Δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την επικαιρότητα, αλλά είναι κάτι μήνες που θέλω να γράψω κάτι για τις καντινιέρισες. Τις γυναίκες που ακολουθούσαν το στρατό μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο, πουλώντας στους φαντάρους κρασί, καπνό και ψιλικά. Αρχικά, λέει, ήταν οι σύζυγοι των καντινιέρηδων, και ο επίσημος ρόλος τους ξεκίνησε με αξιοπρόσεκτο τρόπο ως αποτέλεσμα της (κάπως απότομης) κατάπνιξης κάθε προσπάθειας ισότητας των φύλων μέσα στη φωτιά της Γαλλικής Επανάστασης. Διότι ήδη είχαν καταταγεί στρατιωτίνες, και η στρατιωτική υπηρεσία ισοδυναμούσε με την ιδιότητα του πολίτη, κι έτσι τον Απρίλη του 1793 ψηφίστηκε ο νόμος για την εκδίωξη των άχρηστων γυναικών από το στράτευμα. Μπορούσαν να μείνουν μόνον οι πλύστρες -και οι καντινιέρισες.
Έχει μια ωραία περιγραφή ο Ουγκώ (Το 1793, μετάφρ. Κώστα Θεοφάνους, Αθήνα 1981). Εδώ μιλάει («με φωνή στρατιωτική αλλά συνάμα τρυφερή και κάπως ήρεμη») μια καντινιέρισα την άνοιξη του 1793, σε μια χαμένη και χήρα μωρομάνα στο δάσος της Βανδέας, στον εμφύλιο της Βρετάνης (λίγο μετά δεν θα μείνει κανείς ζωντανός):
-Που λες, κυρά μου, μη φοβάσαι διόλου. Σα θες, μπορείς κι εσύ ν’ ακολουθήσεις το τάγμα. Θα κάνεις ό,τι κάνω κι εγώ. Με λένε Ουζάρντ. Είναι παρατσούκλι. Εγώ όμως προτιμώ να με λένε Ουζάρντ παρά δεσποινίς Μπικορνώ, όπως τη μάνα μου. Είμαι καντινιέρισσα, παναπεί πως εγώ δίνω στους φαντάρους πιοτί όταν ντουφεκίζονται και πετσοκόβουνται. Όσα πάνε κι όσα έρθουνε. […] Βρισκόμουνα στο Παρίσι […] Είδα και το Λουδοβίκο 16ο, το Λουδοβίκο Καπέτο που λένε, όταν του κόψανε το κεφάλι στην καρμανιόλα. Δεν ήθελε. Ακούς εκεί καμώματα! […] Πάρτο απόφαση το λοιπόν, κι έλα μαζί μας. Έχουμε καλά παιδιά στο τάγμα. Θάσαι η καντινιέρισσα νούμερο δύο. Θα σου μάθω εγώ τη δουλειά. Α, δεν είναι τίποτα! Θα κρατάς έναν κουβά κι ένα κουδουνάκι, κι απάνω στο μεγάλο σαματά, καθώς θα πέφτουνε οι ντουφεκιές και θα βροντάνε τα κανόνια, μέσα στην κοσμοχαλασιά, εσύ θα φωνάζεις: «Ελάτε, παιδιά! Ποιος θέλει να πιει ένα ποτηράκι;» Και σπατσάρεις. Εγώ τους κερνάω όλους. Μα την πίστη μου. Και τους Λευκούς και τους Γαλάζιους, κι ας είμαι Γαλάζια η ίδια. Και μάλιστα φανατικιά Γαλάζια. Κι όμως τους κερνάω όλους. […] Έλα, το λοιπόν, μαζί μας. Σα θα σκοτωθώ κι εγώ καμιά ώρα, θα κληρονομήσεις τη δουλειά μου. Μη με βλέπεις έτσι εμένα, ταπεινή. Είμαι καλός άνθρωπος, και λεβέντισα. Μη φοβάσαι το παραμικρό.
Προσθέτει ο Ουγκώ: Οι τροφοδότισσες [καντινιέρισες] ακολουθούν εθελοντικά τις προφυλακές. Βέβαια, παίζουν με το θάνατο, παράλληλα όμως βλέπουνε και κάτι. Η γυναικεία τόλμη ξεκινά πολλές φορές από την περιέργεια.
Αρχικά δεν είχαν ούτε στολή ούτε τίποτα, μόνο το βαρελάκι τους. Ο Σταντάλ, στο Μοναστήρι της Πάρμας, περιγράφει πολύ όμορφα τη φιλική καντινιέρισα (και μια όχι και τόσο φιλική) που παίρνει στην προστασία της το νεαρό Φαμπρίτσιο στη μάχη του Βατερλό (και χάνει, στο τέλος, το άλογο και τ’ αμαξάκι της). Μετά τη γαλλική εκστρατεία στην Αλγερία, το 1830, διαβάζω ότι άρχισαν να προσαρμόζουν τις στολές του συντάγματος. Συνέχισαν να πηγαίνουν στη μάχη, μέχρι τα τέλη του αιώνα οπότε η νέα αντίληψη για την οργάνωση του στρατού άρχισε να τις διώχνει ή να τις μετατρέπει σε κάτι σαν πολιτικές υπαλλήλους. Φαίνεται ότι μετά το Ναπολέοντα, τουλάχιστον, άρχισε να θεωρείται εντελώς απρεπές να μιλά κανείς για καντινιέρισα που πιάνει και όπλο: η εικόνα που κυριαρχούσε πια ήταν η καντινιέρισα-νοσοκόμα, η μητρική ή αδελφική φιγούρα –α ναι, και η διαφήμιση.
Αυτά όχι μόνο στη Γαλλία: μόνο που για τους άλλους στρατούς ξέρουμε ελάχιστα. (Όχι πως για τη Γαλλία ξέρουμε πολλά περισσότερα: απ’ ό,τι φαίνεται, ένας άνθρωπος μόνο τόχει ψάξει). Σε ένα ωραίο διήγημα του Κίπλινγκ φιγουράρει η Τζούντυ Σήχυ, η κόρη του καντινιέρη σε κάποιο ινδικό σύνταγμα, και η μοχθηρή μητέρα της.
Εδώ μπορείτε να διαβάσετε ένα ρεπορτάζ του 1880 για την κυρία Φετέρ, μια καντινιέρισα που επέζησε όλων των ναπολεοντείων πολέμων, απέκτησε δώδεκα παιδιά (και μια εγγονή αστέρι στο πιάνο), μόνο για να καταλήξει να κεντά στα γεράματα, σε έναν τέταρτο όροφο μιας οδού Μαρτύρων, σε ένα Παρίσι που ίσως δεν θα αναγνώριζε, μια πόλη όπου η ρακή (το παστίς) δεν θα πουλιόταν με το βαρελάκι. Όπως κλέψανε το άλογο της καντινιέρισας του Σταντάλ οι φαντάροι που τρέχαν να σωθούν από το Βατερλό, έτσι και αυτής της έκλεψαν την ετήσια σύνταξη στο ιππήλατο λεωφορείο. Και μάλλον με τον ίδιο τρόπο θα θρηνούσε, όπως το περιγράφει ο Σταντάλ: Προχωρούσε πεζή, τα μάτια της είταν κατακόκκινα και κάθε τόσο έκλαιγε. […] -Και να σκεφτεί κανείς πως είταν Γάλλοι αυτοί που με ληστέψανε, που με δείρανε, που μ’ αφανίσανε…
Ωστόσο, θέλω να σκέφτομαι, με παρόμοιο τρόπο και στη συνέχεια:
-Μα πώς! δεν είταν οι εχθροί; –είπε ο Φαμπρίτσιο μ’ ένα απλοϊκό ύφος […]
-Τι κουτός που είσαι, χρυσό μου! –είπε η καντινιέρα χαμογελώντας ανάμεσα στα δάκρυά της· –μα δεν πειράζει, είσαι τόσο καλό παιδί.
(η μετάφραση του Σταντάλ, του Γιάννη Μπεράτη. Μια ωραία συλλογή φωτογραφιών, εδώ).
Ωραίος Δύτη. Διαβάζοντας το ποστ ο νους μου πήγε στις Αμαζόνες της Δαχομέης (Μπενίν).
http://en.wikipedia.org/wiki/Dahomey_Amazons
http://books.google.gr/books?id=WGWWceCytmkC&printsec=frontcover&hl=el&source=gbs_ge_summary_r&cad=0#v=onepage&q&f=false
Ρε συ, ήθελα να το δουλέψω λίγο ακόμα αλλά κατά λάθος πάτησα «δημοσίευση» αντί για «προεπισκόπηση». Τώρα ό,τι έγινε έγινε –χαίρομαι που σ’ άρεσε πάντως!
μπήκα κάπως τυχαία και μου άρεσε το μπλογκ σας
καλή Κυριακή να έχετε
Επίσης! Είμαστε και κοντοχωριανοί βλέπω (έχω καταγωγή απ’ την Κύμη…)
Καλημέρα Δύτα,
Όπως και ο σαράντ και εγώ δεν είχα επισημάνει τις καντινιέρισσες. Ευχαριστώ για την παρουσίαση.
Εδώ ρίχνω και τις ευχές μου για καλή πορεία του νέου βιβλίου σου αν και οριακά μπορώ να το προσεγγίσω.
Τέλος κάνω λάθος όταν νομίζω ότι βρίσκονται δικοί σου στην Παραλία;
Όπως έχω πει στο παρελθόν αποτελώ ομότιμο μέλος του Συλλόγου των Κουμόπληκτων.:grin:
Ό,τι πρέπει για Κυριακή πρωί Δύτη. Ευχαριστούμε. 🙂
Μα τι πρωί, μεσημέριασε! 🙂
Ερμ… Ξενύχτησα; Σημασία στην κατηγοριοποίηση έχει το κατά πόσο έχει διαβαστεί πριν το μεσημεριανό φαγητό. 😉
Reblogged this on Oxtapus *beta.
Reblogged this on mySatellite.
Ωραίο κύριε Δύτα! 🙂
Oι καντινιέρισσες είχαν και καθήκοντα ας πούμε νοσοκόμων; Ή μόνο πιοτί;
Μού γεννήθηκε η απορία λόγω της Κριμαϊκής φωτό. (ο πρώτος πόλεμος που καλύφτηκε δημοσιογραφικά και εκεί που διάπρεψε η Φλόρενς Νάιτινγκεηλ σαν νοσοκόμα και -κυρίως!- σαν στατιστικολόγος)
Ε λοιπόν δεν είχα ιδέα για τα στατιστικά κατορθώματα της Φλόρενς!
Φαίνεται πως ναι, έκαναν άτυπα και τις νοσοκόμες, αλλά (απ’ ό,τι καταλαβαίνω) μόνον αν τύχαινε, και σε όχι πολύ σοβαρές περιπτώσεις.
Ωραίος!
Μη σου πω αρουραίος! 🙂
(Σήμερα σε σκεφτόμουνα, στο μεταξύ)
κι εμείς στην κουμπαροσύναξη σήμερα.
Εγώ πάλι δεν είχα ιδέα ούτε για τις καντινιέρισσες ούτε για τη μετάφραση του «1793» από τον Θεοφάνους, η οποία φαίνεται εξαιρετική. Το κείμενό σας, Δύτα, πολλαπλώς διαφωτιστικό!
Εσάς πάλι κ. Λιαπή κάπου σας ξέρω 😉
Λοιπόν κι εγώ πρόσφατα έμαθα για τις καντινιέρισες, και τότε θυμήθηκα και την περιγραφή του Σταντάλ. Το ’93 πήγα να το ξαναδιαβάσω στην τύχη χτες και έπεσα ήδη στις πρώτες σελίδες στην καντινιέρισα (τροφοδότισσα γράφει η -όντως καταπληκτική!- μετάφραση, και μάλλον το πρωτότυπο θα έχει τον παλιότερο όρο, vivandière). Το βιβλίο είναι στη σειρά του Ζαχαρόπουλου.
Α να, βρήκα και το πρωτότυπο:
Όπου βλέπουμε ότι ενώ στο κείμενο ο Ουγκώ γράφει vivandière, όταν μιλά η ίδια λέει cantinière –και πράγματι, όπως φαίνεται, ο δεύτερος όρος φαίνεται να αναπτύχθηκε ακριβώς εκείνα τα χρόνια (και να υποχώρησε κάπως μετά την Παλινόρθωση). Ωραίο και το κλείσιμο όμως: je suis une bonne femme et un brave homme 🙂
Λοιπόν το όνομα της καντινιέρισας του Ουγκώ, la Houzarde, έχει σχέση με τους ουσσάρους και είναι κάτι σαν έφοδος. Υπάρχει και εμβατήριο, βρήκα ακόμα και ένα κόμικ του 1895.
Οι ουσσάροι (hussard, παλιότερα houzard, από το ουγγρικό huszár,) ήταν μονάδες του ελαφρού ιππικού, με κύρια αποστολή την αναγνώριση, τον αιφνιδιασμό και την καταδίωξη. Ξεχώριζαν από τις φανταιζί στολές τους -η κεντρική φιγούρα στον πίνακα, στην οποία επικεντρώνεται η προσοχή της καντινιέρισσας είναι ουσσάρος- την ικανότητά τους στην κατανάλωση αλκοόλ και την απόλυτη περιφρόνηση του θανάτου. « Τout hussard qui n’est pas mort à 30 ans est un jean-foutre », έλεγε ένας στρατηγός τους, ο Λασάλ (Antoine Charles Louis, baron de Lasalle.) Ετούτος σκοτώθηκε στα 34 του, στο Βαγκράμ. Η έκφραση « à la hussarde » σημαίνει και την βίαιη, την χωρίς συγκρατημό, την άξεστη συμπεριφορά.
(Δύτη, μη με κατηγοράς πως μπαίνω μόνο άμα ακούω μουζική. Απομέσα από την Κύμη είσαι; Η γυναίκα μου είναι από τους Ταξιάρχες.)
Το ξέρω ότι σ’ ενδιαφέρει κι η ιστουάρ μιλιταίρ 😉
(από μέσα από την Κύμη, ναι)
Παράδοξο, με την ιστουάρ μιλιταίρ, ε; Ήταν η βοκασιόν μου, αλλά οι γονείς μου επέμειναν φορτικά να γίνω μουζικός.
Πάρα πολύ ωραίο, κύριε Δύτη.
Εγώ μόλις πρόσφατα ανακάλυψα το ιστολόγιο και δεν έχω καταφέρει ακόμα να διαβάσω παλιότερες αναρτήσεις, αλλά αυτή εδώ πραγματικά μου άρεσε.
Έχω όμως μια παρατήρηση πάνω στο σχόλιο του Ουγκώ περί γυναικείας τόλμης και περιέργειας. Μήπως αντί να αποδώσουμε αυτή την παράτολμη συμπεριφορά των καντινιέρισων στην περιέργεια (που μάλιστα φαίνεται να θεωρείται ίδιον των γυναικών εν γένει) θα πρέπει να σκεφτούμε ότι ίσως οι γυναίκες αυτές, με το να ακολουθούν τις προφυλακές, είχαν και την ευκαιρία να μαζεύουν και τίποτε τιμαλφή από τους νεκρούς;
Ευχαριστώ πολύ! Χαίρομαι όταν συμβαίνει αυτό 🙂
Για την παρατήρηση, γιατί όχι; Αν και το ρόλο αυτό ο Ουγκώ τον επεφύλασσε μάλλον στους Θερναδιέρους! Στην περιγραφή του Σταντάλ, πάντως, η καντινιέρισα δεν είναι ακριβώς στη φωτιά της μάχης –έχει και κοτζάμ αμαξάκι.
Ωπ, καινούργιο άρθρο ο Δύτης -μπράβο, πολύ καλό. Και να σκεφτείς πως αγνοούσα τα πάντα γι τις καντινιέρισσες!
Νίκο και Αλφ (έχεις μέιλ) ευχαριστώ! 🙂
Υπέροχο !!!! Μου θύμισε τη Μάνα Κουράγιο του Μπρεχτ. Θα μπορούσε μια καντινιέρισσα να είχε εμπνεύσει τον Μπρεχτ γι΄ αυτό το έργο ;; Βέβαια η Μάνα Κουράγια έκανε γενικόν εμπόριον που λένε, με διάφορα είδη, όχι μόνο κρασί. Και πάλι συγχαρητήρια για την απολαυστική ανάρτηση.
ήταν καντινιέρισα η Τουρκάλα η Μαριγώ που ακολουθούσε ντυμένη με ανδρική ενδυμασία,τον Καραισκάκη;
Η Μαριγώ ήταν η γκόμενα του Καραισκάκη, θαρρώ. Που την ξετρύπωσες την Αδελίτα; Μου αρέσουν πολύ τα κορρίδος της μεξικάνικης επανάστασης.
Ναι, τη σκέφτηκα κι εγώ τη Μάνα Κουράγιο. Αλλά αυτή η εποχή είναι άλλη κατηγορία: δες αυτό το πολύ διαφωτιστικό λινκ. Οι αυστηροί στρατιωτικοί κανονισμοί τις είχαν εξαφανίσει πάντως τις Μάνες Κουράγιο μέχρι το 1700 (λέει), εμφανίστηκαν μετά οι γυναίκες των καντινιέρηδων και με τη Γαλλική Επανάσταση οι ανεξάρτητες καντινιέρισες, επιχειρηματίες κατά κάποιο τρόπο.
Για την τουρκάλα Μαριγώ του Καραϊσκάκη, δηλώνω πλήρη άγνοια (ως μη ώφειλα) 🙂
Ωραία λοιπόν …. 🙂
Αν δεν άρεσε σε σένα, παπούλη, σε ποιον θ’ άρεσε; 🙂
Βρε, βρεεεε! Άρθρο.
Πάντως, όσον αφορά «Μοναστήρι της Πάρμας», από τη συνέχεια της αφήγησης προκύπτει έμμεσα ότι τον αφελή και μισοπεθαμένο Φαμπρίτσιο τον ξάφρισαν η καντινιέρισσα μαζί με το δεκανέα που ήθελε κατά τ άλλα να τον παρασημοφορήσει.
Ωχ, τώρα που το λες το ξανακοιτάζω: «διαπίστωσε πως δεν είχε πια παρά μονάχα δεκαοχτώ ναπολεόνια αντί για τριάντα που νόμιζε πως είχε». 😦
Μπράβο, αυτό εννοούσα.
Όπου και η αντίστιξη ανάμεσα στους Γάλλους που «γλιστρούν πάνω στα γεγονότα της ζωής» και δεν το ‘χουν για κακό την παγαποντιά και τους παναμώμητους τόσο τίμιους Φλαμανδούς μετά.
Άραγε οι Φλαμανδοί αποσχιστές το ‘χουν πάρει χαμπάρι αυτο το κομμάτι να το επικαλούνται; γιατί κάτι τέτοια λένε για τον εαυτό τους.
Καταπληκτικός, διαφωτιστικός και πλήρης.
Γεια σου Λεώνικε, μερσί!
Ηλεφού, τι είναι όμως οι παναμώμητοι;
E, πώς λέμε άμωμος…
Βλέπω ότι αρχίσαμε να παίρνουμε έναν ρυθμό… Πολύ ωραία! να συνεχίσετε έτσι!
Μια μικρή παρατήρηση-επίπληξη; όχι πια το παστίς και η ρακή ίδιο πράμα! σαν να λέμε, μπακλαβάς-millefeuille, même combat.
Για να επανέλθουμε στο θέμα, υπήρχαν τρεις κατηγορίες, οι εξής τέσσερις: vivandières, cantinières, blanchisseuses et… prostituées (να μην ξεχνάμε και το repos du guerrier, είχαν κι άλλες φυσικές ανάγκες οι κακόμοιροι).
Το κλείσιμο του Ουγκώ (« je suis une bonne femme et un brave homme ») πολύ ενδιαφέρον. Σ΄αυτό το ωραίο άρθρο, ένας ανακεφαλαιωτικός ορισμός: « La cantinière […] appartient à un sexe intermédiaire, à quelque chose d’androgyne, beaucoup plus rapproché du sexe fort que du sexe faible ».
Αλλά, όπως το βίντεο σκότωσε τον ραδιοστάρ και η περιέργεια τη γάτα, οι άντρες οι πολλά βαρείς έδιωξαν τις γυναίκες από το στρατό.
Και για την περηφάνια των Φλαμανδών του Ηλεfou, κατά τύχη έμαθα ότι ο Αδάμ μιλούσε φλαμανδικά:
• Il parlait le flamand :
Adam est la même chose que Hath-Dam, une digue opposée aux flots de l’Envie, ce nom ayant été donné au premier homme pour l’avertir de résister à l’envie du serpent. Eva, c’est Eu-Vat, le Vase dont le siècle, ou le genre humain, est sorti ; ou bien Eet-Vat, le vase du serpent, parceque le Verbe devait naître d’elle pour conclure avec les hommes l’alliance qui les a sauvés.
Jean Van Gorp Becan, Origines Anlver-pianae, sive Cimmeriorum Becceselana novem libros complexa, 1569, cité in Bizarre, avril 1956.
[Απόσπασμα από το περίφημο Dictionnaire de la bêtise et des erreurs de jugement — Bouquins, Robert Laffont]
Τι να πρωτοαπαντήσω!
Να πω την αμαρτία μου παστίς νομίζω δεν έχω δοκιμάσει (αν και έχω πιάσει μπουκάλι). Κάπου κάποια μετάφραση έλεγε για ρακή -ο Ουγκώ πάντως λέει απλώς du coupe-figure.
Α, ώστε δεν είναι μόνο ο Thomas Cardoza που έχει ασχοληθεί! Αυτός πάντως επιμένει ιδιαίτερα ότι οι καντινιέρες δεν ήταν prostituées.
Και τέλος για τα φλαμανδικά: εδώ δεν με πιάνεις, το ήξερα ήδη 🙂 Το γράφει ο Έκο στην «Αναζήτηση της τέλειας γλώσσας» (αν θυμάμαι καλά δλδ).
Και καλύτερα! δεν χάνεις τίποτα που δεν το δοκίμασες (αν και έχει μερικά σχεδόν μη βιομηχανικά που οι λάτρεις λένε ότι είναι καλά).
Coupe-figure, ξουράφι δηλαδή. Καταλαβαίνεις την ποιότητα. Αυτό που λέμε tord-boyau, σου κάνει τα άντερα κοκορέτσι.
Όχι βέβαια. Έχει καμπόσους, μεταξύ των οποίων κι αυτόν.
Και βέβαια, οι prostituées ήταν ξεχωριστό σώμα (αν μου επιτραπεί η έκφραση).
Αυτό του Eco δεν το έχω διαβάσει. Ο Αδάμ ήταν απλά για το ανέκδοτο.
Άλλωστε εμείς το ξέρουμε, ε; «Everything is greek!»
Δηλαδή σαν τις «Γυναίκες της Πίνδου» ένα πράμα! 🙂 Καλημέρα
Nicolas: για μια ακόμα φορά λοιπόν βιάστηκα να γράψω (άκου «ένας άνθρωπος μόνο τόχει ψάξει»!!)
Γρηγόρη: αμάν εσείς οι Ηπειρώτες (όλα καλά αλλά «σαν
τη Χαλκιδικήτην Πίνδο δεν έχει») 🙂αχα
εξ κούμης λοιπόν
ε τότε καιρός να γράψετε και για αυτήν
ότι θέτε φυσικά
νομίζω ότι έχει δίκιο ο μπετατζής, δύτη : και η «μάνα κουράγιο» καντινιέρισα ήτανε (εγω τουλάχιστον πάντα σα καντινιέρισα τη σκεφτόμουνα – τώρα βλέπω και στη βίκι ότι ο όρος έρχεται απ’ τον μεσαίωνα : http://de.wikipedia.org/wiki/Mutter_Courage_und_ihre_Kinder
εντάξει, τότε λεγόταν «εμπόρισσα», αλλά ουσιαστικά το ίδιο δεν ήτανε ; )
πω πω συζήτηση για τα πάτρια χώματα ! 🙂
υγ : το «μοναστήρι τής πάρμας» υπάρχει (υπάρχει ακόμα ; αγνοώ) και στον «εξάντα» πάντως
(και υπήρχε και στον «γκοβόστη» σε μετάφραση τού μπεράτη (αυτήν έχω διαβάσει αν θυμάμαι) : http://www.biblionet.gr/main.asp?page=results&Titlesid=14921
Χάρη, κι εσύ ευβοιώτισσα;
Καντινιέρισα μπορεί να ήτανε η Μάνα Κουράγιο, αλλά αν τη συγκρίνεις με τις Γαλλίδες της Βανδέας ή του Ναπολέοντα ή τις μεταγενέστερες έχει πολλά διαφορετικά στοιχεία, δες και την απάντησή μου με τα λινκ της –αν μη τι άλλο, η ας πούμε παραστρατιωτική συνοδεία του 17ου αιώνα είναι ακριβώς αυτό, μικροεπιχειρηματίες που ακολουθούν τα σώματα, ενώ από τα τέλη του 18ου έχουμε κάτι σαν ενσωματωμένη μικροεπιχείρηση, να το πω έτσι.
Η μετάφραση του Σταντάλ που διαβάζω εγώ είναι αυτή του Γκοβόστη, απλά επανεκδομένη σε φτηνό χαρτί από την Ελευθεροτυπία πριν από λίγα χρονάκια.
όχι ούτε ευβοιώτισσα ούτε κουμιώτισσα απλώς απορούσα πώς χώθηκε αυτή η συζήτηση εδωμέσα (και η φατσούλα λογάριαζα να’ναι 😛 και μού βγήκε ηπιότερη ( ! 🙂 )
πάντως μ’ έκανες να ψάξω για τις καντινιέρισσες !!
Καθυστερημένη ανταπόκριση, αγαπητέ Δύτη, αλλά φαντάζομαι ότι δεν θα είχες αντίρρηση για μια μουσική επένδυση. Η πιο γνωστή καντινιέρισσα στην κλασική μουσική είναι βέβαια η Μαρί, η Κόρη του Συντάγματος, στην ομότιτλη όπερα (La Fille du Regiment) του Ντονιτσέτι, υιοθετημένη από βρέφος και μεγαλωμένη από τους φαντάρους του 21ου Συντάγματος, και δικαιωματικά εκλεγμένη στη θέση αυτή με ομοφωνία (vivandière élue à l’unanimité). Δες την εδώ σε ερμηνεία της «καθηλωτικής» Τζόαν Σάδερλαντ:
Α, ωραία, Earion, ευχαριστώ! Εννοείται καμία αντίρρηση και βέβαια ντρέπομαι που κάτι ακόμα μου ξέφυγε. Ας μου συγχωρεθεί μια και γενικά δεν είμαι της όπερας με κάποιες εξαιρέσεις…
Πολύ ενδιαφέρουσα ανάρτηση. Διάβασα όλα τα σχόλια για να δώ αν είχε αναφερθεί η Fille du Regiment, και βέβαια είχε, στο τελευταίο. Οπότε θα σχολειάσω στο εικαστικό: η κοπέλα στον πίνακα του Μορώ μάλλον δεν είναι καντινιέρισσα που ακολουθεί το στρέτευμα. Φαίνεται καθαρά αυτό στις ματιές των στρατιωτών, που δεν φαίνονται να κοιτάζουν ένα γνώριμο πρόσωπο — κάθε άλλο. Είναι και το τραπέζι — που μάλλον δεν θα κουβαλούσαν μαζί τους οι στρατιώτες σε εκστρατείες. Η κοπέλα είναι ντόπια, και οι στρατιώτες έφτασαν εκεί μετά από πορεία. Ο τίτλος του πίνακα την περιγράφει σαν μια «Markthändlerin» που το Google μεταφράζει στα Ελληνικά «trader της αγοράς» (φαίνεται ότι το Google δέχεται ότι αγγλικές λέξεις χρησιμοπούνται στα ελληνικά με το αλφάβητό τους). Και στα αγγλικά «market trader».
Ευχαριστώ! Η Βίκι με ηπάτησε, λοιπόν…
Ξαναξεφυλλίζοντας τον «Μαιτρ και Μαργαρίτα» του Μπουλγκάκοφ, έπεσα στην παρακάτω περικοπή που μου είχε διαφύγει. Μιλά ο Βολάντ, ο Διάολος, σε ένα φουκαρά μπουφετζή:
Καλή χρονιά, παιδιά!
Ωραίο το άρθρο για τις καντινιέρισες του πολέμου.
Η Γυναίκα φίνα, καντινιέρισα ίσως ενέπνευσε και τον στίχο
«Κουρντίστηκες, κυρά μου, στην πένα, στο καντίνι,»
στο «Απόψε κάνεις μπαμ» (Το μπαμ των κανονιών άραγε;)
🙂
😀
http://www.socomic.gr/2015/06/kourafelkithra-v1-tsitsanis/