Πιστέψτε το ή όχι, ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι ο Δύτης κλείνει σήμερα εφτά χρόνια ζωής. Κάπως να το γιορτάσουμε, είπα, μη γράψεις πάλι τα ίδια, πάλι ότι είμαστε στο ρελαντί αλλά εδώ, ευχές και τα λοιπά, έξι φορές μέχρι τώρα βαρέθηκε ο κόσμος. Και μετά σκέφτηκα ότι στο ξεκίνημά του ο Δύτης είχε βάλει σκοπό να κοινοποιήσει τα μικρά περίεργα των αγαπημένων του Οθωμανών: να όμως που ο έβδομος χρόνος πέρασε χωρίς ούτε ένα από αυτά τα minima orientalia. Ε, ιδού λοιπόν κάτι που βρήκα πρόσφατα:
Η ιστορία αρχίζει σα μυθιστόρημα του Ιούλιου Βερν, διότι ο Γκότφριντ Χάγκεν, ερευνητής που εξέταζε το αυτόγραφο κείμενο του Τζιχαν-νουμά, «καθρέφτη του κόσμου» ή αλλιώς της παγκόσμιας γεωγραφίας του σπουδαίου Κιατίπ Τσελεμπή, βρήκε ανάμεσα στα φύλλα του χειρογράφου ένα χαρτί. Εντάξει, δεν είχε τον κώδικα του Άρνε Σάκνουσεμ, είχε όμως κάτι άλλο: από τη μια μεριά, ένα πρόχειρο σκίτσο της λίμνης Αχρίδας, με την ομώνυμη πόλη, το Μοναστήρι, τη Στρώμνιτσα και τις άλλες γύρω πόλεις. Το χάρτη συνόδευε ένα δίστιχο κάποιου ποιητή της Αχρίδας, του Αμπντουλαζίζ Τσελεμπή:
Τα δώρα της Αχρίδας είναι τρία, όπως έχουν πει άνθρωποι με γούστο
Η λίμνη, ένα, τα ψάρια, δύο, και τρία τα διάφορά της φρούτα.
Αυτά στο πίσω μέρος. Το χαρτί είχε χρησιμοποιηθεί σαν πρόχειρο, διότι από την άλλη πλευρά υπάρχει ένα κείμενο με όλα τα χαρακτηριστικά ενός ιεροδικαστικού εγγράφου. Ακόμα και την επικύρωση του καδή:
Ό,τι αναφέρεται εδώ αντιγράφηκε με την έγκρισή μου. Ο υπογεγραμμένος ταπεινός Αϊντινζαντέ Μεχμέτ γιος Μεχμέτ, ας τον συγχωρήσει ο Θεός, ιεροδίκης της θεοφρούρητης Αχρίδας.
Ο λόγος της καταγραφής του παρόντος εγγράφου είναι ο εξής: Όταν αυτός ο ταπεινός [εγώ] ήταν ιεροδίκης στην παραδείσια πόλη της Αχρίδας, στο μπεηλερμπεηλίκι της Ρούμελης, ο πρώην διοικητής του Τεμεσβάρ Αλή Πασάς, που ζούσε τώρα στην εν λόγω πόλη, οργάνωσε ένα συμπόσιο και κάλεσε τον τότε καδή του Μοναστηρίου, Σεγίτ Αχμέτ Εφέντη, κάποιους πρόκριτους από το Μοναστήρι, καθώς και το καύχημα των ιεροδικών, Κιζιλμπάς-ζαντέ Αμπντουλκαντίρ Εφέντη και τον αδελφό του Αχμέτ Εφέντη, τον Αμπντουλαζίζ Αγά, τον Χαλίλ Αγά και κάποιους ιμάμηδες και ιεροκήρυκες στον κήπο του. Μαζί με το γευστικό φαγητό και τα υπέροχα ποτά σέρβιρε μερικά πιάτα με κεράσια· εκείνη τη στιγμή, ο εν λόγω Αλή Πασάς είπε: «Ακούμε ότι ο κόσμος λέει πως τα κεράσια της Αχρίδας είναι καλύτερα από εκείνα του Ρούμελι Χισαρί της Κωνσταντινούπολης. Απαιτώ ο καδής μας να ερευνήσει το ζήτημα, να το καταγράψει και να εκδόσει ιεροδικαστική πράξη, ούτως ώστε μετά από αυτό να τα γευτούμε». Το ζήτημα εξετάστηκε από τους δίκαιους Μουσουλμάνους που αναφέρονται στο τέλος του εγγράφου. Έφεραν μία ζυγαριά, την οποία κράτησε ο Μουσλή Τσελεμπής, κεχαγιάς του εν λόγω Σερίφ Αχμέτ Εφέντη, και όταν έβαλαν πάνω τα κεράσια το καθένα ζύγιζε μισό ρεάλι γρόσι. Ωστόσο ο προαναφερθείς Αμπντουλαζίζ Αγάς διάλεξε μερικά κεράσια, από τα οποία, όταν ζυγίστηκαν, άλλα ζύγιζαν μισό ρεάλι γρόσι συν δέκα άσπρα, άλλα δε έντεκα άσπρα. Ο Αχμέτ Πασάς όμως είπε ξανά: «Ξέρουμε μεν το βάρος, αλλά ας περιγραφεί και τεκμηριωθεί η γεύση, η γλυκύτητα, οι χυμοί και το χρώμα τους». Έτσι, οι παρόντες ειδικοί και κάποιοι που είχαν δοκιμάσει αυτά τα κεράσια αποφάνθηκαν, εν είδει μαρτυρίας, ότι: «Είναι εκατό χιλιάδες φορές ανώτερα από τα κεράσια του Χισάρ όσον αφορά το χρώμα, τους χυμούς και το μικρό μέγεθος του κουκουτσιού. Σ’ αυτό το γεγονός είμαστε μάρτυρες και αυτή εδώ είναι η μαρτυρία μας». Αφού ελέγχθηκαν και βεβαιώθηκε ότι ήταν ικανοί για να δώσουν νόμιμη μαρτυρία, η μαρτυρία τους έγινε δεκτή, και μετά από αίτημα του Πασά το παρόν έγγραφο καταγράφηκε ως απόδειξη των συμβάντων στο ιεροδικείο και του ενεχειρίστηκε ώστε να το παρουσιάσει σε ώρα συζήτησης και διαφωνίας. Την 15η Ζιλκαντέ 1039 [26 Ιουνίου 1630]
Οι μάρτυρες της υπόθεσης: Σεγίτ Αχμέτ Εφέντης, καδής Μοναστηρίου· Χαλίλ Αγάς· Αλή Αγάς· μουντερίσης [καθηγητής] Χουσεΐν Τσελεμπής· τιμαριούχος Σουλεϊμάν Μπέης· Μουστεντάμ, αναπληρωτής ιμάμης.
Το έγγραφο είναι πανομοιότυπο στο ύφος και στις τυπικές εκφράσεις με ένα κανονικότατο χοτζέτι, όπως άλλα που έχουμε δει εδώ, με κάποιες μικρές διαφορές (όπως το χαριτωμένο ώρα συζήτησης και διαφωνίας αντί για ώρα ανάγκης). Θα μπορούσε να είναι ένα γνήσιο χοτζέτι (στο κάτω-κάτω, από καθαρά τυπική άποψη ένα χοτζέτι είναι ακριβώς η καταγραφή μιας συνομιλίας ενώπιον του καδή)· θα μπορούσε όμως — και υποθέτω, θα ήταν πιθανότερο — να είναι μια παιγνιώδης αντιγραφή, μια οθωμανική έκφανση του homo ludens. Ίσως θυμάστε μια παρόμοια αίσθηση του χιούμορ στον Εβλιγιά Τσελεμπή, σύγχρονο πάνω κάτω του καδή μας. Εν πάση περιπτώσει, αυτό είναι το έγγραφο, βγάλτε τα συμπεράσματά σας. Δεν μπορώ να πω, βέβαια, αν συμφωνώ με την απόφαση του συμβουλίου όπως καταγράφηκε, μια και δεν έχω πάει στην Αχρίδα και δεν έχω δοκιμάσει τα κεράσια της.
Βέβαια, όπως έλεγε και ο ποιητής της Αχρίδας, υπάρχουν και τα ψάρια:
(πηγή: Gottfried Hagen, «The cherries of Ohrid«, στο Bill Hickman και Gary Leiser (επιμ.), Turkish Language, Literature, and History: Travelers’ Tales, Sultans, and Scholars Since the Eighth Century, Λονδίνο – Νέα Υόρκη 2015, σελ. 170-82).
Μα πρόκειται για ευλογημένα κεράσια και όχι από όποιον κι όποιον αλλά από τον ίδιο τον άγιο Κλήμεντα Αχρίδος, βοήθειά μας, γι’ αυτό και οι ντόπιοι τα λένε климентовки.
Όπως λεει αυτό το φιλολογικό-λαογραφικό ιστολόι http://bgphilology2008.blogspot.lu/2009/01/20090107-11.html
οι ντόπιοι πιστεύουν ότι ο ίδιος ο άγιος και διαφωτιστής των Σλάβων, αφού τα εξημέρωσε από άγρια που ήσαντε, τους δίδαξε πώς να τα φροντίζουν.
Μία από τις ιδιότητες που αποδίδεται γενικά στον εν λόγω άγιο είναι ακριβώς ότι εξημέρωνε άγρια οπωροφόρα.
Αυτό είναι να έχεις περάσει διαφωτισμό, όχι μόνο εξευγενίζεσαι αλλά τρως και καλά! Και έρχονται μετά τα μεμέτια να σου φάνε τα έτοιμα και να νομίζουν ότι ανακάλυψαν και κάτι δηλαδή, εξανίστασαι μετά ή δεν εξανίστασαι, κύριε καδή μου!
Σύμφωνα δε με αυτό το σάιτ στα Ακατανόμαστα
http://www.cdnh.edu.mk/ostanati2007/kliment_naum/klimentnaum/strani/kliment/predanija.html
οι ντόπιοι της περιοχής το ‘χουν γενικότερα το συνήθειο να αποδίδουν σε αγίους τα οπωροφόρα τους, και να λένε τις κερασιές τους κλημέντιες, τις αχλαδιές ναούμιες (του αγίου Ναούμ), τα αμπέλια γερασιμαίικα (του αγίου Γκροζντάν ήτοι Γερασίμου)
Το τελευταίο είναι απόσπασμα από οδοιπορικό για την Οχρίδα που γράφτηκε σε εφημερίδα της Κων/πολης (Цариградски вестник), φύλλο 218 της 26.2.1855 από τον Μακεδόνα, βεβαίως βεβαίως, εθνικό συγγραφέα οδοιπορικών.
Που έτσι να καρποφορεί γλυκούς καρπούς και το δικό σου ιστολόι, τζάνουμ!
Να σου πω όμως, από πού κι ως πού Γκροζντάν είναι Γεράσιμος;
Έτσι ερμηνεύω το όνομα Геразм που αναφέρει το κείμενο στα Ακατανόμαστα ως παραλλαγή του Γκροζντάν, μπορεί να είναι όμως αυθαιρεσία του αρθρογράφου, του Χατζηκονσταντίνοφ δηλαδή, ότι το ένα είναι παραλλαγή του άλλου.
Το να συνδέεται το όνομα Γροζντάν με τα αμπέλια είναι ευεξήγητο, αφού γκροζντέ στα Βουλγάρικα είναι τα σταφύλια.
Όσο για το «Μακεδόνας», οι Ακατανόμαστοι με τα κλειστά σύνορα ως γνωστόν χρίζουν Μακεδόνα ό,τι έτρεχε, πετούσε και κολυμπούσε από βουλγαρική σκοπιά στην παλιά, ευρεία Μακεδονία, αν μάλιστα ήταν και πρωτοπόρος σε αυτό που έκανε, όπως καλή ώρα ο συγγραφέας και διαφωτιστής Γιορντάν Χατζηκονσταντίνοφ, χρίζεται εθνικός αποτέτοιος.
«Τον Μακεδόνα», ε; Τώρα συνειδητοποιώ ότι ήταν και επίκαιρη η ανάρτηση! 😉
Επίκαιρη όσο δεν γίνεται. Και εξαιρετική!
Τυχαίνει να διαβάζω αυτό τον καιρό για τις ισλαμικές αδελφότητες και βρήκα ιστορίες του Εβλιγιά Τσελεμπή για τους δερβίσηδες!
Χρόνια πολλά, νεαρέ!
Πρέπει λοιπόν να πάμε στην Αχρίδα εποχή που νάχει κεράσια!
Χρόνια πολλά, λοιπόν!
C’est le temps des cerises
…αλλά έπρεπε νάπεφτε η ανάρτηση δυο μέρες πιο μετά.
Καλημέρα κι ευχαριστώ σας, παλιοί και νέοι! (Μπουκάν, τόχουμε ξαναπεί αφού 😉 )
[…] Ένας καδής σπάει πλάκα […]
Πολύ ωραίο.
Επειδή διαβάζω την περίοδο αυτή όσο μπορώ για τον βενετοκρατούμενο Χάνδακα και τους νοτάριους, μου έκανε εντύπωση η συχνότητα με την οποία οι συμβαλλόμενοι ζητούσαν τις υπηρεσίες των νοτάριων σχεδόν για τα πάντα, συχνότητα που έχει επισημανθεί και από τους ιστορικούς της περιόδου. Όχι μόνο για σημαντικές συμβάσεις, π.χ. πωλήσεις, προικοσύμφωνα κλπ, αλλά και για απλές αποδείξεις, για να αλλάξουν απλά χέρι έστω και λίγα χρήματα κλπ.
Ίσως το ίδιο συνέβαινε και με τους καδήδες, δηλαδή να τους ζητούσαν τη γνώμη και τις υπηρεσίες για ψύλλου πήδημα που λένε. Και το αστειάκι αυτό να είναι ειρωνεία προς εκείνους που ζητούν νομικές υπηρεσίες χωρίς σοβαρό λόγο, με σημερινά λόγια μπορεί να τους λέγαμε δικομανείς.
Σε κάθε περίπτωση δείχνει εξοικείωση της καθημερινότητας με την τότε νομική διαδικασία. Είναι σαν κάποιοι που σήμερα ειρωνεύονται δικηγόρους και δικαστές χρησιμοποιώντας παραφθαρμένα και κοροϊδευτικά τη στομφώδη νομική γλώσσα.
Βέβαια εδώ έχουμε τον ίδιο τον καδή να συμμετέχει στην πλάκα σαν να κοροϊδεύει το ίδιο του το επάγγελμα. Δείχνει σε κάθε περίπτωση ακομπλεξάριστο άνθρωπο.
Τέλοσπάντων, προσπάθησα να κάνω λίαν αμφίβολες αναλογίες, πηδώντας σα βατραχάκι σε τρεις διαφορετικές εποχές. Στην κρίση λοιπόν του ακροατηρίου. Και ευχές μακροημέρευσης και δημιουργικότητας για το ιστολόγιο.
Με την ευκαιρία των αναγνωστικών ενδιαφερόντων για τον βενετοκρατούμενο Χάνδακα, φαντάζομαι γνωρίζετε το βιβλίο «Στον καιρό της σχόλης» του Τζουάνε Παπαδόπουλου από τις Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης. Κι εκεί ιστορίες καθημερινότητας του 17ου αιώνα. Πολύ ενδιαφέρον.
Α βέβαια, και γω τον συνιστώ τον Τζουάνε!
Ναι, βέβαια, ο Τζουάνε είναι καταπληκτικός στις περιγραφές του. Από τα φαγητά μέχρι και τις κοινωνικές τάξεις και την περιγραφή των χωρικών και των αρχόντων, σε μεταφέρει κατευθείαν εκεί και τότε. Ευχαριστώ πολύ.
Διόρθωση : για τον ιστολόγο πρώτα απ΄ όλα βέβαια και μετά για το ιστολόγιο.
Αν μακροημερεύει το ιστολόγιο, μακροημερεύει και ο ιστολόγος! Το αντίθετο μπορεί και να μην ισχύει 😉
Αν δεις πάντως τα αρχεία του οθωμανικού ιεροδικείου του Χάνδακα, πάντως (στις ίδιες εκδόσεις, της Βικελαίας), νομίζω θα δεις λιγότερο αυτό το φαινόμενο (αν και υπάρχουν μια-δυο μυστηριώδεις σημειώσεις, για παράδειγμα ένα σημείωμα που αναφέρει πως γέννησε η φοράδα του κλητήρα…)
Πολυχρονος, Δυτη!
Κερασια Αχριδας οι αναρτησεις σου!
Καλώστονα κι ευχαριστώ! Είδες στο άλλο το κονάκι που έχουμε κάτι βλάχικου ενδιαφέροντος; https://sarantakos.wordpress.com/2016/03/14/pi/#comment-342502
Άντε να τα ζυγίσεις αυτά τώρα… 🙂
Για σου Δύτη με τα κεράσια σου τα λαχταριστά!
Άμποτε και στα εκατό το ιστολόι και ο ιστολόγος εκατό δέκα 🙂
ΥΓ. Μου είναι σχεδόν αδύνατο να φανταστώ ένα σημερινό δικαστή με τέτοια παιγνιώδη διάθεση…
Χρόνια πολλά, Δύτη! Χιλιάδες να γίνουν οι αναρτήσεις του ιστολογίου σου, εκατομμύρια οι αναγνώστες τους.
Ωπ, έπεσε σύρμα βλέπω! Ευχαριστώ παίδες και κόρες!
Ρογήρε, εσύ χρωστάς κάτι Βογόμιλους λέει
Ιμόρ, τόσο μουρτζούφληδες είναι όλοι οι διάδοχοι των καδήδων ε;
Κρίμα που όταν πήγα στην Αχρίδα δεν είχε κεράσια παρά μόνο ψάρια.Κακώς κι΄αυτά τα πένεψε ο καντις.
Δεν ήταν καλά τα ψάρια;
Είπα να έρθω από δω να δω κανά παλιό άρθρο, γιατί στου Σαραντάκου βαρυστομαχιάζεις με ορισμένα σχόλια, 😀 και τσούπ πέφτω πάνω σε καλούδια! Πολύχρονο το ιστολόγιο!
Για περίμενε μια-δυο ώρες και θα έχουμε και επετειακή ανάρτηση! 🙂
Φέτος θα έχουμε πολλά κεράσια (και αναρτήσεις του Δύτη)!
Πού το ξέρεις;
Γιατί μου αρέσουν!
Γεια στα χέρια σου και πάντα τέτοια.
Πού το ξέρεις;
Γιατί εμφανίστηκε ο Αλφρέδος!
Δεν ξέρω αν θα συνεχίσω σ’ αυτό τον ρυθμό, ας το ελπίσουμε. Η αλήθεια είναι ότι για κάποιο λόγο έχω διάφορα τέτοια οριενταλιστικά στο συρτάρι μου, ξανά 🙂
Εύγε, Δύτη, να τα εκατοστήσεις. Χαίρομαι γιατί δεν τα έχω διαβάσει όλα, άρα…
Στην Οχρίδα να πας, έχει κι έναν τεκέ Τούρκων Χαλβετιέ, έχω πάει. Κάνουν και Ζίκρ. Νομίζω είναι τουρμπές γιατί έχει σε ένα δωμάτιο πολλά μνήματα πράσινα.
Για τον εορτασμό, δεν μπορούμε να σου στείλουμε baba au rum,οπότε πάρε baba et creme, από κάπου από την παλιά Γκιουγκοσλαβία:
Εσύ που ξέρεις τα πολλά, λες αυτό το ρυθμικό ζίκρ να θέλουν να αποφύγουν οι Βυζαντινοί, που στην εκκλησιαστική μουσική έχουν εξοστρακίσει τον απλό ρυθμό; ‘Η το κάνουν απλά για να μη θυμίζει η λειτουργία την ταβέρνα;
Να σου πω, νομίζω ότι οι βάσεις της εκκλησιαστικής μουσικής προηγούνται αρκετά από το δερβισικό ζικρ, όχι;
Μπαιραντάνσονρά, αλλά τι πειράζει. Το ίντερνετ είναι για πάντα.
ραμντάν
Εγώ χρόνια πολλά δεν θα πω γιατί πάλιωσαν τα γενέθλια. Θα ρωτήσω μόνο αν τα έβγαλες τα οριενταλιστικά που είχες στο συρτάρι σου και αναφέρεις σε σχόλιο παραπάνω. [σαν ανέκδοτο φαίνεται ότι μόλις πάω να γράψω σε μπλογκ αρχίζει ο ιμάμης… Του φατζρ (ξημερώματος) αυτή τη φορά…]
Δες το αμέσως επόμενο ποστ — έχω κι άλλα, έχουν όμως σφηνώσει στο συρτάρι 🙂