Από την αρχή-αρχή αυτού δω του μπλογκ ήθελα να βάλω αυτό που ακολουθεί, μόνο που βαριόμουν την πληκτρολόγηση. Απόψε βαριέμαι να κάνω ο,τιδήποτε άλλο και έχω όρεξη για δοκιμιακά πράγματα, οπότε ορίστε. Όσες φορές ξαναδιαβάζω τον Τόμας Μαν, τρία πράγματα στην τέχνη του μου κάνουν πάντα εντύπωση: οι ερωτικές εξομολογήσεις· οι εμφανίσεις του διαβόλου· και οι θάνατοι. Ιδίως αυτοί εδώ οι θάνατοι, από τους Μπούντενμπρόκ (μετάφραση Τούλας Σιέτη, Αθήνα 1986), το πρώτο του μυθιστόρημα και ίσως το πιο ενιαία απολαυστικό: τρεις γενιές, μια παρακμή, τρεις θάνατοι. Είναι ένα είδος σαμσάρας και ίσως αυτός είναι ο λόγος που το θυμήθηκα, απ’ τον Σραόσα δηλαδή.
Στον πρώτο, η φύση σα να συμμετέχει. Ένας θάνατος είναι μια αφαίρεση απ’ το σύμπαν, ένα τράνταγμα στο φιλμ, μια χαρακιά στο βινύλιο:
Έμειναν όλοι για λίγο έτσι σιωπηλοί περιμένοντας τον πρόξενο. Η ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή […] Για μια στιγμή έγινε απόλυτη σιγή.
Και τότε ξάφνου, ακολούθησε εκείνη η στιγμή… συνέβη κάτι άφωνο, τρομακτικό. Η κουφόβραση έμοιαζε διπλασιασμένη, η ατμόσφαιρα έμοιαζε να ασκεί μέσα σε ένα δευτερόλεπτο μια ραγδαία αυξανόμενη πίεση […] Κι αυτό το αξεδιάλυτο πλέγμα πίεσης, αυτή η ένταση, αυτή η αγωνία του οργανισμού που όλο μεγάλωνε, θα είχε γίνει αβάσταχτη, αν είχε κρατήσει ένα κλάσμα του δευτερολέπτου περισσότερο, αν τη στιγμή της ταχύτατης κορύφωσής του δεν είχε ακολουθήσει χαλάρωση, μετατόπιση… […] αν ακριβώς εκείνη τη στιγμή, χωρίς να έχει πέσει προηγουμένως σχεδόν ούτε μια σταγόνα, δεν είχε ξεσπάσει δυνατή η βροχή, έτσι που το νερό να αφρίζει στο ρείθρο και στο πεζοδρόμιο να πετάγεται ψηλά…
[…] Και τότε ήρθε η Λίνε, η υπηρέτρια Λίνε […] Κατέβηκαν πετώντας τη σκάλα […] Αλλά ο Γιόχαν Μπούντενμπρόκ ήταν κιόλας νεκρός.
Ο δεύτερος που πεθαίνει είναι ο Τόμας Μπούντενμπρόκ, γιος του προηγούμενου, γυρνώντας απ’ τον οδοντογιατρό. Εδώ το βλέμμα μας είναι ακριβώς στο μυαλό ή μάλλον στη συνείδηση ή ακόμα ακριβέστερα στη συναίσθηση του θανόντος -και ο θάνατος σαν κάτι ξένο που έρχεται, ξένο αλλά στην πραγματικότητα εσώτερο, ας το πω έτσι.
Και τώρα; Γραμμή στο σπίτι και στο κρεβάτι, να προσπαθήσει να κοιμηθεί. Ο πόνος του νεύρου φαινόταν ναρκωμένος· υπήρχε μόνο ένα διάχυτο, έντονο κάψιμο στο στόμα του. […] Μετά είκοσι βήματα αισθάνθηκε δυσφορία. Θα πάω απέναντι στο καπηλειό και θα πιω αναγκαστικά ένα κονιάκ, σκέφτηκε και κατέβηκε στο κατάστρωμα του δρόμου. Φτάνοντας στη μέση περίπου του δρόμου, του συνέβη το εξής: είχε την αίσθηση πως του είχαν αρπάξει το μυαλό, πως μια δύναμη ακαταμάχητη το στριφογύριζε αναγκάζοντάς το να γράφει μεγάλους, μικρούς, πιο μικρούς ομόκεντρους κύκλους, με ταχύτητα που ολοένα μεγάλωνε, που μεγάλωνε φοβερά, και πως στο τέλος με τρομερή, άγρια, ανελέητη ορμή το βρόντησε στο σκληρό σαν πέτρα κέντρο αυτών των κύκλων… Έκανε μισή στροφή και με τα χέρια ανοιχτά έπεσε μπρούμητα στο βρεγμένο λιθόστρωτο.
[…] Έτσι κοιτόταν, και έτσι έμεινε, μέχρι που ήρθαν μερικοί και τον γύρισαν.
Ο τρίτος είναι ο Χάννο Μπούντενμπρόκ, γιος του προηγούμενου, παιδάκι με καλλιτεχνική και διόλου εμπορική φύση ως θα ώφειλε. Για να εκτιμήσετε πλήρως το απόσπασμα, θα έπρεπε να είχα αντιγράψει τρεις σελίδες με ιατρικίζουσες περιγραφές, τις οποίες τώρα θα πρέπει να μαντέψετε μέσα από τα αποσιωπητικά. Εδώ ο θάνατος είναι το τέλος του δρόμου, και είναι συνάμα θάνατος του μικρού και ολόκληρης της εμπορικής δυναστείας. Με τρελαίνει αυτή η επανάληψη της πρώτης φράσης, αυτό το da capo που μετατοπίζει την οπτική… μα διαβάστε:
Με τον τύφο έχει ως εξής:
Ο άνθρωπος αισθάνεται μια ψυχική αδιαθεσία να γεννιέται μέσα του που χειροτερεύει γοργά […] Ταυτόχρονα τον κυριεύει σωματική κούραση, που δεν περιορίζεται μόνο στους μυς και στους τένοντες , αλλά επεκτείνεται και στις λειτουργίες όλων των εσωτερικών οργάνων […] Τη δεύτερη βδομάδα ο άνθρωπος ελευθερώνεται από τους πόνους στο κεφάλι και τα μέλη· αντ’ αυτού όμως οι ζαλάδες είναι σημαντικά εντονότερες […] Η θερμοκρασία του σώματος φτάνει τους σαρανταένα βαθμούς…
Την τρίτη βδομάδα η αδυναμία έχει φτάσει στο ζενίθ της […] Ένας άξιος γιατρός με σοβαρές γνώσεις […] θα είναι εν τούτοις σύντομα σε θέση να πει τα πράγματα με το όνομά τους […] Όμως η χρήση όλων αυτών των μέσων γίνεται τελείως στην τύχη […] Γιατί ένα πράγμα δεν ξέρει […] Δεν ξέρει αν σ’ αυτή την περίπτωση η ασθένεια που αυτός ονομάζει «τύφο» είναι κατά βάθος ένα ασήμαντο ατύχημα […] -ή, αν είναι απλά μια μορφή αποσύνθεσης, ένδυμα του ίδιου του θανάτου […]
Με τον τύφο έχει ως εξής: στο απόμακρο παραλήρημα του πυρετού, στην πυρωμένη έρημο του αρρώστου, βοά η ζωή με την καθαρή, παραινετική φωνή της. Σκληρή και δροσερή αυτή η φωνή προφταίνει το πνεύμα, καθώς πορεύεται στον άγνωστο και φλογισμένο δρόμο που οδηγεί στη σκιά, στη δροσιά, στην ειρήνη. Ο άνθρωπος αφουγκραζόμενος συλλαμβάνει την καθαρή, ζωηρή και λίγο ειρωνική παραίνεση να αλλάξει γνώμη και να γυρίσει πίσω, στον τόπο από όπου έρχεται η φωνή και που αυτός έχει αφήσει πολύ πίσω και έχει κιόλας λησμονήσει. Εάν αναβλύσουν ορμητικά μέσα του, σαν αίσθηση δειλής παράβασης του καθήκοντος από μέρους του, τα αισθήματα […] της αγάπης και της οικειότητας για εκείνο το ειρωνικό, πολύχρωμο και βάρβαρο πάρε δώσε που έχει αφήσει πίσω του: τότε, όσο και αν έχει χαθεί μακριά στην ξένη, φλογισμένη ατραπό, θα γυρίσει και θα ζήσει. Αν όμως, ακούγοντας τη φωνή της ζωής, σκιρτήσει από φόβο και αποστροφή, εάν αυτή η ανάμνηση, αυτός ο ερωτικός, προκλητικός ήχος τον κάνει να κουνήσει το κεφάλι […] και να τραπεί σε φυγή στο δρόμο που έχει ανοιχτεί για να γλιτώσει… όχι, είναι καθαρό, τότε θα πεθάνει.
Υπάρχει μια ορισμένη γερμανική μανία με το θάνατο. Πάρτε για παράδειγμα την κλασική ταινία του Φριτς Λανγκ:
Ή, πάλι, το περίφημο απόσπασμα του Ράινερ Μαρία Ρίλκε (Οι σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε, μετάφρ. Δημ. Στ. Δήμου, Αθήνα 1993):
Δεν ήταν ο Χριστόφορος Ντέτλεφ εκείνος στον οποίον ανήκε η φωνή, ήταν ο θάνατος του Χριστόφορου Ντέτλεφ.
Ο θάνατος λοιπόν του Χριστόφορου Ντέτλεφ ζούσεν εδώ και πολλές-πολλές μέρες στο Ούλσγκωρντ και κουβέντιαζε μ’ όλους και ζητούσε. Ζητούσε να τον σηκώνουν, ζητούσε το γαλάζιο δωμάτιο, ζητούσε το μικρό σαλόνι, ζητούσε την αίθουσα […] Ζητούσε να βλέπει φίλους, γυναίκες και ανθρώπους που είχαν πεθάνει, και ζητούσε κι ο ίδιος να πεθάνει: ζητούσε. Ζητούσε και φώναζε.
[…] Αυτός δεν ήταν ο θάνατος ενός κάποιου υδρωπικού, ήταν ο κακός, ηγεμονικός θάνατος, που σ’ όλη του τη ζωή τον κουβαλούσε μέσα του ο αυλικός και τον έτρεφε απ’ τον εαυτό του. Κάθε περίσσευμα περηφάνιας, θελήσεως και δεσποτισμού, που δεν μπόρεσε να χρησιμοποιήσει ο ίδιος στις ήσυχες μέρες του, είχε μεταβιβαστεί στο θάνατό του […]
Κι όταν αναλογίζομαι τους άλλους που έχω ιδεί, ή για τους οποίους έχω ακούσει: πάντα το ίδιο. Όλοι τους είχαν το δικό τους θάνατο […] συγκεντρώνανε τον εαυτό τους και πεθαίνανε έτσι όπως ήσαν κι έτσι όπως θα γίνονταν.
ή, βεβαίως, το θανατερό στοιχείο στον Σούμπερτ ξέρω γω ή (φυσικά) τον Μάλερ.
Αν και βέβαια αυτός που θα εκφράσει επιστημονικά αυτή την έννοια, που θα μιλήσει για τον ατομικό θάνατο που μας κλέβει η ιατρική επιστήμη, θα είναι ένας Γάλλος, ο Φιλίπ Αριές. Αλλά δεν είναι περί θανάτου που ήθελα να γράψω, είναι περί λογοτεχνίας. Και ούτε ήθελα ακριβώς να γράψω, μάλλον να αντιγράψω, νομίζω αξίζει τον κόπο κάπου-κάπου.
Από μένα μην περιμένεις τίποτε λιγότερο από την παραδοχή ότι ο Τόμας Μανν ήταν σχεδόν θεός! 😉
Σχεδόν;!
Πρέπει πάντως να πω ότι απ’ όλα τα βιβλία του (νομίζω έχω διαβάσει τα πάντα από έκταση νουβέλας και πάνω, τουλάχιστον) αυτό που προσπαθώ να ξαναδιαβάσω αυτές τις μέρες, οι Εξομολογήσεις του απατεώνα Φέλιξ Κρουλ, κάπως, πώς να το πω, με κουράζουν χωρίς ανταμοιβή. Και την πρώτη φορά την ίδια εντύπωση είχα γμτ.
Όλα τα άλλα όμως… Φαντάζομαι θα σ’ αρέσει ιδιαίτερα ο Εκλεκτός, ε; 😉
Reblogged this on ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ.
Johann
Thomas
Hanno
Christoph
Μα, Λύκε, πώς το κάνεις αυτό;!;
Ψάχνοντας στη Google. Και τα δύο έργα υπάρχουν στο Project Gutenberg.
» in die glühende Verlorenheit des Kranken »
πολυ ωραιο και δυσκολα μεταφρασιμο. Δεν αξιζει να μαθεις γερμανικα για τον Μαν αλλα αν τα ξερεις ηδη ειναι τα βιβλια του ενα μπονους.
Αυτό είναι που η Σιέτη μετέφρασε «στην πυρωμένη έρημο του αρρώστου». Δεν είναι καλή μετάφραση, λες;
Το google δεν μου δίνει τίποτα στα γρήγορα στα Ελληνικά για το Verlorenheit αλλά το forlornness η το ιταλικό desolazione μου αρέσουν. Το glühende Verlorenheit παντως κυλάει πολύ γλυκά στη γλώσσα για να μπορεί να μεταφραστεί επαρκώς. Τουλάχιστον από εμένα.
Καλή είναι η πυρωμένη έρημος, κάνει και την παρηχησούλα της. Αλλιώς, αν θέλουμε κάτι με το λάμδα, ίσως μια δοκιμή με «λιόπυρη λήθη», που ίσως είναι όμως μια σταλιά (ή και περισσότερες) πιο «έντεχνο» από το γερμανικό.
(Ωραία ανάρτηση, Δύτη. Κρίμα που άργησα να περάσω τη βόλτα μου.)
Τώρα, Δόκτωρα, καταλαβαίνεις και μια κάποια νύξη στα κάτω γερμανικά/ολλανδικά. 😉
Καλό mein lieber Doktor. Αλλά περίεργο που δεν μοιάζει να υπάρχει στα ελληνικά το Verlorenheit , όχι ότι το είχα ξανασυναντήσει αλλού στα Γερμανικά.
«πυρακτωμένη εγκατάλειψη» ???
Κι αυτό ωραίο ακούγεται. Ας μας πουν οι γερμανομαθείς! (και καλωσόρισες!)
Οι Μπουντερμπρόκς είναι αριστούργημα. Το έχω διαβάσει 5 ίσως 6, ίσως 4 φορές, και ανά 2-3 χρόνια του ρίχνω ακόμα μία!
Όσο για τον Thomas, να πω απλώς ότι έχει γράψει και δύο τρεις μεγάλες «πίπεν». Αλλά το Μαγικό Βουνό (το οποίο το έχω διαβάσει 3 παρακαλώ, όχι εύκολα αλλά με μεγάλη ανταμοιβή) και οι Μπούντερμπροκς αρκούν να σβήσουν κάθε άλλο έργο του και να τον βάλουν στο εικόνισμα δίπλα στον Τσέχωφ και διάφορους άλλους…
(το έχεις καταλάβει ότι το υποσυνείδητό σου κάνει πάρτι έτσι; γερμανικοί + θάνατοι στο ίδιο ποστ, στην εποχή του μνημονίου…. ο ψυχοθεραπευτής σου τρίβει τα χέρια του από χαρά και αγαλλίαση)
Γεια σου Πρόβατε! Κι εγώ άλλες τόσες τους Μπούντενμπροκ, και δύο νομίζω το Μαγικό Βουνό. Ποια λες πίπεν; Υπάρχει ας πούμε η «Αυτού βασιλική Υψηλότης» που έχει όμως μια ωραία ερωτική σκηνή. Λιγότερο μ’ αρέσουν κάποιες νουβέλες στυλ Τριστάνου ή Τόνιο Κραίγκερ -ούτε μ’ ενθουσίασε η Λόττε στη Βαϊμάρη.
Μεσευρωπαϊκοί θάνατοι πάντως έχουν παρελθόν εδώ 🙂
Από Τόμας Μαν δεν έχω διαβάσει τίποτα! Δεν ξέρω, λίγο βαρύς μου φαίνεται…Τέσπα, συγχαρητήρια για το ποστ που, μεταξύ μας, δεν πίστευα ότι θα το έβαζες ποτέ. Το δεύτερο θάνατο θυμάμαι που μου τον ανέφερες ένα βράδυ πριν κάμποσο καιρό. Η αλήθεια είναι ότι μου θυμίζει κάτι σαν υπνική παράλυση και ίσως η περιγραφή να είναι εμπνευσμένη απ΄αυτήν. Πως γίνεται άλλωστε να περιγράφεις με ακρίβεια το θάνατό κάποιου όταν εσύ δεν τον έχεις βιώσει ποτέ;
Άντε να παίρνει σειρά και η Άννα Καρένινα….(Για Ντοστογιέφσκι δεν τολμώ να μιλήσω σ’ αυτούς τους χαλεπούς καιρούς…)
Χα! το θυμάσαι ε;
Ωραία η παρουσίαση του Τόμας Μαν!
Αλλά καιρός πια να προετοιμάζεσαι και για τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή τον τηλεοπτικό….
Πάλι;
http://www.antenna.gr/tv/suleiman/
Εγκαινιάζω την είσοδό μου στην παρέα, χωρία να ξέρω αν με θέλετε. Υποθέτω πως ναι, αφόσοαν αφήνετε την Πύλη ανοιχτή. Είμαι γενικά καλό παιδί, αλλά στριμμένος λίγο με τα γλωσσικά. Είμαι και γνωστός του Δύτου από τον Sarant. Ελπίζω να μην ζηλοτυπήσουν. Πιστεύω πως θα είμαι αποδεκτός (έτσι πιστεύω πάντα για τον εαυτό μου αλλά δε μου βγαίνει πάντα). Λέων
Γρηγόρη, το ξέρω -στο λινκ που έβαλα θα δεις ότι είχα δει τότε το πρώτο επεισόδιο, με τη γραφή ρικά και με τον παππού Μπακλαβατζίογλου! Τώρα δεν ξέρω αν αντέχω να κάθομαι κάθε Δευτέρα να βλέπω χαρέμια.
Λεώνικε, καλωσήρθες! Και αποδεκτός και ευπρόσδεκτος 🙂 , αν και πρέπει να πω ότι -όπως θα διαπιστώσεις- η κίνηση εδώ είναι κάπως πεσμένη σε σχέση με το άλλο κονάκι…
γεια σας
χάρη σε σας ανακάλυψα αυτήν την υπέροχη ταινία
Samsara
, την μοιράζομαι λοιπόν μαζί σας
ευχαριστώ
Εγώ ωστόσο την έμαθα από τη Λένα Πλάτωνος:
Σαμσάρα
γυρίστηκε στα ομορφότερα τοπία των Ιμαλαΐων
τι είναι πιο σημαντικό,
να ικανοποιήσεις χίλιες επιθυμίες σου
ή να τιθασεύσεις τη μία;
Να τιθασεύσω τη μία, απάντησα
και δεν πήγα στο φιλμ
Καλημέρα!
Δύτη, ρίξε μια ματιά στον Νίκο Σ., Απάντησα στα περί Βούλαξχ. Δεν ήξερα και τον πήρα τοις μετρητοίς. Με μάλωσε και ο Νεοκίδιος. Εντάξει. Αλλά ένα χρόνο τώρα που παρακολουθώ, δεν είχε εμφανιστεί ποτέ, και υπέθεσα πως είναι κανένας που μπαίνουν να πετάξουν μια μπαρούφα και βγαίνουν. Αυτά προς επανόρθωση. Ο Νεοκίδιος δεν έχει τρόπο να τον ενημερώσω. Ευχαριστώ
Μην αγχώνεσαι, δεν σε παρεξηγεί κανένας! Ούτε ο Βουλάγξ κρατά κακίες 🙂
…ούτε και ο νεοκίδιος 🙂
Δύτα πάλι ξύνεις ανοικτές πληγές με ένα αφοπλιστικά αθώο τρόπο βλέπω
Εμένα με χάραξε ο Χανς Κάστορπ του Μαγικού Βουνού. Ιδιαίτερα το τέλος: μετά από εκατοντάδες σελίδες εύγλωττων συζητήσεων και περίτεχνων φιλοσοφικών απόψεων ο θάνατος έρχεται τόσο περιληπτικά και άμεσα, σαν το αρχετυπικό ατσάλινο βαρίδι που γράφει «16 τόνοι» στα καρτούν. Έτσι τελειώνει η εποχή των περίτεχνων λόγων και των ρομαντικών φυματικών και αρχίζει η μοντέρνα εποχή των Μεγάλων Σφαγείων του Πρώτου Παγκόσμιου.
Μου άνοιξες την όρεξη για τους Μπούντενμπροκ!
Μα δεν πεθαίνει ο Κάστορπ στο τέλος. Βαδίζει προς το θάνατο, ναι, και μάλιστα το θάνατο της γενιάς του και της εποχής του, αλλά η προσωπική του μοίρα παραμένει ανοιχτή. Έτσι το θυμάμαι τουλάχιστον.
Με προβλημάτισες και δεν έχω το βιβλίο στην βιβλιοθήκη μου αυτή τη στιγμή. Νομίζα πως πεθαίνει συνοπτικά και ο ίδιος -αν και μάλλον είναι δευτερεύον: πεθαίνει μια εποχή ολόκληρη. Στην wikipedia βρίσκω πως «Castorp volunteers for the military, and his possible, or probable, demise upon the battlefield is portended.»
Μήπως η μοίρα του δεν δηλώνεται ξεκάθαρα, μεν, αλλά δίνονται νύξεις που με έκαναν να τη θεωρώ προβλέψιμη; Α, μα αυτό είναι ακόμα καλύτερο από αυτό που θυμόμουν!
Να, ορίστε:
(μετάφρ. Θόδωρος Παρασκευόπουλος)
Το περίμενα αυτό το σχόλιο 🙂
«Der Tod ist ein Meister aus Deutschland.»
Από το διάσημο ποίημα «Todesfuge», του τόμου «Mohn und Gedächtnis» (1952) του σπουδαίου εβραιογερμανού ποιητή Πάουλ Άντσελ (Paul Celan) (Celan=αναγραμματισμός του Αncel ,απόδοση στα ρουμανικά του Antschel)
«Schwarze Milch der Frühe wir trinken dich nachts
wir trinken dich mittags der Tod ist ein Meister aus Deutschland
wir trinken dich abends und morgens wir trinken und trinken
der Tod ist ein Meister aus Deutschland sein Auge ist blau
er trifft dich mit bleierner Kugel er trifft dich genau
ein Mann wohnt im Haus dein goldenes Haar Margarete
er hetzt seine Rüden auf uns er schenkt uns ein Grab in der Luft
er spielt mit den Schlangen und träumet der Tod ist ein Meister aus Deutschland»
Καλημέρα, και μακριά απο ‘μάς! 🙂
«Μαύρο γάλα της αυγής»… κάπου έχω και τη μετάφραση, αλλά όχι δίπλα μου μάλλον.
Ώρα να γράψω κάτι λιγότερο θανατερό. Σαν αυτό ας πούμε 😉
[…] μετά, στον Τόμας Μαν. Ο Δύτης αγαπάει Τόμας Μαν, ως γνωστόν, και ως εκ τούτου θυμάμαι απ’ έξω διάφορες φάσεις […]