1971. Ψάχνοντας τα πατήματά του πίσω στην Ελλάδα, γνωρίστηκε με μουσικούς, έφτιαξε το πρώτο σχήμα, έπαιξε στο Ροντέο. Τα Μπουρμπούλια: János Lambizi ηλεκτρική κιθάρα, Σπύρος Καζιάνης φαγκότο, τρομπόνι, Νίκος Μουρίκης κόρνο, Βασίλης Ντάλλας μπάσο και Νίκος Τσιλογιάννης ντραμς. Ήχος ηλεκτρικός, μακρύ μαλλί, φλοράλ πουκάμισα, άνθρωποι που είχαν επαφή με τη μουσική του κόσμου. Και να! ΤΙΙΙ ΤΡΕΧΕΙ; Έγινε κατολίσθηση κι έπεσε κάνας βράχος; Δεν έχει εδώ ορχήστρα, εδώ μπαίνουμε ορμητικά στο ροκ. Μόνο που δεν είναι απλώς ένα ροκ ελληνόφωνο, δεν είναι δωδεκάμετρα και ήχος ηλεκτρικός: φλογέρες, γκάιντες, χάλκινα πνευστά, μουσικές θρακιώτικες ή βαλκανικές – να που το Ντιρλαντά, που τόσο μου σπάει τα νεύρα, βρίσκει δικαίωση σαν σκεφτείς ότι περιέχει το σπόρο αυτού που ακούμε τώρα. Το ανυπέρβλητο εξώφυλλο του Ακριθάκη λέει ακριβώς αυτό: Βαλκάνια και ψυχεδέλεια, μια σύζευξη που δεν ξανάγινε ούτε επαναλήφθηκε. Κάπως έτσι με θυμάμαι, πρωτοετή, να πλένω τα πιάτα ακούγοντας τον «Μπάλλο» και εκεί που φτάνει στον μέγα τράγο, τον πρωταγωνιστή, να τα παρατάω, να κάθομαι στην καρέκλα και να ξέρω ότι βρήκα το σάουντρακ της ζωής μας.

Έχει τελειώσει η δεκαετία του ’60, η άνοιξη, η καλοκαιριά, το φως του Αιγαίου και ο Σαββόπουλος σα να γυρίζει την πλάτη σε όλα αυτά και να κοιτάζει μέσα, πίσω, στα βουνά και τα σκοτεινά φαράγγια: σε τούτα τα Βαλκάνια, σε τούτο τον αιώνα, μόνο το πανηγύρι θα μας σώσει. Προοιωνίζεται ίσως η μεταμόρφωσή του στις επόμενες δεκαετίες; Μπορεί – εδώ όμως η αγωνία, εδώ βλέπει την τρύπα και την υψώνει θριαμβευτικά. Αγωνία, σκοτάδι, κάτι το υπόκωφο είναι το πνεύμα αυτού του δίσκου.

Δείτε και τους διθύραμβους του Τρούσσα εδώ (απ’ όπου και η εικονογράφησή μου).
(περισσότερα…)