Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for the ‘Η τέχνη του λόγου’ Category

Όσοι παρακολουθείτε το άλλο μαγαζί του Δύτη, το τιτιβιστήρι ντε, θα έχετε πάρει χαμπάρι ότι επέβαλα στον εαυτό μου έναν διαφωτιστικό ρόλο και ξεκίνησα μια Σαββοπουλιάδα, παρουσιάζοντας ένα τραγούδι κάθε μέρα με τη σειρά. Όπως πρότειναν διάφοροι φίλοι, θα τα μαζεύω και εδώ δίσκο με δίσκο, έτσι να υπάρχουν. Για το Σαββόπουλο εν γένει, μην τα ξαναλέμε, έχω γράψει τις σοφίες μου παλιότερα εδώ, πάνε δώδεκα χρόνια.

Ξεκινάμε με μια εισαγωγή στο Φορτηγό. Ο Σαββόπουλος είναι ήδη δυο-τρία χρόνια στην Αθήνα. Αλητεύει με τον Λοΐζο, έχει παίξει στις μπουάτ, έχει βγάλει ήδη ένα 45άρι. Είμαστε στο ’66, το σινεμά παίζει Τρελό Πιερό και το Νακ του Λέστερ (του σκηνοθέτη των Μπιτλς). Τι είναι το Φορτηγό; Δεν είναι πια Νέο Κύμα, εκτός από δυο-τρία τραγούδια, τη Συννεφούλα ή το Μη μιλάς άλλο για αγάπη. Ο ίδιος είχε πει κάπου τότε ότι το γιε-γιε ήταν καλό αλλά ξένο (θα άλλαζε γνώμη σύντομα) και ότι το «πολιτικό τραγούδι» ήταν το τραγούδι της γενιάς του. Πολιτικό τραγούδι λοιπόν. Άκουγε τότε Μπρασένς, και φαίνεται, αλλά αυτό που παίζει φέρνει πιο πολύ σε Λατινική Αμερική, χιλιανούς τροβαδούρους κλπ. Μόνο κιθάρα: δεν είναι κανένας τεχνίτης, αλλά είναι ακριβώς αυτό το άτεχνο που εντυπωσιάζει: χτυπά την κιθάρα, τσιμπάει τις χορδές, ουρλιάζει. Και στίχοι; πολιτικά ναι, αλλά με τουΐστ (θα το δούμε), κάποια ερωτικά (κι αυτά ιδιόρρυθμα), αλλά κυρίως μια πολύ προσωπική μυθολογία με περιπλανώμενους, περιθωριακούς, αόρατους. Βλέπω μια μακρινή συγγένεια με την Οδό Ονείρων (του ’62). Είναι όμως και κάτι που δεν έχει ξανακουστεί!

Οι μάγοι

Η προσωπική μυθολογία που λέγαμε. Το πρώτο LP μπαίνει ορμητικά, σα να το κάνει επίτηδες: με ένα ωραίο και χαρακτηριστικό ριφάκι, το χτύπημα του ηχείου τόσο χαρακτηριστικό για όλο τον δίσκο, ο Σαββόπουλος φωνάζει τους στίχους (είμαι σίγουρος ότι θα ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό στα λάιβ). Λες και θέλει να δείξει αυτό ακριβώς το άτεχνο του μπουλουκιού. Τον φαντάζεσαι να παρουσιάζει τον εαυτό του ή μάλλον μια περσόνα του εαυτού του (ένα χρόνο πριν από το Sergeant Pepper), που τον φαντασιώνεται σαν πλανόδιο (θα το κάνει κι αυτό στ’ αλήθεια, τον επόμενο χρόνο) ή ίσως σα θιασάρχη (κι αυτό θα το κάνει, κατά κάποιο τρόπο, το ’72). Και το τσίρκο! Πάντα παρόν. Σαν ασπρόμαυρη ταινία είναι αυτός ο δίσκος, σαν Φελίνι ξερωγώ.

Η Ζωζώ

(περισσότερα…)
Advertisement

Read Full Post »

Ίσως είδατε την είδηση που κυκλοφορεί εδώ και λίγες μέρες, για τον διδακτορικό φοιτητή που έλυσε τον πανάρχαιο σανσκριτικό γρίφο. Οι τίτλοι υπόσχονται κάτι πολύ εντυπωσιακό σε στιλ Ιντιάνα Τζόουνς: είναι η μυστική λέξη που ξεκλειδώνει το σύμπαν; κάποιος κώδικας που δίνει άλλο νόημα στην Μαχαμπχαράτα; κάποιο αίνιγμα που η λύση του οδηγεί σε ανατροπές της ινδικής ιστορίας; Στην πραγματικότητα, δεν είναι τόσο μυθιστορηματικός ο γρίφος, ωστόσο αυτό δεν τον κάνει (για τα γούστα του Δύτη) λιγότερο συναρπαστικό. Λοιπόν υπάρχει ένα κείμενο, το Ασταδγια… το Aṣṭādhyāyī κάποιου γραμματικού ονόματι Πανίνι (Pāṇini), περίπου σύγχρονου με την κλασική Ελλάδα. Στους περίπου τέσσερις χιλιάδες στίχους του δίνονται με συστηματικό, σχεδόν αλγεβρικό (διαβάζω) τρόπο (έχει παρομοιαστεί με μηχανή Τούρινγκ!) οι κανόνες της σανσκριτικής γλώσσας (βγάλτε άκρη από δω αν μπορείτε, ή πάρτε μια ιδέα εδώ…). Κανονιστική και περιγραφική γλωσσολογία δηλαδή δυο χιλιετίες πριν από το Port-Royal, την περίφημη γαλλική γραμματική του 1660 που θεωρείται η απαρχή της συστηματικής περιγραφής της γλώσσας.

Οι κανόνες βέβαια που δίνει το Ασταδγια… το Aṣṭādhyāyī είναι πάρα πολλοί, και συχνά έρχονται (όπως σε όλες τις γλώσσες) σε αντίφαση μεταξύ τους. Ο περίφημος γρίφος λοιπόν είναι ένας τέτοιος κανόνας ή μάλλον μετα-κανόνας, που λέει ότι «σε περίπτωση αντίφασης μεταξύ δύο κανόνων ίσης ισχύος, επικρατεί ο μεταγενέστερος«. Για αιώνες οι γλωσσολόγοι και οι σανσκριτολόγοι πίστευαν πως ο «μεταγενέστερος» κανόνας ήταν εκείνος που έρχεται δεύτερος (ή τρίτος, ή τελευταίος τέλος πάντων) στη σειρά όπως είναι γραμμένο το Ασταδγια… αυτό τελοσπάντων. Ο νεαρός διδάκτορας ανακάλυψε, και μου φαίνεται πολύ πειστικό, ότι αυτό θα πρέπει να σημαίνει πολύ απλά «ο κανόνας που ισχύει για την επόμενη λέξη«. Απλό σαν το αβγό του Κολόμβου, και απ’ ό,τι καταλαβαίνω πολύ πιο εύλογο από γλωσσολογική άποψη.

Πάμε δυόμισυ χιλιετίες μετά, στον Τόμας Μαν. Ο Δύτης αγαπάει Τόμας Μαν, ως γνωστόν, και ως εκ τούτου θυμάμαι απ’ έξω διάφορες φάσεις και φράσεις. Να λοιπόν τι θυμήθηκα διαβάζοντας την είδηση:

Υπάρχει μια μικρή νουβέλα με ινδικό σκηνικό, «Τα αλλαγμένα κεφάλια» (πάνω σε ένα μύθο που μεταξύ άλλων ενέπνευσε και τον Γκαίτε, αν δεν κάνω λάθος). Πολύ απολαυστική και διασκεδαστική, με το ιδιαίτερο χιούμορ του Μαν σε μεγάλες δόσεις. Εν ολίγοις, δυο φίλοι, ένας όμορφος και μυώδης και ένας αδύναμος αλλά λόγιος και έξυπνος ερωτεύονται μια κοπέλα, η οποία αγαπά το μυαλό του ενός και το σώμα του άλλου. Με μια περίπλοκη συγκυρία (γιατί αυτοκτονούν, αποκεφαλίζοντας και οι δύο τον εαυτό τους – και αυτό το περιγράφει πολύ ωραία και διασκεδαστικά ο μάστορας, και στη συνέχεια η νεαρά παρακαλεί τη θεά Κάλι, γίνεται όμως ένα μικρό λαθάκι) βρίσκονται ο ένας με το κεφάλι του άλλου. Καθώς το κορίτσι είχε ήδη παντρευτεί τον έναν, τον σοφό, ο οποίος τώρα βρίσκεται να έχει και το ποθητό κορμί του φίλου του (win-win για τον ίδιο και την κοπέλα…) και καταλήγουν σε έναν γκουρού να τους πει σε ποιον ανήκει το κορίτσι.

Η συνάντηση με τον γκουρού είναι επίσης απολαυστική, και εκείνος μιλάει τρεις φορές. Την πρώτη δικαιώνει το σώμα: γιατί ο γαμπρός, λέει, δίνει το χέρι στη νύφη και εκείνη το παίρνει, άρα στο χέρι ανήκει. Τη δεύτερη, λέει: Αυτή είναι η μείζων πρόταση του συλλογισμού, μετά την οποία ακολουθεί η ελάσσων, η οποία την ξεπερνά, την καλύπτει και την στέφει με την αλήθειά της. Λίγη υπομονή, παρακαλώ!. Και λέει τραγουδιστά ότι, φυσικά, η πρωτοκαθεδρία ανήκει στο κεφάλι. Ο καημένος ο lose-lose, εκείνος που έχει το κεφάλι του όμορφου (αλλά όχι πολύ έξυπνου) και το σώμα του λόγιου, παρατηρεί καταπτοημένος ότι πριν είχε πει κάτι τελείως διαφορετικό. Αυτό που είπα τελευταίο, αυτό και ισχύει, είναι η απάντηση του γκουρού.

Θα συμφωνήσετε ότι τόσο η εξυπνάδα με τη μείζονα και ελάσσονα πρόταση όσο και, κυρίως, η τελική απόφανση του σοφού γκουρού βγαίνει κατευθείαν από το Ασταδγιά… το Aṣṭādhyāyī του φίλου μας του Πανίνι. Σίγουρα δεν είναι καθόλου τυχαίο: ο Μαν έκανε κανονική μελέτη πριν γράψει κάτι, όπως άλλωστε όλοι οι μεγάλοι εκείνοι μυθιστοριογράφοι της γενιάς του ή των προηγούμενων (ή αυτών που ακολουθούν!). Στον Εκλεκτό, για παράδειγμα, το τελευταίο έργο του, βάζει τους ήρως να ανταλλάσσουν ατάκες στα προβηγγιανά, μιας και διαδραματίζεται σε μεσαιωνικό σκηνικό. Και επειδή κανείς δεν αμφέβαλε για αυτό, δεν μπαίνει καν στον κόπο να παραθέσει τις πηγές του σε κάποιο επίμετρο (όπως έκανε η θαυμάστριά του, η Γιουρσενάρ στα δικά της ιστορικά μυθιστορήματα). Προφανώς είχε διαβάσει πολλά και για την αρχαία Ινδία και θα γνώριζε για τον Πανίνι και το έργο του. Βλέπω ότι είχε βρει τον μύθο στο έργο του ινδολόγου Χάινριχ Τσίμμερ ο οποίος βρέθηκε στη Νέα Υόρκη το ’40, κοντά στο Νιου Τζέρσεϊ όπου ζούσε ήδη ο Μαν από το ’39· πολύ πιθανό να γνωρίζονταν και να είχαν κουβεντιάσει πριν ολοκληρώσει τη νουβέλα ο δεύτερος (Αύγουστο του ’40), την οποία άλλωστε αφιέρωσε στον Τσίμμερ.

 Η άλλη περίπτωση, δηλαδή η ιδιοφυία του Μαν να μπήκε τόσο καλά στο πετσί της ινδικής φιλοσοφίας που να παρήγαγε τον κανόνα του Πανίνι από μόνη της, μου φαίνεται βεβαίως πολύ λιγότερο πιθανή. Από την άλλη, η ελάσσων πρόταση ξεπερνά, καλύπτει και στέφει με την αλήθεια της τη μείζονα – οπότε, ποιος ξέρει; Τη βάζω άλλωστε και τελευταία…

Read Full Post »

Κατά τύχη ήρθε η ώρα να εκπληρώσω μια παλιά υπόσχεση, δηλαδή μια-δυο ιδέες για τα πρότυπα της λογοτεχνίας fantasy. Αφορμή μου είναι ένα τουί τολκινολογικού ενδιαφέροντος, και θα μου συγχωρέσετε τις πολλαπλές αναφορές στον Τόλκιν προτού προχωρήσω παρακάτω. Είναι δηλαδή αυτό:

Λέει με λίγα λόγια ότι η Μέση Γη, όπως την φαντάστηκε και την περιγράφει ο Τόλκιν, είναι ένας κόσμος σε παρακμή. Οι ήρωες του έργου τριγυρνάνε ανάμεσα σε ερείπια που τους ξεπερνάνε: η Μόρια είναι έργο αδύνατο να ξαναφτιαχτεί από τους σημερινούς Νάνους. Και πράγματι, ο κόσμος που διαβάζουμε στην τριλογία είναι στο μεγαλύτερο μέρος του ερημότοποι, που κάποτε έσφυζαν από ζωή και μάλιστα ήταν γεμάτοι μνημεία και τεχνουργήματα των οποίων η τέχνη έχει χαθεί: οι θολωτοί τάφοι με τους βρυκόλακές τους ήταν οι τάφοι των βασιλέων της Άρνορ, τα κολοσσιαία αγάλματα των βασιλέων σηματοδοτούν σύνορα μιας παλιάς Γκόντορ, ακόμα και το Ντανχαρόου είναι σπαρμένο με αυτά τα κοντόχοντρα αγάλματα ανθρώπων πριν από την έλευση των Νουμενόριαν. Από τις πέντε ή έξι φορές που έχω διαβάσει ολόκληρη την τριλογία, μια ή δυο ήταν επικεντρωμένες στην ανίχνευση αυτών των αναφορών: σε ένα παρελθόν χαμένο, μακρινό, όμως μεγαλοπρεπέστερο, ηρωικότερο, τέλος πάντων μεγαλύτερο του παρόντος.

Mundus senescit, που λέμε και στα ελληνικά. Ο κόσμος φθίνει, και φυσικά αυτό είναι ένας κοινός τόπος ήδη από την εποχή του Ησίοδου με το Χρυσό του Γένος, που αν τον πάρουμε στα σοβαρά μπορεί και να φτάσουμε σε μεγάλες παρανοήσεις. Εδώ με ενδιαφέρει αυτή η αρχαιολογική, ας πούμε, διάσταση του κοινού τόπου. Υπάρχουν στιγμές που δεδομένοι πολιτισμοί είχαν αυτή την αίσθηση: ίσως όχι τόσο η Αρχαία Ελλάδα με τα κυκλώπεια τείχη, όσο η προϊσλαμική Αραβία με τις πόλεις που καταστράφηκαν από θεία δίκη, ίσως το Ιράν με τα ερείπια που αποδόθηκαν στο Μεγαλέξαντρο ή τον Σολομώντα (το αγαπημένο μου: ο θρόνος του Σολομώντα), οι πρώιμες οθωμανικές παραδόσεις για την Κωνσταντινούπολη και την Αγιασοφιά (μνημεία υπερφυσικής ισχύος αλλά και αλαζονείας που οδήγησε σε θεία δίκη) – είναι άλλωστε γνωστοί οι περσικοί στίχοι που υποτίθεται πως ψιθύρισε ο Πορθητής μπαίνοντας στην κατακτημένη εκκλησία:

Η αράχνη είναι τώρα θυρωρός στην αψίδα του Χοσρόη,

κι η κουκουβάγια παιανίζει στα κάστρα του Αφρασιάμπ.

Στην Ευρώπη το μοτίβο αυτό φαίνεται να χάνεται στον ύστερο Μεσαίωνα, αφού οι καθεδρικοί ναοί, χτισμένοι σε βάθος γενεών, προφανώς στοχεύουν να εκμηδενίσουν οποιοδήποτε μνημείο του παρελθόντος (όπως εξάλλου το Σουλεϊμανίγε ή το Μπλε Τζαμί στόχευε να εκμηδενίσει την Αγία Σοφία). Όταν ο Βερνάρδος της Σαρτρ, τον 12ο αιώνα, λέει ότι είμαστε νάνοι στους ώμους γιγάντων, λέει μεν ότι οι παλιοί είναι αξεπέραστοι, λέει όμως και ότι εμείς, ψηλότερα από αυτούς, μπορούμε να δούμε μακρύτερα (αν μη τι άλλο, διότι έχουμε και την εξ αποκαλύψεως αλήθεια στο τσεπάκι). Είναι ίσως στην Αναγέννηση, και ακόμα περισσότερο στο τέλος του Διαφωτισμού, που ο θαυμασμός για τα ερείπια της αρχαίας Ρώμης (και, αργότερα, της Ελλάδας) οδηγεί στην αντίληψη ενός κόσμου σπαρμένου από ερείπια παλιάς, αξεπέραστης τελειότητας και δόξας. Σαν απώτατη κατάληξη αυτής της αντίληψης, ας σκεφτούμε τα φανταστικά ερείπια του Πιρανέζι, μια αρχαία Ρώμη με τη μορφή της τολκινικής Μόρια.

Παραδόξως, μια κορύφωση αυτής της άποψης συμπίπτει με την κορύφωση της αυτοπεποίθησης του θαυμαστού, νέου βιομηχανικού και αποικιακού κόσμου: την ίδια ώρα που η Μεγάλη Βρετανία χτίζει παλάτια από κρύσταλλο και το Βέλγιο σιδηροδρομικούς σταθμούς (τους καθεδρικούς του 19ου αιώνα, κατά μια άποψη), το αυτοκρατορικό υποσυνείδητο αναζητά χαμένους πολιτισμούς. Είναι η γένεση της φανταστικής λογοτεχνίας, όταν ο Ράιντερ Χάγκαρντ αναζητά τα ανυπέρβλητα ερείπια της Κορ ή τον κόσμο της δωδέκατης φυλής του Ισραήλ στα βάθη της Κεντρικής και Νότιας Αφρικής, αλλά και όταν σοβαρότατοι επιστήμονες βρίσκουν ίχνη της Ατλαντίδας στην ομοιότητα των μαιάνδρων ή πυραμίδων στις δυο πλευρές του Ατλαντικού.

Ο Τόλκιν, για να επιστρέψουμε, ξεκινά να γράφει την τριλογία του μεσούντος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την ολοκληρώνει τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες (όπως και την αναλυτική περιγραφή του ένδοξου παρελθόντος, το Σιλμαρίλιον, λογοτεχνικά υποδεέστερο μιας και τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει το υπαινικτικό των διάσπαρτων ερειπίων και των ασαφών αναφορών της τριλογίας). Εδώ η Ατλαντίδα, η Κορ ή η φοινικική Ζιμπάμπουε έχουν αντικατασταθεί από έναν εντελώς φανταστικό, εναλλακτικό αν θέλετε κόσμο (αν και ο ίδιος προσπάθησε να τον φανταστεί σαν ένα προγενέστερο στάδιο του δικού μας), ένα είδος επιστημονικής φαντασίας χωρίς επιστήμη (τι άλλο είναι το καθαυτό fantasy, άλλωστε;). Σκέφτομαι ότι αυτό δεν είναι τυχαίο: ο εικοστός αιώνας και ιδίως ο μεσοπόλεμος είχαν ταυτιστεί με ένα όνειρο αυτή τη φορά εμπροσθοβαρές. Δεν είναι μόνο ο Νέος Άνθρωπος της ΕΣΣΔ, ούτε είναι σκόπιμο να τον συγκρίνουμε μόνο με το Χιλιόχρονο Ράιχ: ολόκληρος ο αιώνας, μέχρι και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, έχει αυτή την αισιοδοξία της Επιστήμης που θα φέρει την απόλυτη κυριαρχία του ανθρώπου στο σύμπαν, τον εκπολιτισμό της οικουμένης, τη νίκη επί της πείνας, των γηρατειών και του θανάτου. Η κολοσσιαία αρχιτεκτονική του Σπέερ δεν μοιάζει μόνο με το Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ, αλλά και με το Τροκαντερό ή και τους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης. Ένας κόσμος που φαντάζεται αποικίες στο Διάστημα, είναι ένας κόσμος όπου γίγαντες ανεβαίνουν στους ώμους νάνων, αντιστρέφοντας την περίφημη μεσαιωνική ρήση που αποδόθηκε στο Νεύτωνα.

Κάπως έτσι αλλάζει το πρότυπο της φανταστικής λογοτεχνίας, συμπεριλαμβανομένου μεγάλου μέρους της επιστημονικής φαντασίας: η συντριπτική θαρρώ πλειονότητα των φανταστικών κόσμων, είτε κατοικούνται από μάγους και δράκους είτε από εξωγήινους και μετέωρα, είναι δομημένοι σαν μια αναπαράσταση του μεσαίωνα. Ιππότες ή σαμουράι (ή Τζεντάι), αυτοκρατορίες, υποτελείς άρχοντες, αγροτική οικονομία – θα τους αναγνωρίσετε παντού, από τον Τόλκιν ή το Game of Thrones μέχρι μεγάλο μέρος της επιστημονικής φαντασίας, της Λε Γκεν φερειπείν αλλά και του Μιγιαζάκι (γιατί όχι;). Όσο κι αν έγινε αντικείμενο ειρωνίας μια περιβόητη ανάλυση, η φεουδαρχία είναι το πρότυπο της φαντασίας στην εποχή μας. Κατά κάποιο τρόπο, ο Τόλκιν παίρνει το μοτίβο του Ράιντερ Χάγκαρντ (ένας βασιλιάς επιστρέφει με τη μορφή ενός μυστηριώδους αγνώστου, μέσα από υπόγεια και ερείπια και κακούς μάγους – εμπνεύστηκα από αυτό το εξαιρετικό ποστ) και το μεταφέρει όχι σε μια γνωστή ήπειρο, κατοικημένη από τους απόγονους των Φοινίκων ή των Εβραίων, αλλά σε έναν εναλλακτικό κόσμο, όπου όμως πάλι όλα είναι μια αχνή αντανάκλαση των περασμένων, αξεπέραστων μεγαλείων του Νούμενορ ή του Βάλινορ. Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια πάνω-κάτω εποχή, το πρώτο μισό του 20ού αιώνα (λίγο πριν-λίγο μετά), γνωρίζουν διάδοση οι εσωτεριστικές θεωρίες για την πανάρχαια σοφία, κρυμμένη σε κώδικες στους καθεδρικούς ή στη μυθική υπόγεια (και πάλι) πόλη της Αγκάρθα, στο Θιβέτ (στο Θιβέτ άλλωστε θα τοποθετήσει ο Ράιντερ Χάγκαρντ τη συνέχεια της ιστορίας του).

Και λοιπόν; Δεν διατείνομαι ότι δίνω μια ερμηνεία στον αφάνταστα πολύπλοκο κόσμο της λογοτεχνικής φαντασίας. Ίσως όμως το να δούμε στην άνθιση του fantasy, αλλά και σε μεγάλο μέρος της επιστημονικής φαντασίας μια άρνηση του μοντερνισμού (δεν το λέω πρώτος) είναι μια ερμηνεία. Σε έναν κόσμο που θεώρησε ότι συνθλίβει το παρελθόν, πατώντας πάνω του σαν γίγαντας στους ώμους νάνων, οι νάνοι προσπαθούν να εκδικηθούν υπενθυμίζοντας, με τη σειρά τους, ότι θα μπορούσαν και κείνοι να πατούν στους ώμους γιγάντων μεν, χαμένων προ πολλού δε. Στον πιο απαισιόδοξο κόσμο μας, όπου η συχνότερη προβολή του μέλλοντος είναι μια δυστοπία, θα περίμενε κανείς το fantasy να παρακμάσει και πάλι. Ποιος ξέρει; Δεν φαίνεται να είναι έτσι· ίσως γιατί η άλλη λειτουργία του είναι ακριβώς αυτή η φυγή από το παρόν, η φυγή σε έναν κόσμο με άπειρες δυνατότητες, χωρίς σύνορα, με αχαρτογράφητες εκτάσεις, με κάποιου είδους κοινωνική κινητικότητα που ο σύγχρονος κόσμος μοιάζει να αρνείται.

Read Full Post »

Ήξερα (αν και έτεινα, όπως όλοι, να το ξεχνάω) ότι ο Μάρκος Βαμβακάρης ήταν καθολικός. Αυτό που δεν ήξερα, ή δεν θυμόμουνα, είναι πως ήταν κι αφορεσμένος. Πολύ απογοητευμένος από την πρώτη του γυναίκα, που του έκανε διάφορες κασκαρίκες και είχε, ας το πούμε έτσι, εγκαταλείψει τη συζυγική στέγη, αποφάσισε να παντρευτεί μια κοπέλα που του προξενεύανε οι αδελφάδες του.

Όμως είχα το πρόβλημα του πρώτου μου γάμου ο οποίος είχε γίνει στην καθολική εκκλησία αν και η πρώτη μου γυναίκα ήταν ορθόδοξος. Και όπως είναι γνωστό, εμάς η θρησκεία η δικιά μας διαζύγια δεν δίνει.

Γνωστό το πρόβλημα, όλοι έχουμε δει και τον «Γάμο α λα ιταλικά» άλλωστε. Ο Μάρκος είχε κάποιο μέσο στους παπάδες και κατάφερε να ξαναπαντρευτεί το ’42. Η καθολική εκκλησία τον αφόρισε. Με τον ντόρο όμως που γινόταν με τ’ όνομά του, όπως λέει, είπε ο επίσκοπος των καθολικών, Συριανός κι αυτός, να τον κοινωνήσουν, γύρω στο ’66. Τόνε φώναξε ο εφημέριος, του λέει θα σε κοινωνήσουμε. «Μονάχα να μην πλησιάζεις γυναίκα. Ούτε και την δική σου τη γυναίκα».

Εξηγεί ο Μάρκος:

Είναι δυο τρία χρόνια, από τις ασθένειες σταμάτησα το παν με γυναίκες. Δεν μπορώ να πέσω πάνω σε γυναίκα, θα πεθάνω… Τις χόρτασα. Κάθομαι στο σπίτι μου ήσυχα. Όχι ότι μου είπαν οι παπάδες ότι να μην πας. Μπα, αγοράζω γω τέτοια; Να μιλάμε καθαρά δηλαδή. Αλλά δεν πάω για την υγεία μου. Οπότε άκουσα την θρησκεία μου. Αυτοί που με μετάλαβαν με ερώτησαν. Τι έκανες, πήγες σε γυναίκα; Όχι, τους είπα, εντίμως. Αλλά κι αν έκανα θα τους έλεγα όχι, ατίμως.

(Μάρκος Βαμβακάρης, επιμ. Αγγελική Βέλλου-Κάιλ, Αυτοβιογραφία, Αθήνα 1978, σ. 196-197).

Θα αφήσω και αυτό εδώ να βρίσκεται, κυρίως για τις μαγνητοφωνημένες αφηγήσεις του Μάρκου:

Read Full Post »

(Ι, ΙΙ)

Ο ιστορικός που θα θελήσει να κατανοήσει το παρελθόν χωρίς να γίνει θύμα των μύθων, οφείλει να μάθει να το παρατηρεί σαν να ήταν παρόν. Αν θέλει να αντισταθεί στον υποκειμενισμό, πρέπει να παρατηρεί το παρόν σαν να ήταν κιόλας παρελθόν.

(Μανές Σπέρμπερ, Η καμένη βάτος, μετάφρ. Έμη Βαϊκούση, Αθήνα 2013, σελ. 159)

Read Full Post »

Πάνω από μια φορά έχω εξηγήσει τι κάνω εδώ, πάντα με λόγια άλλων. Γράφει ο Μπόρχες μιλώντας για τη μετάφραση των Χιλίων και Μιας Νυχτών από τον πολύ Ρίτσαρντ Μπέρτον:

Τα σχόλιά του είναι εγκυκλοπαιδικά και άτακτα, και το ενδιαφέρον τους είναι αντιστρόφως ανάλογο προς την αναγκαιότητά τους… Στα πενήντα του, κάθε άνθρωπος έχει συσσωρεύσει μέσα του τρυφερότητες, ειρωνείες, σαρκασμούς και φαντασιώσεις: ο Μπέρτον τα ξεφορτώθηκε όλ’ αυτά με τις Σημειώσεις του.

Καταλαβαίνετε πού το πάω. Δέκα χρόνια τώρα, σα να μου φαίνεται πως ό,τι ήταν να ξεφορτωθώ το ξεφορτώθηκα. Πάλι, ποιος ξέρει; Τα πενήντα, άλλωστε, ακόμα δεν τα έχω κλείσει.

Read Full Post »

Μια από τις πρώτες καθαρά λογοτεχνικές ιστορίες φαντασμάτων είναι γραμμένη το 1727 από τον πολυπράγμονα Ντάνιελ Ντεφόου, τον συγγραφέα του Ροβινσώνα Κρούσου και (μεταξύ άλλων) κατάσκοπο. Μιλά για κάποιον που δικαζόταν για φόνο, αλλά για τον οποίο δεν βρέθηκε σίγουρη μαρτυρία για να αποδειχθεί η ενοχή του. Και εκεί που όλα έδειχναν ότι θα αθωωθεί,

κοιτάζει στα έδρανα, σαν να είχε τρομοκρατηθεί· ανακτώντας κάπως το κουράγιο του, απλώνει το χέρι του προς το εδώλιο όπου συνήθως καταθέτουν στις δίκες οι μάρτυρες, και δείχνοντας με το χέρι του, Εντιμότατε, λέει δυνατά, αυτό δεν είναι δίκαιο, δεν είναι σύμφωνο με το νόμο, αυτός δεν είναι νόμιμος μάρτυρας.

Το εδώλιο είναι κενό, φυσικά, και μαντεύετε ποιανού ήταν το φάντασμα.

(Susan Owens, The Ghost: A Cultural History, Λονδίνο 2017, σελ. 99)

Read Full Post »

Διαβάζοντας έπεσα σε αυτό το ωραίο, μέχρι και συγκινητικό ξόρκι, γραμμένο σε μεσαιωνικά αγγλικά γύρω στα μέσα του 10ου αιώνα:

Κύστη, κύστη, μικρή κύστη

Εδώ ούτε θα χτίσεις ούτε θα διαλέξεις κατοικία

θα πας προς τον βορρά, προς το επόμενο βουνό

εκεί, κακομοίρα, έχεις έναν αδελφό.

Θα σου βάλει ένα φύλλο πάνω στο κεφάλι

κάτω απ’ το πόδι του λύκου, κάτω απ’ το φτερό του αετού,

κάτω απ’ το νύχι του αετού, για να ξεραθείς για πάντα.

Είθε να διαλυθείς σαν κάρβουνο στο τζάκι

να ξεραθείς σαν βρομιά στον τοίχο

να στεγνώσεις σαν το νερό σ’ ένα κουβά

να μικρύνεις ίσαμε ένα κόκκο λινάρι

μικρότερη απ’το γοφό ενός ψύλλου

να γίνεις τέλος τόσο μικρή, που πια δεν θα είσαι τίποτα.

Σχεδόν τη λυπάσαι τη μικρή κύστη. Όχι μόνο: έχεις την αίσθηση ότι κι ο μάγος, ο εξορκιστής τέλος πάντων, τη λυπάται· τι να κάνει όμως.

(J.-P. Boudet, Entre science et nigromance. Astrologie, divination et magie dans l’Occident médiéval (ΧΙΙe-ΧVe siècle), Παρίσι, Publications de la Sorbonne, 2006, σ. 120-121)

Read Full Post »

Όχι το τραγούδι του Μαχαιρίτσα — αλλά ένα ωραίο αίνιγμα για όποιον έχει χρόνο για σκότωμα και γνώσεις μεσαιωνικής γαλλικής.

Διαβάζω την Παναγία των Παρισίων του Ουγκό (δεν το είχα διαβάσει! είχα δει μόνο την ταινία του Ντίσνεϊ) και πέφτω πάνω στην εξής περικοπή (10, Ι):

Gringoire lui dit: «Mon maître, je vous répondrai: Il padelt, ce qui veut dire en turc: Dieu est notre espérance. (Ο Γκρενγκουάρ του είπε: «Κύριέ μου, θα σας απαντήσω: Il padelt, που στα τούρκικα σημαίνει: ελπίζω στον Θεό).

Φυσικά δεν υπάρχει τέτοια τούρκικη φράση. Ωστόσο, ο Ουγκό δεν το είχε βγάλει από την κοιλιά του· αν και ούτε η γαλλική έκδοση που έχω, ούτε καμία από τις μεταφράσεις που ξέρω έχει κάποια σημείωση, στην εποχή του διαδικτύου έχει γίνει η θάλασσα γιαούρτι και, όταν μας ρωτάνε, μπορούμε να πούμε κάτι καλύτερο από την απάντηση του Γκρενγκουάρ. Η φρασούλα λοιπόν, ανακαλύπτουμε, είναι μια μυστηριώδης λέξη γραμμένη (κάποτε) στο Chateau de Marcoussis, δηλαδή σε αυτό. Και νάτη:

Ούτε όμως η «τούρκικη» ερμηνεία είναι επινόηση του Ουγκό. Αντίθετα, ήταν ήδη γνωστή το 18ο αιώνα (αντιγράφω από αυτό το βιβλίο του 1757, σελ. 275-276):

Το έμβλημα του ιδρυτή [μαρκησίου Μονταιγκύ] που είναι ILPADELT είναι ζωγραφισμένο παντού και συχνά χωρισμένο σε δύο λέξεις, IL PADELT. Ο Du Breul αναφέρει ότι ένας Τούρκος στην ακολουθία του Φραγκίσκου Α΄ επισκέφτηκε το Μαρκουσί και αποφάνθηκε ότι πρόκειται για συριακά, και πως σημαίνει «ελπίζω στο Θεό». Μάλιστα στη βιβλιοθήκη υπάρχει ένα χειρόγραφο, στο οποίο διαβάζουμε, στο φύλλο 194, Il Padelt est nomen compositum graeco scilicet et hebraïco, et signifient Spes mea Deus, ut a quodam Turco in lingua hebrea, graeca et latinca docto cognovimus, qui baptizatus fuit et in servition Regis Francisci receptus anno 1523. Ως επιβεβαίωση, λένε ότι αυτές οι τρεις λέξεις, Spes mea Deus, υπάρχουν ακόμα σε κάποια μέρη του πύργου. Άλλοι πιστεύουν ότι η λέξη είναι αρκτικόλεξο. Μιλά δηλαδή ο Μονταιγκύ και λέει: Je l‘ai promis à Dieu, et le tiens («το υποσχέθηκα στο Θεό, και κρατάω [την υπόσχεσή μου]»)… Κάποιος από τη Βρετάνη έγραψε στο Mercure de France (Ιανουάριος 1743, σελ. 78) μια επιστολή, όπου αμφισβητεί αυτή την εξήγηση. Ισχυρίζεται ότι η φράση σημαίνει «θα διαρκέσει», καθώς padet είναι στα βρετόνικα ο μέλλοντας του «διαρκώ».

Η υπόθεση του αρκτικόλεξου υποτίθεται ότι παραπέμπει σε ένα είδος τάματος του μαρκησίου Μονταιγκύ να χτίσει ένα μοναστήρι στο Μαρκουσί αν ο άρρωστος βασιλιάς γινόταν καλά. Κάπως παρόμοια, η ίδια ιστορία παρατίθεται εδώ όπου διαβάζουμε επίσης ότι ο Perron de Langres, συγγραφέας κάποιου βιβλίου τοπικής ιστορίας του 18ου αιώνα, πάλι, ονόματι Anastase de Marcoussis, αμφισβητεί την τούρκικη ερμηνεία (προς όφελος του αρκτικόλεξου, γραμμένου πιο αρχαιοπρεπώς: Je l’ay promis à Dieu et le tiendray) ως εξής:

Η υπερβολή αυτής της πλαστογραφίας φτάνει να θέλει να πείσει την πιο λόγια και ευγενή αυλή εκείνης της εποχής ότι μια λέξη επινοημένη μόνο και μόνο για να χρησιμέψει ως έμβλημα δεν ανήκει σε καμία γλώσσα γνωστή στην Ευρώπη. Δημιουργός αυτού του μύθου είναι ένας φτωχός και αδαής καλόγερος, που θέλει να μας δείξει έναν Τούρκο να μιλά ως άνθρωπος επιτήδειος, αντίθετα με το πνεύμα αυτού του βάρβαρου έθνους που συνήθως νιώθει πιο άνετα με τις ασκήσεις του σώματος παρά μ’ εκείνες του πνεύματος, καθώς σχεδόν κανένας ανάμεσα σε αυτούς τους απίστους δεν φτάνει ούτε στην επιφάνεια των επιστημών που ξέρουμε εμείς. Δεν ξέρω τι να θαυμάσω περισσότερο, την ξεδιαντροπιά εκείνου που σκάρωσε αυτό το παραμύθι, ή την αφέλεια του αδελφού Jacques du Breüil που το τύπωσε στο τέταρτο βιβλίο του των Antiquitez de Paris, σελ. 1290.

Δεν ξέρω τι δουλειά είχε κάποιος καλόγερος να εξυψώσει ένα βάρβαρο σε άνθρωπο επιτήδειο, αλλά η υπόθεση της βρετονικής καταγωγής φαίνεται τελικά να είναι η πιο πιθανή. Στα βρετονικά, πράγματι, βρίσκουμε σε διάφορα λεξικά ότι padus σημαίνει διαρκής, ανθεκτικός, επίμονος και padusted η επιμονή, η αντοχή, η διάρκεια (εδώ)· ότι padel σημαίνει ανθεκτικός και επίμονος (εδώ ή εδώ). Ρώτησα και τον κελτολόγο υπηρεσίας, που μου απάντησε:

(περισσότερα…)

Read Full Post »

Αντιγράφω από μια συνέντευξη του Χούλιο Κορτάσαρ, του 1982 (μετάφραση Ελένης Χαρατσή, από το σημείωμα στο τέλος των Ιστοριών των Κρονόπιο και των Φάμα, Αθήνα 1983):

Λένε πως υπήρχαν πράγματα που σας ενοχλούσαν στην Αργεντινή όταν φύγατε…

Ναι. Τότε χωρίς να έχω ακόμα καμία πολιτική συμμετοχή κάπου, το κίνημα των περονιστών με ενοχλούσε βαθύτατα. Εγώ αισθάνομαι πολέμιός του για αισθητικούς λόγους. Έχω κάνει γι’ αυτό μια σκληρή αυτοκριτική και δεν έχω κανένα πρόβλημα στο να την επαναλάβω. Ήμουν ένας μικροαστός ευρωπαΐζων νέος που το κύμα του περονισμού εκείνης της εποχής τον ενοχλούσε ιδιαίτερα και το θεωρούσε βαθύτατα χυδαίο, κύμα που εισέβαλε στο Μπουένος Άιρες όταν ο κόσμος που ζούσε στο εσωτερικό της χώρας, ξεσηκωμένος απ’ το κίνημα που προκάλεσε ο Περόν, κατέκλυσε την πόλη. […] Έχω ένα διήγημα εκείνης της εποχής […] όπου κάνω μια πολύ μειωτική περιγραφή για τους αγρότες, πράγμα που ποτέ δεν θα έκανα σήμερα, γιατί πια τους γνωρίζω και έμαθα να είμαι κοντά τους […] Έτσι, αν συνδέσεις τις αιτίες αυτές της εχθρότητας, που σου είπα, με την επιθυμία μου να πάω στην Ευρώπη για ό,τι αυτή μπορούσε να μου προσφέρει θα καταλάβεις ότι το να φύγω ήταν πολύ εύκολο: αρκούσε μόνο να πουλήσω ό,τι είχα, που ήταν ελάχιστο, και να πηδήξω στο καράβι.

Το περίεργο είναι ότι αυτό το πήδημα […] πέρασε σιγά σιγά σε αντίθετες ιδεολογικές θέσεις.

– Όχι πολύ σιγά. Εγώ θα έλεγα, παρόλο που ίσως φανεί λογοτέχνημα ή ναρκισσισμός ότι με τον τρόπο μου, με τον δικό μου ταπεινό τρόπο, διένυα την πορεία μου προς τη Δαμασκό. Δεν θυμάμαι πολύ καλά τι έγινε σ’ αυτήν την πορεία, νομίζω πως ο Σαούλ έπεσε απ’ το άλογο κι έγινε Παύλος, δεν είν’ έτσι; Λοιπόν, κι εγώ έπεσα απ’ το άλογο, κι αυτό συνέβη με την κουβανέζικη επανάσταση. […] Γιατί, για παράδειγμα, οι διαδηλώσεις των περονιστών στο Μπουένος Άιρες με αηδίαζαν. Κλεινόμουνα στο σπίτι κι άκουγα μια σονάτα του Μότσαρτ ενώ έξω φώναζαν: «Περόν, Περόν, Εβίτα, Εβίτα!». Όμως, ξαφνικά, στην Αβάνα, παραβρέθηκα σε μια τεράστια διαδήλωση – κι όταν λέω τεράστια είναι φανερό ότι εννοώ τεράστια – όπου ο Φιντέλ έβγαζε ένα λόγο, κι εκεί ένιωσα βαθύτατα ευτυχισμένος σ’ εκείνη την -ας πούμε- θεία κοινωνία. Κι είπα στον εαυτό μου: η κατάσταση στο Μπουένος Άιρες σου προκαλούσε αηδία, αυτή η συγκέντρωση των ανθρώπων απ’ τα χωριά σε κάνει να ταυτίζεσαι μαζί τους. Απ’ αυτό το σημείο και μετά η αυτοκριτική μου συνεχίστηκε αμείωτη.

Read Full Post »

Older Posts »