βλέπει κανείς έναν μεταμοντέρνο σχετικισμό, ας τον πούμε έτσι: δεν εκμεταλλεύεται κανείς τους Κινέζους εργάτες, διότι αυτοί μπορεί να θέλουν να δουλεύουν δεκάξι ώρες για να βγάλουν κανά φράγκο, και ποιος είσαι συ που θα επιβάλεις τα ευρωπαϊκά σου οχτάωρα, για παράδειγμα. Να λοιπόν αυτή η δεύτερη ακμή της, ας πούμε, καπιταλιστικής νοοτροπίας -μόνο που την πρώτη ακμή την εξύμνησε ένας Κίπλινγκ ή (έστω) ένας Βερν, ενώ αυτή, άντε να έχει να παρουσιάσει μια Άιν Ραντ, παναγία μου. Ας μη φλυαρήσω όμως άλλο, όλα αυτά είναι προσχήματα για να σας δείξω το υλικό που σκάναρα στην τελευταία μου επίσκεψη στας Αθήνας.

Πουθενά αλλού δεν ήταν τόσο φανερή η αυτοεικόνα του ακμάζοντος αστικού πολιτισμού όσο στις Διεθνείς Εκθέσεις του. Ξεκινώντας από τα μέσα του 19ου αιώνα στο Λονδίνο, μια ολόκληρη σειρά εκθέσεων πρόβαλε εκείνο που τότε θεωρούνταν κορυφή του πολιτισμού: την τεχνολογία, ένα, και την πολιτισμική ανωτερότητα, δύο. Από όλο αυτό το νταβαντούρι έχουν μείνει λίγα πράγματα, όπως ο πύργος του Άιφελ ή τα βραβεία που διαβάζει κανείς στο μπουκάλι της Χάινεκεν ή τη σοκολάτα υγείας Παυλίδη. Ή αυτή την επετειακή, μνημειώδη έκδοση που κάπως έπεσε στα χέρια μου:

Ναι, η έκθεση του Παρισιού του 1889 -ένα θαύμα του πολιτισμού (χαζέψτε κι εδώ). Χτιζόταν επί χρόνια, από σίδερο κι ατσάλι, τα υλικά του μέλλοντος (προσέξτε ωστόσο ότι η έκδοση απαξιεί να χρησιμοποιήσει τη φωτογραφία, αντ’ αυτής βλέπουμε λεπτομερείς γκραβούρες), σε έκταση σχεδόν ενός τετραγωνικού χιλιομέτρου,με δικό της τραινάκι, που πήγαινε τους ευτυχείς περιπατητές πέρα-δώθε από τον πύργο ως το παλάτι των μηχανών, την αποθέωση της προόδου:

Η έκδοση που ξεφύλλισα, προσέξτε, έχει πλήρη στοιχεία για όλες τις μηχανές που χρησιμοποιήθηκαν, χωρίς να παραλείπει τα στοιχεία των εργοστασίων που παρήγαν αυτά τα θαύματα της τεχνικής. Όχι μόνο αυτό, καταγράφει με κάθε λεπτομέρεια πόσες λάμπες τοποθετήθηκαν, τι αποχετευτικά έργα κατασκευάστηκαν,  ακόμα-ακόμα και τις πατέντες που οι ευφυείς μηχανικοί κατοχύρωσαν για να συμβάλουν στο υπέροχο θέαμα.  Εντάξει, δεν ήταν όλα τόσο τέλεια: η προηγούμενη έκθεση, διαβάζω, είχε έλλειμμα στον απολογισμό της· όχι όμως η συγκεκριμένη, ίσως γιατί τελικά και παρά τις εξαγγελίες αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί στις κατασκευές σίδερο κι όχι ατσάλι, καθώς το πρώτο στοίχιζε το εν τρίτο του δεύτερου (και σε λιγότερο χρόνο). Ωστόσο δείτε με τι λεπτομέρεια σχεδιάστηκε ο πύργος του Άιφελ (στην έκδοση αναφέρεται συνήθως ως «Πύργος των 300 μέτρων»), δείτε με τι χαρά ανεβαίνει να τον καμαρώσει η κυρία με το ομπρελίνο.

Εμένα που έχω ανθρωπιστική παιδεία, πάλι, ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση μου έκαναν τα σπιτάκια όπου παρουσιαζόταν η ιστορία της κατοίκησης, λέει. Παρατηρείστε τα ομπρελίνα και τα καπέλα γύρω από σπιτάκια ασσυριακού ή ελληνικού τύπου, αν και στο τελευταίο δεν έκαναν καν τον κόπο να βάλουν μια επιγραφή με κάποιο τέλος πάντων νόημα:

Και φυσικά από τη Γαλλία που κρατούσε πλέον ολόκληρη σχεδόν τη Βόρεια και Δυτική Αφρική δεν θα μπορούσε να λείπει το «νέγρικο χωριό» με τετρακόσιους ιθαγενείς. Συνηθισμένη ατραξιόν στην αποικιακή Ευρώπη (εδώ μια ανάλυση στα γαλλικά), από την οποία ωστόσο δεν βρήκα τίποτα στην έκδοσή μου. Μόνον ένα εντυπωσιακό άγαλμα, το οποίο ωστόσο ήταν καλλιτεχνικό και όχι, πώς να το πούμε, εθνολογικό έκθεμα:

Προσέξτε ότι ο γορίλας αρπάζει γυναίκα και όχι, ας πούμε, κυνηγό όπως στις μεταγενέστερες ταινίες του Ταρζάν (ή δικαστή όπως στο γνωστό τραγούδι του Μπρασένς).

Κάποιοι άλλοι γορίλες, πάντως, είχαν ήδη εκτελεστεί μαζικά λίγο πριν από μια προηγούμενη Έκθεση (πρωτοφανούς μεγέθους), σχεδόν είκοσι χρόνια νωρίτερα:

 

Read Full Post »