Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for the ‘Μικρές εξυπνάδες’ Category

Όσοι παρακολουθείτε το άλλο μαγαζί του Δύτη, το τιτιβιστήρι ντε, θα έχετε πάρει χαμπάρι ότι επέβαλα στον εαυτό μου έναν διαφωτιστικό ρόλο και ξεκίνησα μια Σαββοπουλιάδα, παρουσιάζοντας ένα τραγούδι κάθε μέρα με τη σειρά. Όπως πρότειναν διάφοροι φίλοι, θα τα μαζεύω και εδώ δίσκο με δίσκο, έτσι να υπάρχουν. Για το Σαββόπουλο εν γένει, μην τα ξαναλέμε, έχω γράψει τις σοφίες μου παλιότερα εδώ, πάνε δώδεκα χρόνια.

Ξεκινάμε με μια εισαγωγή στο Φορτηγό. Ο Σαββόπουλος είναι ήδη δυο-τρία χρόνια στην Αθήνα. Αλητεύει με τον Λοΐζο, έχει παίξει στις μπουάτ, έχει βγάλει ήδη ένα 45άρι. Είμαστε στο ’66, το σινεμά παίζει Τρελό Πιερό και το Νακ του Λέστερ (του σκηνοθέτη των Μπιτλς). Τι είναι το Φορτηγό; Δεν είναι πια Νέο Κύμα, εκτός από δυο-τρία τραγούδια, τη Συννεφούλα ή το Μη μιλάς άλλο για αγάπη. Ο ίδιος είχε πει κάπου τότε ότι το γιε-γιε ήταν καλό αλλά ξένο (θα άλλαζε γνώμη σύντομα) και ότι το «πολιτικό τραγούδι» ήταν το τραγούδι της γενιάς του. Πολιτικό τραγούδι λοιπόν. Άκουγε τότε Μπρασένς, και φαίνεται, αλλά αυτό που παίζει φέρνει πιο πολύ σε Λατινική Αμερική, χιλιανούς τροβαδούρους κλπ. Μόνο κιθάρα: δεν είναι κανένας τεχνίτης, αλλά είναι ακριβώς αυτό το άτεχνο που εντυπωσιάζει: χτυπά την κιθάρα, τσιμπάει τις χορδές, ουρλιάζει. Και στίχοι; πολιτικά ναι, αλλά με τουΐστ (θα το δούμε), κάποια ερωτικά (κι αυτά ιδιόρρυθμα), αλλά κυρίως μια πολύ προσωπική μυθολογία με περιπλανώμενους, περιθωριακούς, αόρατους. Βλέπω μια μακρινή συγγένεια με την Οδό Ονείρων (του ’62). Είναι όμως και κάτι που δεν έχει ξανακουστεί!

Οι μάγοι

Η προσωπική μυθολογία που λέγαμε. Το πρώτο LP μπαίνει ορμητικά, σα να το κάνει επίτηδες: με ένα ωραίο και χαρακτηριστικό ριφάκι, το χτύπημα του ηχείου τόσο χαρακτηριστικό για όλο τον δίσκο, ο Σαββόπουλος φωνάζει τους στίχους (είμαι σίγουρος ότι θα ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό στα λάιβ). Λες και θέλει να δείξει αυτό ακριβώς το άτεχνο του μπουλουκιού. Τον φαντάζεσαι να παρουσιάζει τον εαυτό του ή μάλλον μια περσόνα του εαυτού του (ένα χρόνο πριν από το Sergeant Pepper), που τον φαντασιώνεται σαν πλανόδιο (θα το κάνει κι αυτό στ’ αλήθεια, τον επόμενο χρόνο) ή ίσως σα θιασάρχη (κι αυτό θα το κάνει, κατά κάποιο τρόπο, το ’72). Και το τσίρκο! Πάντα παρόν. Σαν ασπρόμαυρη ταινία είναι αυτός ο δίσκος, σαν Φελίνι ξερωγώ.

Η Ζωζώ

(περισσότερα…)
Advertisement

Read Full Post »

Όχι το τραγούδι του Μαχαιρίτσα — αλλά ένα ωραίο αίνιγμα για όποιον έχει χρόνο για σκότωμα και γνώσεις μεσαιωνικής γαλλικής.

Διαβάζω την Παναγία των Παρισίων του Ουγκό (δεν το είχα διαβάσει! είχα δει μόνο την ταινία του Ντίσνεϊ) και πέφτω πάνω στην εξής περικοπή (10, Ι):

Gringoire lui dit: «Mon maître, je vous répondrai: Il padelt, ce qui veut dire en turc: Dieu est notre espérance. (Ο Γκρενγκουάρ του είπε: «Κύριέ μου, θα σας απαντήσω: Il padelt, που στα τούρκικα σημαίνει: ελπίζω στον Θεό).

Φυσικά δεν υπάρχει τέτοια τούρκικη φράση. Ωστόσο, ο Ουγκό δεν το είχε βγάλει από την κοιλιά του· αν και ούτε η γαλλική έκδοση που έχω, ούτε καμία από τις μεταφράσεις που ξέρω έχει κάποια σημείωση, στην εποχή του διαδικτύου έχει γίνει η θάλασσα γιαούρτι και, όταν μας ρωτάνε, μπορούμε να πούμε κάτι καλύτερο από την απάντηση του Γκρενγκουάρ. Η φρασούλα λοιπόν, ανακαλύπτουμε, είναι μια μυστηριώδης λέξη γραμμένη (κάποτε) στο Chateau de Marcoussis, δηλαδή σε αυτό. Και νάτη:

Ούτε όμως η «τούρκικη» ερμηνεία είναι επινόηση του Ουγκό. Αντίθετα, ήταν ήδη γνωστή το 18ο αιώνα (αντιγράφω από αυτό το βιβλίο του 1757, σελ. 275-276):

Το έμβλημα του ιδρυτή [μαρκησίου Μονταιγκύ] που είναι ILPADELT είναι ζωγραφισμένο παντού και συχνά χωρισμένο σε δύο λέξεις, IL PADELT. Ο Du Breul αναφέρει ότι ένας Τούρκος στην ακολουθία του Φραγκίσκου Α΄ επισκέφτηκε το Μαρκουσί και αποφάνθηκε ότι πρόκειται για συριακά, και πως σημαίνει «ελπίζω στο Θεό». Μάλιστα στη βιβλιοθήκη υπάρχει ένα χειρόγραφο, στο οποίο διαβάζουμε, στο φύλλο 194, Il Padelt est nomen compositum graeco scilicet et hebraïco, et signifient Spes mea Deus, ut a quodam Turco in lingua hebrea, graeca et latinca docto cognovimus, qui baptizatus fuit et in servition Regis Francisci receptus anno 1523. Ως επιβεβαίωση, λένε ότι αυτές οι τρεις λέξεις, Spes mea Deus, υπάρχουν ακόμα σε κάποια μέρη του πύργου. Άλλοι πιστεύουν ότι η λέξη είναι αρκτικόλεξο. Μιλά δηλαδή ο Μονταιγκύ και λέει: Je l‘ai promis à Dieu, et le tiens («το υποσχέθηκα στο Θεό, και κρατάω [την υπόσχεσή μου]»)… Κάποιος από τη Βρετάνη έγραψε στο Mercure de France (Ιανουάριος 1743, σελ. 78) μια επιστολή, όπου αμφισβητεί αυτή την εξήγηση. Ισχυρίζεται ότι η φράση σημαίνει «θα διαρκέσει», καθώς padet είναι στα βρετόνικα ο μέλλοντας του «διαρκώ».

Η υπόθεση του αρκτικόλεξου υποτίθεται ότι παραπέμπει σε ένα είδος τάματος του μαρκησίου Μονταιγκύ να χτίσει ένα μοναστήρι στο Μαρκουσί αν ο άρρωστος βασιλιάς γινόταν καλά. Κάπως παρόμοια, η ίδια ιστορία παρατίθεται εδώ όπου διαβάζουμε επίσης ότι ο Perron de Langres, συγγραφέας κάποιου βιβλίου τοπικής ιστορίας του 18ου αιώνα, πάλι, ονόματι Anastase de Marcoussis, αμφισβητεί την τούρκικη ερμηνεία (προς όφελος του αρκτικόλεξου, γραμμένου πιο αρχαιοπρεπώς: Je l’ay promis à Dieu et le tiendray) ως εξής:

Η υπερβολή αυτής της πλαστογραφίας φτάνει να θέλει να πείσει την πιο λόγια και ευγενή αυλή εκείνης της εποχής ότι μια λέξη επινοημένη μόνο και μόνο για να χρησιμέψει ως έμβλημα δεν ανήκει σε καμία γλώσσα γνωστή στην Ευρώπη. Δημιουργός αυτού του μύθου είναι ένας φτωχός και αδαής καλόγερος, που θέλει να μας δείξει έναν Τούρκο να μιλά ως άνθρωπος επιτήδειος, αντίθετα με το πνεύμα αυτού του βάρβαρου έθνους που συνήθως νιώθει πιο άνετα με τις ασκήσεις του σώματος παρά μ’ εκείνες του πνεύματος, καθώς σχεδόν κανένας ανάμεσα σε αυτούς τους απίστους δεν φτάνει ούτε στην επιφάνεια των επιστημών που ξέρουμε εμείς. Δεν ξέρω τι να θαυμάσω περισσότερο, την ξεδιαντροπιά εκείνου που σκάρωσε αυτό το παραμύθι, ή την αφέλεια του αδελφού Jacques du Breüil που το τύπωσε στο τέταρτο βιβλίο του των Antiquitez de Paris, σελ. 1290.

Δεν ξέρω τι δουλειά είχε κάποιος καλόγερος να εξυψώσει ένα βάρβαρο σε άνθρωπο επιτήδειο, αλλά η υπόθεση της βρετονικής καταγωγής φαίνεται τελικά να είναι η πιο πιθανή. Στα βρετονικά, πράγματι, βρίσκουμε σε διάφορα λεξικά ότι padus σημαίνει διαρκής, ανθεκτικός, επίμονος και padusted η επιμονή, η αντοχή, η διάρκεια (εδώ)· ότι padel σημαίνει ανθεκτικός και επίμονος (εδώ ή εδώ). Ρώτησα και τον κελτολόγο υπηρεσίας, που μου απάντησε:

(περισσότερα…)

Read Full Post »

Η διαφορά τώρα που υπάρχει το ίντερνετ είναι ότι διαβάζουμε σε μια τυχαία σελίδα του Πύντσον (V., μετάφρ. Πρ. Προκοπίδη, Αθήνα 2007, σελ. 337) ότι μια κοπέλα περπατάει καμαρωτή καμαρωτή προς την πόρτα, τραγουδώντας το Auf dem Zippel-Zappel-Zeppelin, μια δημοφιλή μελωδία των αρχών του αιώνα, και δεν αρκούμαστε σ’ αυτό, όπως ο αναγνώστης του Πύντσον το 1961, όπως πιθανότατα ο ίδιος ο Πύντσον που το διάβασε λίγο πριν το 1961 κάπου (όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το γράφει λάθος, ενώ το σωστό είναι mit dem Zippel mit dem Zappel mit dem Zeppelin). Όχι, δεν αρκούμαστε σ’ αυτό, ψάχνουμε και το γκουγκλάρουμε και το βρίσκουμε στον γιουτούμπη, και το ακούμε κι εμείς ενώ διαβάζουμε τα σχόλια (Pynchon brought me here, λέει ο ένας, cited in Thomas Pynchon’s novel «V.» (pg.232), ο άλλος). Και γράφουμε κι ένα ποστ. Αυτό εδώ.

***

(Αυτό θα έγραφα αν είχα φέισμπουκ, δηλαδή, ενώ τώρα εδώ δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ αν αξίζει τον κόπο να δημοσιευτεί τούτη δω η εξυπνάδα και να μένει φόρα παρτίδα μέχρι να σκαρφιστώ την επόμενη. Νιώθω λοιπόν την ανάγκη να συμπληρώσω με κάτι πιο χρήσιμο, απ’ το ίδιο βιβλίο (σελ. 325) –ως εξής:)

«Μα να είστε από το Μόναχο και να μην έχετε ακούσει ποτέ για τον Χίτλερ! […] Τι στην ευχή τρέχει μ’ εσάς τους νέους;» […]

«Είμαι μηχανικός, βλέπετε. Η πολιτική δεν είναι ο τομέας μου».

«Κάποια μέρα θα σας χρειαστούμε», του είπε ο Βάισμαν. «Δεν ξέρω σε τι ακριβώς, αλλά είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Άνθρωποι σαν κι εσάς, με την εξειδίκευση και τα περιορισμένα ενδιαφέροντά σας, θα μας φανούν πολύτιμοι. Συγχωρήστε με που θύμωσα».

Read Full Post »

   Περνώντας (και) αυτό το Πάσχα σε ένα μεγάλο νησί του εξωτικού ανατολικού Αιγαίου, ο Δύτης μπήκε σε διάφορες εκκλησίες, μικρές και μεγάλες (για ευνόητους ή όχι λόγους δεν θα σας πω ποιες, όμως), και φωτογράφησε μερικές εικόνες που θα μοιραστεί μαζί σας.

Αυτό, λέω εξαρχής, είναι ένα ποστ ελαττωματικό. Οι φωτογραφίες δεν είναι καλές: φταίει το χρυσό φόντο, που έκανε αδύνατο για έναν ερασιτέχνη σαν εμένα να γλιτώσει από την αντανάκλαση του φωτός, και επιπλέον τις ανέβασα εδώ με τρόπο τέτοιο που να μου είναι πολύ δύσκολο να τις κουμαντάρω σε σχέση με το κείμενο. Ε, ας στέκονται λοιπόν εδώ καμαρωτά, και ας γράψω δυο λόγια με τη σειρά, θα καταλάβετε ποιο πάει πού (κλικ στις εικόνες για να μεγαλώσουν, ε;).

Αρχίζουμε με τις παλιότερες, που (μυρίζω τα νύχια μου και λέω ότι) πρέπει να χρονολογούνται στον 17ο ή τον 18ο αιώνα. Δείτε αυτήν εδώ τη Ζωοδόχο Πηγή, και προσέξτε τις λεπτομέρειες που ακολουθούν παρακάτω: τις λαϊκές μορφές που σκύβουν μπροστά στο σωρό –μεταξύ τους και ένας στρατιώτης με ωραίο μουστάκι– και, προπάντων, το παιδάκι που πίνει νερό από τη δεξαμενή. Ενδιαφέρον έχουν και οι πύργοι στην απεικόνιση της πόλης, που μοιάζουν με μιναρέδες.

Τι να πει όμως κανείς για την επόμενη, τον ένθρονο Χριστό με το στέμμα και τα κάπως μπαρόκ στολίδια στην πλάτη του θρόνου; Χάζευα το πρόσωπό του λίγο πριν το άρατε πύλας και μου φαινόταν πως αυτός ο βασιλεύς της δόξης είχε τα μούσια και το πρόσωπο ενός μπακάλη. Δεν έχω καμία πρόθεση να φανώ ασεβής, ωστόσο: ενός μπακάλη απ’ αυτούς που περιγράφει ο Κόντογλου, ή κάποιου σαν τον φουκαρά τον καφετζή που για να μην παγώσει, έκανε σουλάτσο. Και αναρωτιέμαι, αν το έκανε επίτηδες ο αγιογράφος, να δείξει δηλαδή τόσο ταπεινή την ενανθρώπιση –παρά το χρυσό φόντο και τις φιγούρες στον διάκοσμο του θρόνου.

Ταπεινοί Χριστοί, από τη μια –ταπεινοί και ταλαίπωροι αγιογράφοι (αν και το επίθετο μπορεί να είναι του δωρητή) από την άλλη. Αυτές οι τελευταίες εικόνες είναι πολύ πρόσφατες, ούτε δεκαπέντε χρονώ, και η τεχνοτροπία τους ξεφεύγει σε μεγάλο (γοητευτικό θα έλεγε κανείς) βαθμό από την κλασική βυζαντινή. Ναΐφ, θα έλεγε ένας ιστορικός της τέχνης με μια κάποια -ίσως- αφέλεια. Ο αρχάγγελος Μιχαήλ κρατά στο χέρι του την ψυχή του νεκρού, φασκιωμένη σα μωρό –και ποδοπατάει το σώμα του, παρεκτός αν ο σταχτής γαμψομύτης είναι ο διάολος.

Καμαρώστε και την αγία Φωτεινή με τις μακριές, ξανθές κοτσίδες.

Ξέρω ότι κάτι θα έπρεπε να προσθέσω τώρα στο τέλος: κάτι βαθυστόχαστο, ξερωγώ, ή ποιητικό. Ε, δεν έχω –παρεκτός μια κάποια γαλήνη, να το πω έτσι, που αναβλύζει, και που (πώς να το κάνουμε) προσιδιάζει σε κάτι τέτοια.

Read Full Post »

Γράφει ένας αναγνώστης στο London Review of Books, τ. 35 αρ. 24, 19 Δεκεμβρίου 2013, για τη δίκη και καταδίκη ενός αγάλματος της Παρθένου Μαρίας, που έλαβε χώρα στο ουαλικό χωριό Χάρντεν το 946:

Σύμφωνα με ένα σαξονικό χειρόγραφο, η ιστορία διηγείται πως το άγαλμα, στημένο στο υπερώο της εκκλησίας, έπεσε στο κεφάλι της Πυργοδέσποινας του χωριού ενώ εκείνη προσευχόταν –και τη σκότωσε. Το άγαλμα συνελήφθη· κατηγορήθηκε για φόνο· παρουσιάστηκε ενώπιον ενόρκων· κρίθηκε ένοχο και καταδικάστηκε σε θάνατο. Ωστόσο, καθώς επρόκειτο για την Παρθένο, οι χωρικοί αποφάσισαν να μην την κρεμάσουν, παρά να την αφήσουν στις όχθες του ποταμού Ντη «απ’ όπου θα μπορούσαν να δουν τι θα απογίνει, όπως και συνέβη· λίγο αργότερα, η παλίρροια ήρθε και παρέσυρε το εν λόγω είδωλο στα ρηχά… όπου και βρέθηκε την επόμενη μέρα, πνιγμένο και νεκρό».

Εντάξει, κάποιος άλλος ευσυνείδητος αναγνώστης παρατηρεί στο μεθεπόμενο τεύχος ότι «για να υπάρχει πυργοδέσποινα, θα πρέπει να υπάρχει πύργος», και κανένας πύργος δεν υπήρξε στη Βρετανία πριν από τα μέσα του 11ου αιώνα (μολονότι, βλέπω εδώ, είναι αδιευκρίνιστες οι απαρχές του κάστρου του Χάρντεν, ενδεχομένως από την εποχή του Σιδήρου). Αλλού διαβάζει κανείς πως αν η ιστορία ισχύει, πρόκειται για την πρώτη εμφάνιση ενόρκων στα βρετανικά νησιά.

Το κάστρο του Χάρντεν

Η αλήθεια είναι ότι η παλαιότερη και πιο περιεκτική πηγή που μπόρεσα να βρω, ένα άρθρο στο Archaeologia Cambrensis του 1873 (υπάρχει και μια σύνοψη εδώ), αναφέρεται μόνο σε μια ιστορία «που σώζεται στην ενορία από αμνημονεύτων χρόνων και λέγεται ότι αποτελεί μετάφραση ενός αρχαίου σαξονικού χειρογράφου». Από το άρθρο αυτό μαθαίνουμε το όνομα της πυργοδέσποινας (Lady Trawst, whose husband’s name was Seisyllt or Sitsyllt, a nobleman, and governor of Hawarden Castle), για την οποία ο συγγραφέας κάνει διάφορες υποθέσεις, καθώς και των ενόρκων. Μαθαίνουμε επίσης ότι το άγαλμα κρίθηκε επίσης ένοχο «μη ανταπόκρισης σε πολλά αιτήματα»· μάλιστα ένας ένορκος πρότεινε να το πνίξουν, «μια και ήθελαν βροχή».

Ναι, οι χωρικοί του ουαλικού χωριού δεν φτάνουν τους Εβραίους της Γαλικίας ή έστω εκείνον τον φουκαρά Ρουμάνο ληστή που μήνυσαν κοτζάμ Θεό (αν θυμάστε). Διακρίνει κανείς κάποιον απόηχο παγανισμού, να το πούμε έτσι· και όμως, παραμένει πάντα η πίστη σε κάποιου είδους συμβόλαιο, μια διαθήκη την οποία πρέπει να τηρούν αμφότερα τα μέρη. Η πίστη σε μια πρωτόγονη ελευθερία, τέλος πάντων.

Read Full Post »

Εκείνοι που ποζάρουν ως Έλληνες διανοούμενοι αρέσκονται –νομίζω– να θεωρούν τους εαυτούς τους κάτι σαν Τόμας Μπέρνχαρντ της Ελλάδας. Και πράγματι δεν έχουν πιο ευχάριστο σπορ από το να κατηγορούν τους Έλληνες/Ελληνάρες/Ελ/Βαλκάνιους υπανάπτυκτους (δεν το βγάζω απ’ το μυαλό μου αυτό) για, ας πούμε, ακριβώς αυτό: υπανάπτυξη. Για το ότι δεν είναι αρκετά Ευρωπαίοι (ή Αμερικάνοι, για κάποιους ή κάποιες εξ αυτών). Και ναι, το κάνουν με ενοχλητικό τρόπο, χωρίς να κολακεύουν το λαό, ίσως όπως ο Μπέρνχαρντ για τον οποίο άκουσα έναν αυστριακό να λέει  «αφού δεν του άρεσε η χώρα μας, γιατί δεν έφευγε», ωστόσο υπάρχει μια διαφορά που μπορεί κανείς να την πει ουσιώδη, ότι δηλαδή  ο Μπέρνχαρντ με την ομιλία του όταν παρέλαβε ένα βραβείο έκανε τον υπουργό να αποχωρήσει, ενώ οι δικοί μας τον κάνουν να συμφωνήσει με ενθουσιασμό. Καταφέρνουν, μ’ άλλα λόγια, να ενοχλούν τους πάντες, όχι όμως την εξουσία, ποτέ την εξουσία.

(Πάνε κάπου είκοσι χρόνια, αντίθετα, που δύο άνθρωποι παραλίγο να πάνε φυλακή επειδή μίλησαν ευνοϊκά για το κάψιμο μιας σημαίας. Γιώργος Ρούσης και Βασίλης Διαμαντόπουλος, ας το θυμόμαστε).

Να η λυδία λίθος που τεχνηέντως καλύπτουν λέγοντάς με τώρα λαϊκιστή, φερειπείν. Τους βλέπουμε έτσι να μιλούν για «τον φασίστα μέσα μας», χωρίς να έχουν τίποτα να πουν για τις Αμυγδαλέζες ή τη χυδαία διαπόμπευση των οροθετικών. Να εξανίστανται για τον δημόσιο θηλασμό μιας τσιγγάνας «που γεννοβολά σαν κουνέλα», αλλά τώρα να μην έχουν τίποτα να πουν για τον Τσιγγάνο που ανώδυνα και σιωπηρά μετατρέπεται στο νέο Εβραίο της Ευρώπης.

Ποιος κολακεύει ποιον, τελικά;

Read Full Post »

Ξεφυλλίζω τώρα ένα φοβερό βιβλιαράκι (συνοδεύεται από ένα σιντί με σπάνιες, συλλεκτικές παλιές ηχογραφήσεις), το Από τον ταμπουρά στο μπουζούκι. Η ιστορία και η εξέλιξη του μπουζουκιού και οι πρώτες του ηχογραφήσεις 1926-1932 του Σταύρου Κουρούση. Το βιβλίο είναι εξαιρετικό, γραμμένο με μεράκι και πολύ ψάξιμο, και αξίζει να το διαβάσετε ακόμα και αν δεν έχετε ιδέα από έγχορδα και κουρδίσματα (ούτε εγώ έχω), όσο για το σιντί είναι ένα συλλεκτικό επίτευγμα.

Εδώ όμως θέλω να σταθώ σε κάτι που μόνο σε μια μικρή σημείωση του βιβλίου αναφέρεται (σελ. 67 σημ. 60), οπότε ας μη θεωρηθεί ότι τρέχω να γκρινιάξω! Πρόκειται για τη θεωρία ότι το ρεμπέτικο προήλθε από το αρχαίο ρ. ρέμβω και το μεσαιωνικό ρεμβός. Πριν από σχεδόν ένα χρόνο είχα κάπου την ίδια κουβέντα, οπότε μου φαίνεται καλή ιδέα να τη συνοψίσω εδώ (στην πραγματικότητα ξαναλέγοντας κάτι που έχει ξαναειπωθεί, με λίγες προσθήκες).

Η θεωρία για το ρέμβω εμφανίζεται χάρη σε μια αναφορά στον Δουκάγγιο ή για την ακρίβεια τον Charles du Fresne, sieur du Cange ή Ducange (1610-1688), συγγραφέα ενός περίφημου λεξικού των ελληνικών του Μεσαίωνα που θεωρείται απαρχή της λεξικογραφίας των νεότερων ελληνικών.

Σαρλ Ντυ Φρεν, κύριος Ντυ Κανζ

Σαρλ Ντυ Φρεν, κύριος Ντυ Κανζ

Εδώ λοιπόν, (Charles Du Cange, Glossarium ad Scriptores Mediae et Infimae Graecitatis, I-II, Λυών 1688, τόμος ΙΙ, σελ. 1289), διαβάζουμε:

ΡΕΜΠΈΤ, Rebet, Potus species. Vox Arabica. Assisae MSS. Regni Hierosol. cap. 297. το δίκεον του ρεμπέτ, &c. και απέ το κράσι το φέρνουν απέ το λεκίαν, &c.

Η λέξη δηλαδή καταγράφεται ως αραβική (vox Arabica) και σημαίνει potus species, δηλαδή είδος ποτού -τα παραδείγματα είναι από μεσαιωνικές ασίζες, νομικά κείμενα του σταυροφορικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Η επόμενη εγγραφή έχει περισσότερο ενδιαφέρον:

ΡΕΜΠΙΤΌΣ, Erro. Glossae Graecobarb. αλαός, ρεμπιτός, πλανημένος, τυφλός, μάταιος· pro Ρεμβός. Glossae Basilic. Ρεμβός, ο μικρός φυγάς, και εκ του εναντίου ο φυγάς μέγας, ρεμβός έστι· κυρίως ότι Ρεμβός εστιν ο συνεχώς αναιτίως πλανώμενος, και τους καιρούς εις ανόνητα δαπανών, και βραδέως εις τον οίκον αναστρέφων.

Α ναι, στην προηγούμενη σελίδα έχει και το ΡΕΜΒΌΣ (Vide Glossas Basilic.), του οποίου λέει «ελληνοβάρβαρη» παραφθορά είναι το ρεμπιτός. Το Glossae Graecobarb., στο οποίο παραπέμπει ο Ντυκάνζ, είναι το Glossarium graeco-barbarum. In quo vocabula quinque millia quadrigenta, officia atque dignitates imperii Constantino, tam in palatio, quam Ecclesia aut militia, explicantur & illustrantur (Λέιντεν 1614) του Johannes van Meurs ή Ioannes Meursius (1579-1639). Εκεί διαβάζουμε (σελ. 470):Ιωάννης Μέρσιος

Ρεμπιτός: Erro. Glossae Graecobarbarae. αλαός· ρεμπιτός· πλανημένος· τυφλός· μάταιος.

Προσέξτε, εδώ, ότι ο τίτλος του έργου του Μέρσιου δηλώνει ότι θα μιλήσει για τη γλώσσα «στην οποία μιλούσαν και έγραφαν εκκλησιαστικοί και στρατιωτικοί στην αυτοκρατορία του Κωνσταντίνου» –αποδελτιώνει δηλαδή όχι καμιά σύγχρονή του γλώσσα, αλλά τις βυζαντινές πηγές: αυτά τα ελληνικά ονομάζει «ελληνοβάρβαρα», σε αντιδιαστολή, φαντάζομαι, με την αττική διάλεκτο (φανταστείτε ότι αλαός, τυφλός δηλαδή, είναι λέξη ομηρική που εμφανίζεται δυο-τρεις φορές στην κλασική γραμματεία· μετά, πάπαλα).

Το  Glossae Basilic. πάλι (όπου παραπέμπει ο Ντυκάνζ για το ρεμβός) είναι σχόλια στα Βασιλικά του Λέοντος του Σοφού, σε ένα έργο δηλαδή του 9ου αιώνα τα σχόλια του οποίου φτάνουν μέχρι τον 13ο. Με άλλα λόγια: ο Μέρσιος αποδελτιώνει μια λέξη (ρεμπιτός) σε κάποιο βυζαντινό κείμενο, και ο Ντυκάνζ ή αν προτιμάτε όχι ελληνοβαρβαριστί Δουκάγγιος αντιγράφει τον Μέρσιο και προσθέτει ότι η λέξη είναι παραφθορά του αρχαιότερου ρεμβός, για το οποίο παραπέμπει σε μεσοβυζαντινά σχόλια.

Πόσο παλιά θα πάνε αυτοί οι ρεμπέτες; Ή, αντίστροφα: τι μας λέει ότι πραγματικά αυτή η περίεργη λέξη, ρεμπιτός, ήταν σε χρήση τον 19ο αιώνα οπότε και θα εμφανίστηκαν (φαντάζομαι δεν υπάρχει αντίρρηση σ’ αυτό) οι πρώτοι ρεμπέτες, όπως και να τους λέγανε; Εδώ σκοντάφτουμε σε ένα εμπόδιο για την ώρα αξεπέραστο: (περισσότερα…)

Read Full Post »

Τι καλύτερο δώρο για έναν Βιβλιοθηκάριο που έχει γενέθλια, από μια εισαγωγή σε βιβλιοθήκες με βιβλία που ποτέ δεν γράφτηκαν αλλά που μπορούμε να τα φανταστούμε; Ορίστε λοιπόν –και χρόνια πολλά, Γιώργο!

*****

Ο Μπόρχες έγινε διάσημος για το τέχνασμά του να παρουσιάζει περιλήψεις βιβλίων, αντί να τα γράφει. Ο ίδιος μας λέει, στον πρόλογό του στον Κήπο με τα διακλαδωτά μονοπάτια (Μυθοπλασίες, μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη):

Τι κοπιώδης και εκφυλιστική που ‘ναι κι αυτή η μανία να συνθέτουν τεράστια βιβλία, να αναπτύσσουν σε πεντακόσιες σελίδες μια ιδέα, η τέλεια προφορική έκθεση της οποίας δεν θα ‘παιρνε παραπάνω από λίγα λεπτά! Προτιμητέο είναι να φαντάζεσαι πως αυτά τα βιβλία υπάρχουν ήδη και να προσφέρεις μια περίληψή τους, ένα σχόλιο. Αυτή τη μέθοδο ακολούθησε ο Καρλάιλ στο Sartor Resartus· το ίδιο και ο Μπάτλερ στο The Fair Haven· πρόκειται για έργα που κι αυτά έχουν την ατέλεια να ‘ναι βιβλία, να ‘ναι εξίσου ταυτολογικά με όλα τα άλλα. Πιο λογικός, πιο ανίκανος, πιο φυγόπονος, ο υπογράφων προτίμησε να γράψει σημειώσεις πάνω σε φανταστικά βιβλία.

Ιδού λοιπόν, σκέφτηκα να επιχειρήσω μια γενεαλογία αυτών των φανταστικών, τεμπέλικων βιβλίων. Να ξεκινήσω από το διαβόητο Νεκρονομικόν του Λάβκραφτ; Ή από τα Εφήμερα του δεν-θυμάμαι-πώς-τον-λένε, του φίλου του ομώνυμου ήρωα στον Μάρτιν Ήντεν του Τζακ Λόντον, το υπέροχο ποίημα που τον κάνει να σιχαθεί τα δικά του και συνάμα όλο τον κόσμο; Τον ίδιο αιώνα (φαίνεται ήταν της μόδας): οι πραγματείες του Σέρλοκ Χολμς, όπως εκείνη για τα διάφορα είδη στάχτης καπνού ή λάσπης· μισό αιώνα αργότερα, το μυθιστόρημα του Μαιτρ, στον Μαιτρ και Μαργαρίτα (αν και αυτό μπορούμε κάπως να το φανταστούμε μια και ο Μπουλγκάκοφ ουσιαστικά παρεμβάλλει τα αποσπάσματά του με τον Πόντιο Πιλάτο)· στο τέλος του περασμένου πια αιώνα, τη σειρά των «Φίλων της τύχης» από το Ενάντια στη μέρα του Πύντσον. Μια λίγο διαφορετική περίπτωση είναι τα μουσικά έργα, συχνά με τα λιμπρέτα τους, που συνθέτει ο Άντριαν Λέβερκυν στον Δόκτορα Φάουστους του Τόμας Μαν και που περιγράφονται καταλεπτώς.

Εδώ κάπου λοιπόν η μνήμη μου με εγκαταλείπει (θυμάμαι αμυδρά ότι πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια είχα σκεφτεί ένα σχετικό δοκίμιο με πάμπολλα παραδείγματα, αλλά…). Προσφεύγω στο αντίστοιχο άρθρο της Βίκι, που μου δίνει διάφορα δείγματα τα οποία δεν γνωρίζω (αν και ναι, είχα ξεχάσει τα έργα του Μπένο φον Αρτσιμπόλντι στο 2666 του Μπολάνιο), μεταξύ των οποίων, προς μεγάλη μου χαρά, άγνωστά μου έργα του Στάνισλαφ Λεμ. Βρήκα και έναν τεράστιο κατάλογο, για όποιον ενδιαφέρεται.

Κάπου στην ίδια συλλογή του Μπόρχες γίνεται λόγος για έναν μικροσκοπικό λαβύρινθο… έναν λαβύρινθο από φίλντισι. Να, αυτά τα φανταστικά βιβλία, σκέφτομαι, είναι σαν μικρές-μικρές φιλντισένιες μακέτες (και εδώ θυμάμαι μια παρομοίωση του Κούντερα, που λέει -αντίθετα- ότι Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες του Μούζιλ είναι σαν ένας τεράστιος πύργος που είναι αδύνατον να τον συλλάβει ολόκληρο το μάτι): βλέπουμε το περίγραμμα, μπορούμε σχεδόν να δούμε κάποιες λεπτομέρειες –όσο για το εσωτερικό, τον τεράστιο θόλο, τα ψηφιδωτά, το πώς παιχνιδίζει το φως από τα μικρά παράθυρα, τα σκαλιστά σχέδια στα κιονόκρανα, αυτά μόνο να τα φανταστούμε μπορούμε. Μερικές φορές, όντως, ίσως είναι καλύτερα έτσι.

Piranesi

Και να λοιπόν, αυτά είχα να πω. Δεν ξέρω αν έχετε να προσθέσετε κάτι –είμαι σίγουρος ότι ξεχνάω κάτι ουσιώδες από την αρχαία ελληνορωμαϊκή γραμματεία, ή από τον μεσαίωνα, ξερωγώ. Έχω γράψει όμως περισσότερες λεπτομέρειες στο βιβλίο μου, Βιβλία σε συμπίεση: μια επισκόπηση φανταστικής βιβλιογραφίας, που σίγουρα θα έχετε δει στα βιβλιοπωλεία. Αυτό που διαβάσατε, ήταν μόνον η περίληψη.

(πρώτη δημοσίευση μιας πρώτης μορφής)

(Κατσαμάκεια 2013: ερυθρό καγκουρώ, Deva Aleema, σελιτσάνος, kizil kum, αναγεννημένη, silentcrossing, το κόκκινο μπαλόνι, Εξεγερμένο το 2009, το καγκουρώ, το σημειωματάριο, η Ντίνα Βιτζηλαίου, η nefosis και το roubinakiM, η Πολυάννα, τα κουπέπκια, το ψαροκόκκαλο, ο μούργος , η Anna Silia, ο ήχος του ανέμου / Εύη Βουλγαράκη, ο κυνοκέφαλος Γρηγόρης και ο Τσαλαπετεινός.

Read Full Post »

Το παραμυθάκι που ακολουθεί το κατέγραψε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο Γ. Δρέττας σ’ ένα χωριό κοντά στην Αριδαία, στην τοπική (σλαβομακεδόνικη) διάλεκτο: G. Drettas, “Questions de vampirisme”, Etudes rurales 97-98 (1985), σελ. 215· το βρήκα μεταφρασμένο από την Αριάδνη Γερούκη, «Οι μεταφυσικοί φόβοι και η διαχείρισή τους: αφορισμένοι – βρυκόλακες», στο Σ. Ασδραχάς επιμ., Οι συλλογικοί φόβοι στην Ιστορία, Αθήνα: ΕΙΕ 2000, σελ. 29-30.

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΦΟΒΟΤΑΝ

Ένα νεαρό αγόρι, που είχε πατέρα και μητέρα, δεν γνώριζε το φόβο. Συζήτησε με τη μητέρα του και αποφάσισε να ταξιδέψει. Η μητέρα δεν ξέρει τι να του δώσει να φάει και του βάζει, σαν προμήθεια για το ταξίδι, ένα περιστέρι μέσα σ’ ένα ξύλινο κουτί. Το αγόρι φεύγει και φτάνει το βράδυ σ’ ένα χωριό. Βλέπει ότι όλοι οι κάτοικοι φεύγουν τρέχοντας. Σταματάει τον παπά στο δρόμο και τον ρωτάει. Αυτός του λέει ότι κάθε βράδυ, το χωριό γεμίζει βρυκόλακες. Το άφοβο αγόρι αποφασίζει να μείνει. Ο παπάς του δίνει το ωμοφόρι του και τα κλειδιά του σπιτιού του και του λέει να φάει ό,τι θέλει. Το αγόρι εγκαταστάθηκε στο σπίτι του παπά και βάζει να ψήσει μια κότα.

Οι βρυκόλακες έρχονται, προσπαθούν να τον τρομάξουν πετώντας του διάφορα κομμάτια από ανθρώπινο σώμα: ένα χέρι, ένα κεφάλι. Αυτός, ενοχλημένος, γυρνάει και αρπάζει με το ωμοφόριο τον αρχηγό των βρυκολάκων: τότε αυτοί φοβούνται. Και τότε ο νεαρός κάνει μαζί τους μια συμφωνία: θ’ απελευθερώσει τον αρχηγό τους, αλλά αυτοί δεν θα ξαναπατήσουν στο χωριό. Οι χωρικοί τον γεμίζουν δώρα και το αγόρι ξαναφεύγει. Μόλις ξεκινάει, το περιστέρι κουνιέται μέσα στο κουτί. Το αγόρι ξαφνικά τινάζεται με τρόμο: έτσι έμαθε το φόβο.

Read Full Post »

Στην υπέροχη ανθολογία με Σύντομες και παράξενες ιστορίες, ο Μπόρχες και ο Αντόλφο Μπιόι Κασάρες παραθέτουν μια ιστοριούλα του Μάρτιν Μπούμπερ, παλιού μας γνώριμου μια και μας είχε προμηθεύσει με την εβραϊκή-εσκεναζίμ εκδοχή της ιστορίας των δύο που ονειρεύτηκαν. Είναι η εξής:

Μια φορά κι έναν καιρό, στη Βιέννη, ο αυτοκράτορας έβγαλε ένα διάταγμα, που χειροτέρευε ακόμα πιο πολύ την ήδη άθλια κατάσταση των Εβραίων στη Γαλικία. Για κάμποσα χρόνια, ένας σοβαρός και σπουδαγμένος άνθρωπος, που τον έλεγαν Φάιβελ, ζούσε στο Σπουδαστήριο του Ραβίνου Ελιμελέκ. Μια νύχτα σηκώθηκε, μπήκε στο δωμάτιο του ραβίνου και του είπε:

«Δάσκαλε, θέλω να υποβάλω μήνυση στον Θεό».

Δεν πρόλαβε να το πει, και τα ίδια του τα λόγια τού ‘φεραν τρόμο.

«Εντάξει», του είπε ο ραβίνος, «αλλά το δικαστήριο δεν συνεδριάζει απόψε».

Την άλλη μέρα, κατέφθασαν στο Λιζένσκ δύο δάσκαλοι, ο Ισραήλ από το Κόζνιτς και ο Ιάκωβος Γιτζάκ απ’ το Λουμπλίν, που κατέλυσαν στο σπίτι του Ελιμελέκ. Το απογευματάκι, ο ραβίνος κάλεσε τον άνθρωπο που τού ‘χε μιλήσει και του είπε:

«Εξήγησέ μας τώρα το αίτημά σου».

«Τώρα δεν έχω τη δύναμη να το κάνω», ψέλλισε ο Φάιβελ.

«Σου δίνω εγώ τη δύναμη», είπε ο ραβίνος.

Τότε ο Φάιβελ άρχισε να μιλά:

«Γιατί μας έχουν σκλάβους σ’ αυτό τον τόπο; Δεν λέει ο Θεός στην Πεντάτευχο: Οι υιοί του Ισραήλ είναι οι υπηρέτες μου; Μας ξαπόστειλε σε ξένους τόπους, αλλά πρέπει να μας ελευθερώσει, αν θέλει να τον υπηρετούμε».

Και ο ραβίνος του απάντησε:

«Τώρα ο μηνυτής και ο κατηγορούμενος πρέπει να βγουν απ’ την αίθουσα του δικαστηρίου, όπως ορίζει ο Νόμος, για να μην επηρεάζονται οι κριτές. Αποσυρθείτε λοιπόν, ραβίνε Φάιβελ. Όσο για σένα, Κύριε, δεν μπορούμε να Σου ζητήσουμε να βγεις, γιατί η δόξα Σου τη γη γεμίζει, και χωρίς την παρουσία Σου δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε ούτε μια στιγμή. Ωστόσο, Κύριε, δεν θα Σ’ αφήσουμε να μας επηρεάσεις».

Οι τρεις τους συσκέφθηκαν σιωπηλοί, με κλειστά τα μάτια. Το σούρουπο κάλεσαν τον Φάιβελ και του ανακοίνωσαν την ετυμηγορία τους: η μήνυσή του ήταν δίκαιη. Την ίδια στιγμή, ο αυτοκράτορας ανακάλεσε το διάταγμα.

Δεν ξέρω αν αυτή η παράτολμη απόγνωση είναι ίδιον του κεντροευρωπαϊκού εβραϊσμού ή της Μεσευρώπης γενικότερα. Διότι ανοίγω το βιβλιαράκι για να αντιγράψω εδώ την ιστορία (μετάφραση του διδύμου Καλοκύρη-Κυριακίδη, αγορασμένο κάπου γύρω στο ’91), και πέφτει στα γόνατά μου ένα μικρό χαρτάκι· ένα απόκομμα εφημερίδας, Ελευθεροτυπία της 19ης Οκτωβρίου 2005. Λέει τα εξής:

ΠΑΒΕΛ Μ., Ρουμάνος κρατούμενος, που εκτίει ποινή φυλάκισης 20 χρόνων στην πόλη Τιμισοάρα για ληστείες με απόπειρα φόνου, βγήκε τώρα στην αντεπίθεση και κατέθεσε μήνυση εναντίον του Θεού, «κατοίκου του Παραδείσου και εκπροσωπούμενου από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρουμανίας», επειδή, όπως αναφέρει στη μηνυτήρια αναφορά του ο 17χρονος κρατούμενος δεν τον προστάτευσε από τις κακές πράξεις. «Όταν βαφτίστηκα -γράφει- συνήψα ένα συμβόλαιο με το Θεό και εκείνος υποσχέθηκε να με προστατεύει από τις κακές πράξεις. Έλαβε από μένα διάφορα αγαθά και προσευχές , με αντάλλαγμα τη συγχώρεση και την υπόσχεση μιας καλύτερης ζωής. Με απογοήτευσε!». Ο δικαστής, ως όφειλε, ανέγνωσε όλη την αναφορά στο δικαστήριο και ανακοίνωσε μετά από λίγη σκέψη ότι η μήνυση απορρίπτεται, καθώς «η προσαγωγή του Θεού ενώπιον της Δικαιοσύνης είναι πρακτικώς αδύνατη»!

Λιγότερο τολμηρός λοιπόν ο Ρουμάνος δικαστής -ή, ίσως, λιγότερο απεγνωσμένος: δεν καιγόταν το δικό του τομάρι, όπως των σοφών ραβίνων. Είναι πολλές πάντως αυτές οι ιστορίες –εδώ θα βρείτε και τον Ρουμάνο, και άλλους. Ένα θεατρικό έργο του Έλι Βίζελ, μάλιστα, μοιάζει εξαιρετικά με την ιστορία του Μπούμπερ, κι ας μην την αναφέρει.

Αξιοσημείωτο είναι, θα έλεγα, ότι πολύ λιγότεροι μήνυσαν τον Διάβολο, για την ακρίβεια ένας, όπως φαίνεται. Ο Διάβολος προστατεύει τον εαυτό του, μπορεί να πει κανείς.

Read Full Post »

Older Posts »