Μου προξενεί πάντα (πια) μια ορισμένη εντύπωση πόσο επίκαιρος θεωρείται ο Ντεμπόρ και οι συν αυτώ σιτουασιονιστές ή αν προτιμάτε καταστασιακοί. Όσοι τους διαβάσαμε στα νιάτα μας είχαμε το τοτινό πλεονέκτημα να κολλήσουμε μια σνομπ υπεροψία απέναντι στους φτωχούς συμφοιτητές-μελλοντικά στελέχη, που συχνά αντιστάθμιζε το ότι για παράδειγμα βαρεθήκαμε να μελετήσουμε τον Αλτουσέρ· όσοι τους συνάντησαν μεγάλοι προτίμησαν τον ηδονιστή Βανεγκέμ, που προσφέρεται για αγροτουριστική αμπελοφιλοσοφία (έχω στο νου μου γνωστό αρθρογράφο της παλιάς Ελευθεροτυπίας, ας πούμε) και που έμεινε στην ιστορία επειδή έφυγε για τις προγραμματισμένες διακοπές του πάνω που ξεκινούσε ο Μάης του ’68, τον οποίο οι σύντροφοί του αρέσκονταν να τονίζουν ότι προκάλεσαν· άλλοι που διάβασαν τον Ντεμπόρ σε παλιότερα νιάτα χαίρονται να τον περιφέρουν σαν δείγμα του ότι ο πραγματικός επαναστάτης αρκεί, όπως εκείνοι, να πίνει με παρέα μέχρι το ξημέρωμα. Είναι αρκετά ειρωνικό –αλλά, ίσως, και ενδεικτικό– ότι σήμερα κυκλοφορεί σε πολυτελείς αν και φτηνές εκδόσεις (Σημειώσεις πάνω στο πόκερ) και σε άρθρα της Λάιφο (όπου μάλιστα διαβάζουμε ότι πλήρωσε τις ιδέες του με τη ζωή του, κάτι που αν μη τι άλλο χρειάζεται κάποια επεξήγηση). Δεν ξέρω αν αυτό είναι πιο ειρωνικό ή το ότι του κάνει αφιέρωμα η Αυγή των ημερών — αν και θα ήθελα να υποψιαστώ έναν αυτοσαρκασμό εκ μέρους του Κοροπούλη (του οποίου παρεμπιπτόντως η αρκετά αποστασιοποιημένη από τον τρέχοντα θαυμασμό εισαγωγή αποτελεί και μια ωραία βιβλιογραφική επισκόπηση, όπως θα λέγαμε).
Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια – ή θέαμα, αν προτιμάτε. Η μικρή αυτή εισαγωγή μας φέρνει στο κείμενο που ακολουθεί, γραμμένο από τον παλιό και αγαπημένο φίλο Μπουκανιέρο, που επιτέλους ψήθηκε να το προσφέρει στο φιλόξενο αυτό ιστολόγιο. Η εποχή προσφέρεται για ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, και χαίρομαι που μέσω του Μπουκάν ξεκαθαρίζω και κάποιους δικούς μου. Και, μια και αισθάνομαι αρκετά αποκομμένος από τον κόσμο αυτό τον καιρό, αναρωτιέμαι με περιέργεια αν η κριτική πρόκειται να ξυπνήσει παλιά πάθη ή θα περάσει απαρατήρητη πέρα από τις συγκαταβατικές παρατηρήσεις των γνωστών και μη εξαιρετέων φίλων εδώ.
Η Ακαταστασία
Δώδεκα ύστερες θέσεις για την απουσία κατασκευής καταστάσεων
Α. Ακαταστασία, αλλά και ανημποριά
1
Αναδρομικά, προκαλεί εντύπωση η αντίφαση ανάμεσα στις διακηρυγμένες φιλόδοξες βλέψεις των ομάδων που εμπνέονταν από καταστασιακές ιδέες και την ελάχιστη επιρροή τους στον περίγυρό τους, ευρύτερο ή και άμεσο. Υπήρχαν βέβαια και εξωγενείς παράγοντες γι’ αυτό, δημιουργείται όμως η υποψία ότι και η υπέρμετρη φιλοδοξία, με την αυτάρεσκη σιγουριά που τη συνόδευε, έχουν κάποια ευθύνη γι’ αυτή την αποτυχία. Ήταν σάμπως κάποιο ισχυρό ναρκωτικό που προκαλούσε φαντασιώσεις μεγαλείου ενώ την ίδια στιγμή καταδίκαζε σε ανημποριά. Η συνηθισμένη παρηγοριά, ότι αυτές οι ιδέες που εκφράζονταν εδώ σε συνεκτική μορφή βρίσκονταν έτσι κι αλλιώς, διάχυτα και αορίστως, «μέσα σ’ όλα τα κεφάλια» μπορεί κι αυτή να αποδειχτεί ότι λειτουργούσε σαν μπούμερανγκ.
2
Γιατί η αδυναμία αυτή φαίνεται ότι απλώνονταν σε κύματα. Όχι προς «όλα τα κεφάλια», αφού τα περισσότερα αγνοούσαν την πηγή της και η παθητικότητά τους οργανώνονταν με άλλους τρόπους, αλλά προς μια μικρή αλλά ίσως κρίσιμη μειοψηφία που διατηρούσε τις ανησυχίες της. Το μικρό αυτό κοινό, αν τυχόν έπαιρνε στα σοβαρά τις μεγαλόστομες διακηρύξεις, έμενε παράλυτο ανάμεσα στην απορία και το θαυμασμό: μα πώς μπορεί να είναι αυτοί οι τύποι τόσο ωραίοι, έξυπνοι και σίγουροι; Μα πώς ζουν; Οι τολμηροί (ή οι τυχεροί) που τους πλησίαζαν διαπίστωναν τη διάσταση λόγων-έργων. Οι περισσότεροι έμεναν στο στάδιο ενός απόμακρου σεβασμού που τους στερούσε τη δυνατότητα να κάνουν κάτι μόνοι τους (ήταν αδύνατο να κάνουν κάτι τόσο καλό…). Υπήρχαν άλλωστε έτοιμα κουτάκια και οποιαδήποτε μορφή δράσης, αν υπήρχε λόγος, μπορούσε να βρει αυτόματα τον κατάλληλο χλευασμό. Οι Μυημένοι μπορεί να ονόμαζαν «φιλο-σιτού» εκείνους τους ελάχιστους που τους επιδοκίμαζαν ή που έστω ασχολούνταν μαζί τους, αν τυχόν ενοχλούσαν την ιδιόμορφή τους μακαριότητα, κι αν είχαν αρκετό θράσος κι αρκετή μεγαλομανία μπορεί να έστηναν κι ολόκληρη κοινωνιολογική ανάλυση πάνω τους, προεκτείνοντας αυθαίρετα τα όχι και τόσο στέρεα συμπεράσματά τους.
3
Δεν κρατούσαν και πολύ αυτές οι προσπάθειες. Κατά κάποιο τρόπο, η αδυναμία αντανακλούσε πάνω στο κάτοπτρο του μικρού κοινού κι επέστρεφε στην πηγή της, θολώνοντας την εικόνα στο μαγικό καθρέφτη του ναρκισσισμού. Βούλιαζαν στην πλήξη τους – και χωρίς να κολλήσουμε στην περιπτωσιολογία, τα περισσότερα μέλη τους κατάληξαν λίγο-πολύ στην παραίτηση ή στην απομακρυσμένη ενατένιση του σοφού βετεράνου, συχνά στην απλή απόσυρση ή στην εκτροπή σε πνευματιστικούς κύκλους και ότι-νάναι. Η αποτυχία τους δεν είχε τίποτα το ηρωικό, δεν θύμιζε σε τίποτα τη ρομαντική (βικτωριανή αλλά και χολιγουντιανή) έφοδο της Ελαφράς Ταξιαρχίας.
4
Όχι ότι εκείνα τα χρόνια ήταν γαλήνια. Μάχες δόθηκαν, αλλά κάτω από άλλες σημαίες και με άλλα όπλα. Οι ήττες τους δεν είναι καταστασιακή κληρονομιά.
Τελικά, δεν είναι εύκολο πράγμα το να ηττηθεί κανείς. Θέλω να πω, για να ηττηθεί πρέπει να πολεμήσει, η ήττα προϋποθέτει τη μάχη, άρα και την πιθανότητα, οσοδήποτε μικρή, μιας νίκης, ακόμα κι αν πρόκειται για έφοδο στον ουρανό.
Χρειάζεται να σου δώσει τη σχετική σημασία ο αντίπαλος. Γι’ αυτό, δεν αρκεί π.χ. να καθίσεις σε μια απόμακρη βουνοκορφή και να βγάζεις εμπρηστικούς λόγους. Στην περίπτωση αυτή, ο εχθρός θα μπορούσε π.χ. πρώτα να οργανώσει ακόμα καλύτερα την απομόνωσή σου (όσο ανησυχεί, λόγω της ρητορικής σου, ότι μπορεί να είσαι επικίνδυνος) και στη συνέχεια να σε μετατρέψει σε θέαμα, με τη χυδαία έννοια, δηλ. να κόβει εισιτήρια (όταν βεβαιωθεί ότι δεν είσαι). Και μάλλον αυτό έκανε.
5
Με αυτό δεν θέλω να πω ότι πρέπει να βάζουμε μετριοπαθείς και προσγειωμένους στόχους, ούτε να υποστηρίξω κάποιου είδους ρεφορμισμό κλπ. Δεν θέλω να αρνηθώ την παλιά ταχτική του γέρο-τυφλοπόντικα, μόνο να πω ότι εκείνος δεν φωνάζει – και κυρίως προσέχει να μη σκάβει προς λάθος κατεύθυνση.
6
Αυτά ίσχυσαν ακόμα και για όσους είχαν από νωρίς διαχωρίσει τη θέση τους από το ντεμπορισμό και είχαν ασκήσει κριτική στο ναρκισσισμό του. Ανήκαν δηλ. κι αυτοί ως ένα σημείο στην παράδοση της IS και στη μηχανική αντιγραφή που γεννούσε ο θαυμασμός. Ο συγγραφέας τούτων των αράδων δεν θέλει να βγάλει την ουρά του απέξω – αποδέχεται το ποσοστό που του αναλογεί σαν στόχος αυτής της κριτικής.
7
Όταν βλέπουμε σήμερα κάποια ιστοσελίδα με τα συνηθισμένα παραφερνάλια (νοσταλγικές φωτογραφίες, ηρωικές δηλώσεις, σπανιότερα κάποιον έξυπνο σαρκασμό), είμαστε λίγο-πολύ σίγουροι ότι η υπόθεση έχει, στην καλύτερη περίπτωση, απλώς εικαστικό ενδιαφέρον – και σίγουρα κανένα διανοητικό, θεωρητικό, πραχτικό ή πολιτικό ενδιαφέρον.
Β. Ντεμπορισμός, αλλά και αριστοκρατισμός
8
Ασφαλώς η εμπειρία της IS δεν είναι για πέταμα κι ασφαλώς υπήρξαν κέρδη και διδάγματα κοκ. Όμως δεν είναι εδώ ο χώρος που θα μιλήσω γι’ αυτά. Επειδή, παραδόξως (ή μήπως όχι;), όσοι δηλώνουν το θαυμασμό τους για τους καταστασιακούς αναφέρονται συνήθως στον κλασικό ντεμπορισμό, όχι στην ιστορία της IS γενικά αλλά στην εκ των υστέρων ερμηνεία της, έτσι όπως παρουσιάζεται στο Αληθινό σχίσμα. Εκεί, όπως θα θυμάστε, το φυλλορρόημα της IS παρουσιάζεται σαν στρατηγικά αποφασισμένη διάλυση – ή τουλάχιστον αυτό το νόημα έδωσε στη συνέχεια η αυθεντία. Η αποστολή είχε ολοκληρωθεί και τώρα θα αναλάβαιναν δράση οι μάζες, ενώ το κέντρο θα γινόταν αόρατο. Ποτέ δεν μάθαμε τι ακριβώς συνέβη στον κόσμο (κατά τη γνώμη του Στρατηγού) ανάμεσα στη στιγμή αυτή και στα Σχόλια – και είναι κρίμα αφού πιστεύεται ότι ο Στρατηγός έχει ταυτόχρονα δίκιο και στις δυο αυτές, εντελώς αντιφατικές, στιγμές.
9
Με αφορμή τα Σχόλια και τον Γκύντερ Άντερς… Το θέμα δεν είναι η «λογοκλοπή», ασφαλώς τιμημένη πρακτική όταν δηλώνεται ή έστω δεν κρύβεται συστηματικά – καθώς συχνά ανοίγει δρόμους, προσφέρει απρόσμενες διασυνδέσεις, γεννάει νέες ιδέες κλπ. Όταν όμως συμβαίνει το αντίθετο, και μάλιστα με ιδιαίτερα κακόπιστο τρόπο που περιλαμβάνει «αποκεφαλισμό του αγγελιοφόρου» (εννοώ τον άτυχο οπαδό που υπέδειξε τη συγγένεια), μπορούμε να θυμηθούμε και παλιότερες απροθυμίες στην αναγνώριση διανοητικών χρεών (Λεφέβρ, Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, Φρανκφούρτη), όπου συχνά ακολουθούσε ο εξευτελισμός της πηγής. Το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το αντίθετο της γόνιμης διασύνδεσης: δηλ. η δημιουργία μιας νεκρής ζώνης γύρω από την Τελειοποιημένη Θεωρία, μια έρημος που επέτρεπε ή και επέβαλλε τον ενατενιστικό θαυμασμό – και μοιάζει να ήταν σκόπιμο.
10
Ο κλασικός ντεμπορισμός παραμένει σαφώς μέσα στα όρια του μαρξισμού, και μάλιστα ενός αρκετά ορθόδοξου μαρξισμού, ακόμα και χωρίς να λογαριάσουμε τον εργατισμό του. Πράγματι, δεν αμφισβητεί ολόκληρο το ιστορικό σχήμα του ορθόδοξου μαρξισμού, τη «φιλοσοφία της ιστορίας» του ούτε την σε τελική ανάλυση κυριαρχία της οικονομίας. Μπορούμε να πούμε ότι βρίσκεται στο ίδιο σημείο με τις ποικίλες τροτσκιστικές ή νεοτροτσκιστικές εκδοχές του μαρξισμού, όπου η σπουδαιότερη καινοτομία θα ήταν κάποια νέα άποψη για τη φύση του σοβιετικού κράτους. Με μια κουβέντα, ο ντεμπορισμός είναι μαρξισμός. Εντούτοις, ο ντεμπορισμός επέμενε να δηλώνει (ηχηρά κάποτε) ότι βρίσκεται πέρα ή έξω από τον μαρξισμό. Το παράδοξο είναι ότι άλλα ρεύματα σκέψης, τα οποία δήλωναν μαρξιστικά, είχαν προχωρήσει πολύ περισσότερο στην αμφισβήτηση των κλασικών ιστορικών σχημάτων του μαρξισμού. Αυτό όμως δεν ήταν ορατό ή δεν έγινε κατανοητό (άλλοτε από απλή άγνοια κι άλλοτε από εξεζητημένη τύφλωση) στους λεγόμενους καταστασιακούς κύκλους.
11
Όσο για τον ίδιο τον Ντεμπόρ, κακογέρασε μέσα σ’ ένα κάπως αστείο αυτοθαυμασμό, ανάμεσα σε νοσταλγικές κι απολογητικές εξιστορήσεις ενός ένδοξου παρελθόντος και σε μια μόνιμη εξάρτηση από τον καθρέφτη, αντισταθμίζοντας όλ’ αυτά καθώς και την έλλειψη νέων ιδεών με το μοναδικό ταλέντο που του απέμενε: τις επιδείξεις υψηλού ύφους. Διόλου περίεργο που τοποθετήθηκε, μετά θάνατον, ανάμεσα στους αναγνωρισμένους κλασικούς της γαλλικής γλώσσας, ούτε ότι κέρδισε την όψιμη εκτίμηση των εστέτ. Ας μην ξεχνάμε και τις επιδείξεις του παλιάς-καλής υψηλής αστικής κουλτούρας, διανθισμένες με αγαπημένα παραθέματα από λεπτεπίλεπτους κι αυτάρεσκους αυλικούς μέχρι τον ξεπεσμένο αριστοκράτη Τοκβίλ (που, από ειρωνεία, αναγορευόταν την ίδια στιγμή σε έμβλημα και λάβαρο του παλιού-και-νέου φιλελευθερισμού). Κι ακόμα χειρότερα, αφού άφησε την ελιτίστική του τάση να εξελιχθεί σε κοινότοπο και πλαδαρό συντηρητισμό, καταλήγοντας όπως οποιοσδήποτε γέρο-γκρινιάρης να κοροϊδεύει τους σύγχρονους Γάλλους ότι δεν μιλάνε σωστά τη γλώσσα τους («Γαλλικά είναι αυτά που μιλάνε οι σημερινοί αναλφάβητοι;») ή σε πιο εξεζητημένο στιλ ότι δεν αναγνωρίζουν τον οχτασύλλαβο στίχο του Βιγιόν, ή πάλι να δηλώνει την ενόχλησή του για τα «ζωηρά χρώματα κόμιξ» που πήρε η οροφή της Καπέλα Σιστίνα μετά τον καθαρισμό της από τους συντηρητές. Ο ίδιος προτιμούσε τη μουντή σκοτεινιά που είχε συνηθίσει, τη σεβάσμια βρωμιά των αιώνων.
Γ. Φιλολογικές ακαταστασίες
12
Ένα τελευταίο σχόλιο γύρω από την απόδοση «καταστασιακός». Είχε φανεί πολύ πετυχημένη, την εποχή της επινόησής της, ξεφεύγοντας ή ξεπερνώντας τις έως τότε αποδόσεις, «σιτουασιονιστές» ή «σιτυασιονιστές», καθώς και τη διατήρηση του λατινόγραφου «situationnistes». Οι χάρες της, ότι έμενε μακριά από τους -ισμους, ότι υπογράμμιζε ακόμα περισσότερο την έννοια της κατάστασης, αποδείχτηκαν ωστόσο, με τον καιρό, δίκοπο μαχαίρι – ενώ και οι γλωσσικές εξελίξεις, π.χ. με τη διάδοση του όρου situationnel / situational σε διάφορα πεδία και σε ποικίλα συμφραζόμενα, δημιούργησαν πρόσθετη σύγχυση.
Οι γλωσσικές ετικέτες, κοντολογίς, δεν εξασφαλίζουν τίποτα, μπορούν μάλιστα να συνεισφέρουν στην ψευδαίσθηση μιας τέτοιας εξασφάλισης, ενώ τα «γλωσσολογικά» επιχειρήματα μπορούν συνήθως να χρησιμοποιηθούν και προς την μία και προς την άλλη κατεύθυνση.
Μπουκανιέρος
(Καλυφτάκι, 21 προς 22 του Μάρτη 2016)
* Η τελευταία, δωδέκατη θέση περιείχε αρχικά μια πιο φιλόδοξη αλλά τελικά εντελώς λανθασμένη τοποθέτηση. Πείστηκα γι’ αυτό και την τροποποίησα ριζικά μετά από συζήτηση με αγαπητό φίλο, που γνωρίζει άλλωστε το θέμα πολύ καλύτερα από μένα.
1) Συμφωνώ γενικά με όλο το κείμενο αλλά και με την εισαγωγή του Δύτη. Θα πω και γω τη λέξη υπερεκτιμημένος. Θα συμφωνήσω ιδιαίτερα με το 10. Ο ντεμπορισμός είναι μαρξισμός (χωρίς το βάθος, την ακούραστη συλλογή ιστορικών και άλλων στοιχείων και την συνεκτικότητα) που θέλει να το παίξει κάτι διαφορετικό και υπεράνω, χωρίς να έχει πραγματικά τα φόντα. Η ΚτΘ ειναι «μαρξισμός» στην εποχή της τηλεόρασης αλλά και με τον τρόπο της τηλεόρασης (συνεχείς σύντομοι αφορισμοί, κάτι σαν διαφημίσεις – ωχ μάλλον βλαστήμησα τα ιερά και τα όσια με το τελευταίο). Για να μαι νταξει να δηλώσω ότι μόνο την ΚτΘ έχω διαβάσει. 2) Το κείμενο είναι γραμμένο με τον τρόπο του Ντεμπόρ (σύντομες αφοριστικές αριθμημένες θέσεις) ή κάνω λάθος ;;; Κάτι σαν να ξεμπερδεύει ο συγγραφέας με τα χρωστούμενα, κάνοντας συγχρόνως αφιέρωμα στον τρόπο γραφής του. Ωραίο.
Δυτης και Μπουκανιερος 🙂 αχτυπητος συνδυασμος, Δυτη – και το ζητημα αχτυπητο κι ενδιαφερον : καλως ξαναρθες (και θα ξαναρθω κι εγω για περισσοτερα … )
Να, οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι που έλεγα 🙂
Μπετατζή, νομίζω ότι και στυλιστικά, ας πούμε, ο τρόπος των καταστασιακών και ιδιαίτερα του Ντεμπόρ παραπέμπει στην παράδοση της γερμανικής μαρξιστικής πολεμικής. Θυμίζω τις Θέσεις στον Φώυερμπαχ, για παράδειγμα· όσο για την περίφημη αντιστροφή της γενικής (στυλ: το σύστημα διδασκαλίας είναι η διδασκαλία του συστήματος· πάμπολλα παραδείγματα σε Ντεμπόρ ή Βανεγκέμ), νομίζω ότι δεν θα δυσκολευτείς να βρεις αντίστοιχα. Υπάρχει και η αντιστροφή της προοπτικής, βέβαια, αλλά και για αυτή το κλασικό παράδειγμα των καταστασιακών είναι αν θυμάμαι μια ιστορία του Μπρεχτ που τελειώνει με τα κεφάλια του φύλαρχου και του μάγου καρφωμένα σε παλούκια 😉
Τούτων δοθέντων, και αν εξαιρέσουμε την όλο και μεγαλύτερη ναρκισσιστική απομόνωση από την πραγματικότητα ίσως και πριν από τον Μάη, υπάρχει αρκετό ενδιαφέρον στην ιστορία αυτή. Πιο αξιόμεμπτη στα μάτια μου, ας πούμε, είναι η ιστορία –ή ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας– της πρόσληψης αυτού του πράγματος στα μέρη μας.
Δεν είμαι σίγουρος αν οι Θέσεις για τον Φώυερμπαχ είναι εξ επί τούτου στυλιστικά γραμμένες έτσι, ή αν ήταν απλά πρόχειρες σημειώσεις σε σημειωματάριο που μετά τις έβγαλε ο Ένγκελς ως αυτόνομη εισαγωγή στην Κριτική της Γερμανικής Ιδεολογίας. Νομίζω πρόχειρες σημειώσεις ήτανε και έτσι δούλευε γενικώς ο Μαρξ, αρχικά με πρόχειρες σημειώσεις (δεν είμαι διαπιστευμένος μαρξολόγος, ότι έχω καταλάβει από σκόρπια διαβάσματα λέω). Στην ελληνική έκδοση της Γερμανικής Ιδεολογίας έχει πολλές τέτοιες σχεδόν τηλεγραφικές σημειώσεις του Μαρξ στα παραρτήματα, και έχει και τις Θέσεις για τον Φ. αλλά δεν θυμάμαι τι λέει για αυτές. Αντίθετα, αν θυμάμαι καλά, τα Φιλοσοφικά Χειρόγραφα είναι γραμμένα κάπως έτσι.
Δεν θέλω να παρεκτρέψω το νήμα, αλλά άμα είναι να κάνουμε κάποιο αφιέρωμα σε υπερεκτιμημένους, έχω και αρκετούς άλλους να προτείνω. Κάτσε να κατακάτσει και τούτο δω για τον Γκυ και μετά θα ρίξω προτάσεις. Όχι τίποτα άλλο, αλλά ταλαιπωριόμουνα χρόνια να τους διαβάσω μέχρι να καταλάβω ότι μάλλον άνθρακες ο θησαυρός.
Άσε να μαντέψω — τσίμπησες που ανέφερα τον Αλτουσέρ ε; 😀
Σκέφτομαι ότι η δυνατότητα κάποιας θεωρίας να μεταφραστεί σε απλή γλώσσα θα έπρεπε να είναι κάτι σαν κριτήριο για την ισχύ της. Και σκέφτομαι επίσης ότι η «οικειοποίηση» των καταστασιακών κατέληξε ένα παιχνίδι διανοουμένων, κόμικς με τον Σούπερμαν να εκσφενδονίζει φράσεις του Ντεμπόρ.
(Δεν βγάζω την ουρά μου απέξω, υπάρχει μια παρόμοια οικειοποίηση του Βανεγκέμ στο, ξερωγώ, εντιτόριαλ του φοιτητικού τούτου φανζίν…)
Ποιό είναι τι αντίκρυσμα αυτών των σκέψεων στο τώρα; [Το φινάλε της 5ης παραγράφου ωραία φράση].
Πολύ καλό το άρθρο παιδιά.
Σωστά και τα καρφιά. Τα κατάλαβα όλα.
Και ναι, χρειάζεται κι αυτό γιατί μας έχουν ζαλίσει. Θα το μοιράσω άμεσα!
[αλλά (κι αυτό ίσως είναι λιγάκι άσχετο αλλά θα το πω)]
Για αυτού του τύπου την κριτική (ναρκισσισμος, εγωμανία, εγωισμός κτλ.) υπάρχει πάντα μια ένσταση. Αυτή που θα έκανα και σε όποιον κατηγορούσε τον ηθοποιό σύμφωνα με τα δεδομένα του χαρακτήρα που υποδύθηκε. Πράγμα που πάει κι ανάποδα. Να κρίνεις ένα θεατρικό ρόλο σύμφωνα με την δυνατότητα ή ακόμη και το χαρακτήρα αυτού που τον υποδύθηκε.
Επειδή ακούω όλο και συχνότερα αυτές τις ενστάσεις κυρίως προς τους ποιητές και τους καλλιτέχνες. Και τις ακούω από διάφορους «ενάρετους» ή υποστηρικτές της αρετής.
Από την άλλη είναι μάλλον μέσα στις ελλείψεις μου το ότι δε θεώρησα ποτέ ότι αυτά που έγραφε ο Ντεμπόρ είχαν πολιτικό βάρος και βάθος, εννοώ διαχειριστικού τύπου προθέσεις, αναζήτηση συναινέσεων, συμφωνιών θεσμίσεων κτλ.
Ναι θα το παραδεχτώ. Είμαι μοναδικός!
(κι αυτό στα πλαίσια ρόλου είναι, μη βαράτε)
Δεν είχαν, έλεγα,πολιτικό βάρος και το «ιστορικό» αντίκτυπο που προξένησαν ήταν κάποια φατουρώματα αναμεταξύ παρεών.
Ο Ντεμπόρ ήταν κορυφαίος σάμπλερ κειμένων, και μαζί συγγραφέας, καλλιτέχνης και ενίοτε τρολ. Οι στοχασμοί του παραείναι ποιητικοί αλλά δεν γίνονται αντιληπτοί ως τέτοιοι.
Έχει πολύ ενδιαφέρον που κάποιες ακαδημίες ασχολούνται στα σοβαρά με την ΚτΘ σήμερα. Διαβάζω αναφορές καμιά φορά για παράδειγμα στον Αγκάμπεν (για να μη πω στον Γιάπε κτλ.) και σκέφτομαι «έπιασε τόπο η πλάκα» τα καταφέρανε τα παλιόπαιδα…χωθήκανε!
Χαιρετώ.
γ.
Έχεις δίκιο, Ίζι, ότι το κείμενο δεν ασχολείται και τόσο με την «τέχνη» και καταπιάνεται κυρίως με την «πολιτική» (όσο συμβατικός κι αν είναι ο διαχωρισμός, ιδιαίτερα στη λογική της IS). Κατά τη γνώμη μου όμως, η γεροντική συμπεριφορά του Ντεμπόρ (βλ. §11) δημιουργεί σαφώς περισσότερα προβλήματα στην πλευρά-τέχνη παρά στην πλευρά-πολιτική.
Ωραίο Δύτη! (out of courtesy το λέω. Δεν καταλαβαίνω και πολλά, μη νομίζεις! 🙂 Kαι πούσαι; Να κάνεις ρηφρές πιο συχνά ,και με πιο ανάλαφρο ρεπερτόριο να πιάνουμε τίποτις και μείς τα γίδια. Α! και μην ξαναδώ γραμμένη τη δικαιολογία «έπεσε δουλειά»! Δουλειά χωρίς αμοιβή (αξιοπρεπή) δεν είναι δουλειά. Είναι χόμπυ! 😆
Α προπό, στη λίστα των «γνωστών-αγνώστων» σου, πάνω δεξιά, δεν υπάρχει λινκ για τον τέταρτο κόσμο. Εντάξει, μπαίνουμε κι απ του Σαραντ, δεν τρέχει τίποτα, απλώς το παρατήρησα.
https://tetartoskosmos.wordpress.com/
Καλημέρα! Κάθε προσπάθεια για ερμηνεία του κόσμου (και το πώς να τον αλλάξουμε, μια και θυμήθηκα χτες και τις θέσεις στον Φώυερμπαχ) είναι αυτοδικαίως επίκαιρη, όχι; Ο Ντεμπόρ είναι επιπλέον πάντα της μόδας σε ορισμένους κύκλους, σε κάποιους από τους οποίους μάλλον θα το απέφευγε αν ήταν δυνατόν.
Κιντ, ενδιαφέρον που έκανες σύνδεση με Τέταρτο Κόσμο! 😉 Η λίστα έχει να ενημερωθεί από αμνημονεύτων, έχεις δίκιο.
Τα πάθη δεν έχουν εξαφθεί ακόμα, όπως θα είχε γίνει ήδη αν ξαναπιάναμε τον Καστοριάδη φερειπείν. Θεωρώ όμως ότι πρόκειται για, χμ, βραδυφλεγές ποστ.
Περιμέναμε καμιά αναφορά και στον Προυντόν 😉 , αλλά μάλλον οι αλτουσεριανοί ήταν η πλειοψηφία…..
χε-χε 😉
Η πιο αφοριστική δήλωση για την ΚτΘ (και τον Ντεμπόρ γενικότερα) έλεγε ότι η ΚτΘ ήταν μια προσπάθεια υποκατάστασης και επανεγγραφής του μαρξισμού από ανθρώπους που, παρ’ ότι τα πήγαιναν πολύ καλά στον τομέα των τεχνών, δεν είχαν ιδέα από οικονομία. Τείνω να συμφωνήσω: οι ταινίες, και κάποια άλλα κείμενα των καταστασιακών, διατηρούν την αξία τους.
Επίσης, μέχρι πριν κάποια χρόνια η ΚτΘ ήταν το νούμερο ένα σύγγραμμα – αξεσουάρ για αντιεξουσιαστικό καμάκι 😀
Ναι — πες όμως και το παλιό σου χρηστώνυμο, να καταλάβει και ο Μπουκάν που είχε χαρεί που σε βρήκε 😉
Πέτυχα μια κριτική της ΚτΘ που συναντά σε διάφορα σημεία την παρούσα: http://dangerfew.blogspot.gr/2006/10/blog-post_23.html
Δεν είμαι εντελώς σύμφωνος, βέβαια, όσον αφορά την «κριτική της προτεραιότητας της οικονομίας»· ότι δηλαδή «το μόνο πραγματικά «κεντρικό» ζήτημα του κόσμου [είναι] το ζήτημα της πολιτισμικής τάξης και των θεσμών» — τουλάχιστον όσον αφορά την νεωτερικότητα ή, αν προτιμάτε (όπως εγώ), την περίοδο του καπιταλισμού. Όποιος ενδιαφέρεται, είχαμε παλιά μια σχετική κουβέντα εδώ: https://dytistonniptiron.wordpress.com/2011/05/11/invasion/#comment-7799
Ενδιαφέρουσα κουβέντα αυτή στο Αλάτι της Γης, τη διάβασα
Ιντερλούδιο: βρήκα και μία θρησκευτική εκδοχή της ΚτΘ:
http://www.pronews.gr/portal/20161218/religion/didahes/84336/kapote-o-diavolos
Ευτυχώς, Δύτη, έβαλες παραπάνω λινκ στη συζήτηση του 2011 και δεν χρειάζεται να ξαναγράφω τη θέση μου για την «οικονομία» (…πάντα στη διάθεσή σου για τη συνέχεια της κουβέντας).
Για τα υπόλοιπα (και περιμένοντας μια φίλη που μου έδωσε ένα αόριστο ραντεβού), ας διευκρινίσω, προς όπου χρειάζεται, ότι δεν μ’ ενδιαφέρει μια στάση Αντι-Ντεμπόρ. Κι είναι μάλλον μπανάλ η διαπίστωση ότι οι άνθρωποι δεν διασχίζουν τη ζωή τους ολόιδιοι κι απαράλλαχτοι (π.χ. δεν γεννιούνται-και-πεθαίνουν-επαναστάτες).
Αγαπητέ Δύτη, μια διευκρίνιση: σε ό,τι αφορά την οικονομία, η συγκεκριμένη κριτική μου στην «Κοινωνία του θεάματος» δεν αμφισβητεί την «προτεραιότητα της οικονομίας», αλλά την ίδια την ιδέα της οικονομίας. Για την ακρίβεια, θεωρώ ότι όλο αυτό το πακέτο που αποκαλούν «οικονομία» δεν είναι παρά μια δοξασία, η κυρίαρχη σήμερα δοξασία.
Πρέπει να προσεχτεί το εξής: τα περί προτεραιότητας της οικονομίας στηρίζονται στην ιδέα ότι η οικονομία αφορά στις «υλικές» σχέσεις με τις οποίες οι άνθρωποι καλύπτουν τις «υλικές» ανάγκες τους (να φάνε, να πιούν, να ντυθούν, να φυλαχτούν απ’ τον καιρό, ν’ αναπαραχθούν). Αυτόματα (παβλοφιανά) λοιπόν, ο όρος «υλικές» παραπέμπει σε μια «προτεραιότητα» εφόσον για να υπάρχουν σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να είναι ζωντανοί και για να είναι ζωντανοί πρέπει να επιβιώνουν. Έτσι κι ο Ντεμπόρ, ακολουθώντας πιστά τον Μάρξ, βεβαιώνει ότι «η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων υπήρξε η πραγματική ασυνείδητη ιστορία, που οικοδόμησε και τροποποίησε τις συνθήκες ύπαρξης των ανθρώπινων ομάδων σαν συνθήκες επιβίωσης και επέκτασης αυτών των συνθηκών : η οικονομική βάση όλων τους των προσπαθειών» (ΚτΘ § 40).
Όμως αυτή η περιγραφή της ανθρώπινης δραστηριότητας είναι μυθολογική. Ο αγώνας για την επιβίωση δεν χαρακτηρίζει, επομένως ούτε και καθορίζει, ειδικά τον άνθρωπο. Χαρακτηρίζει όλα ανεξαιρέτως τα έμβια όντα. Συνεπώς, δεν λέει απολύτως τίποτα για τον άνθρωπο ειδικά, για την ανθρώπινη δραστηριότητα ειδικά και για τη συγκρότηση των ανθρώπινων κοινωνιών ειδικά.
Ο Μάρσαλ Σάλινς συνόψισε το θέμα αυτό πολύ καλά: διακριτικό στοιχείο του ανθρώπου δεν είναι ότι «πρέπει απλώς να ζήσει σ’ έναν υλικό κόσμο (συνθήκη που μοιράζεται με όλους τους οργανισμούς), αλλά το ότι ζει εκεί σύμφωνα μ’ ένα σημαίνον σχήμα που το έχει επινοήσει ο ίδιος: στην ικανότητά της αυτή, η ανθρωπότητα είναι μοναδική. [Ε]πομένως, η καθοριστική διάσταση του πολιτισμού (που δίνει σε κάθε τόπο τα γνωρίσματα που τον χαρακτηρίζουν) δεν είναι το ότι αυτός ο πολιτισμός οφείλει να συμμορφωθεί με κάποιους υλικούς περιορισμούς, αλλά το ότι συμμορφώνεται μ’ αυτούς σύμφωνα με ένα καθορισμένο συμβολικό σχήμα, το οποίο ποτέ δεν είναι το μόνο εφικτό» (στο «Πολιτισμός και πρακτικός λόγος»).
Πολλά μπορούμε ακόμα να προσθέσουμε και από λογικο-φιλοσοφικής άποψης γι’ αυτό το μύθο. Πολιτικά μιλώντας, ο μύθος της οικονομίας ως κυρίαρχη δοξασία για τον άνθρωπο και την ανθρώπινη κοινωνία μεταγγίζει στους κυριαρχούμενους ένα συγκεκριμένο σχήμα του κόσμου και της ζωής κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της κυριαρχίας του χρήματος και του κεφάλαιου. Αυτό δεν σημαίνει ότι η οικονομία «έγινε καθοριστική» με τον καπιταλισμό ενώ προηγουμένως «δεν ήταν». Σημαίνει απλά και μόνο ότι με τον καπιταλισμό η συγκεκριμένη δοξασία απέκτησε ισχύ όντας η κατεξοχήν δοξασία των καπιταλιστών.
Σ’ ευχαριστώ για τη φιλοξενία.
Ευχαριστώ για όλα τα παραπάνω! Μια σημείωση για την οικονομία: όπως το βλέπω, η βάση και η αρχή της δεν είναι η επιβίωση, είναι το τι θα γίνει με το πλεόνασμα, πρώτον, και πώς κάνεις τον καταμερισμό της εργασίας, δεύτερον. Σκέφτομαι όμως μήπως είναι σκόπιμο, αν πρόκειται να γίνει εδώ η υπεσχημένη συζήτηση για τον Ντεμπόρ και την ΚτΘ, να κάνω ένα ειδικό ποστ μαζεύοντας όλα τα σχετικά, από το παλιό νήμα και από αυτό, περί του οικονομικού…
Ναι, αλλά κατά μία άποψη το πλεόνασμα (το «καταραμένο απόθεμα») είναι το αντίθετο της οικονομικής λογικής, που ξεκινάει από το έλλειμμα, και μια συζήτηση με βάση τον καταμερισμό της εργασίας θα έπαιρνε διαφορετική τροπή από μια συζήτηση που εστιάζει π.χ. στην ανεπάρκεια των πόρων, στη χαμηλή παραγωγικότητα και σε ηθικά ελαττώματα όπως η τεμπελιά των φτωχών.
Χμ, να την αυτονομήσω τελικά τη συζήτηση για την οικονομία ή να την κάνουμε εδώ;
Καλύτερα να την αυτονομήσεις, γιατί κάποιοι είμαστε … ασυγκράτητοι! 🙂
Στο τσακ το έχω να καταχραστώ τη φιλοξενία σου με δεύτερο σεντόνι! :-))
Ε, λοιπόν… βουαλά!
https://dytistonniptiron.wordpress.com/2016/12/20/economy/
Τυχαία βρήκα αυτό, αν ενδιαφέρεται κανείς: https://www.academia.edu/849094/The_Beach_Beneath_the_Street