Με έβαλαν στην πρίζα, πιεστικά μάλιστα, ο Sraosha και το Βυτίο να γράψω τη δεκάδα μου των αγαπημένων ταινιών. Είπα όχι. Πιέστηκα να απαντήσω. Ξανάπα ένα ψεύτικο όχι δίνοντας μια λίστα και διάφορες άλλες γνώμες (ξανά στο λινκ του Βυτίου). Γιατί, τι να πρωτοπιάσεις, τέλος πάντων οι λίστες είναι ένα παιχνίδι ευχάριστο αλλά επικίνδυνο, θα το δείτε στο λινκ (ήδη παιδευτήκαμε με τα ελάσσονα)· τουλάχιστον να μπορούσα να γράψω σαν τον κ.κ.μοίρη, δεν μπορώ όμως, όχι με τις δικές μου ταινίες. Αλλά, είμαι αδύναμος χαρακτήρας και λέω να υποκύψω. Πιάνω τις τρεις πρώτες, όχι αναγκαστικά τα τρία αριστουργήματα, τουλάχιστον τις ταινίες που εμένα σημάδεψαν, όμως για τις δύο έχω ήδη μιλήσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο: το Ζυλ και Τζιμ του Τρυφώ, και το Οχτώμισυ (μαζί με όλον το Φελίνι). Μένει η τρίτη, σημαδιακά, ο Τρίτος Άνθρωπος, του Κάρολ Ριντ και όχι του Όρσον Ουέλς όπως όλοι νομίζουν, συν τοις άλλοις γιατί παίζει ο ίδιος και οι δυο μόνιμοι συνεργάτες του. Ορίστε λοιπόν, εξαναγκάζομαι να μιλήσω για την ταινία που πρωτόδα στα δεκάξι μου και που έχω δει από τότε καμιά εικοσαριά φορές χωρίς ποτέ να κουραστώ (όσες περίπου και η Εντίθ Πιαφ, διαβάζω). Και έτσι, παράλληλα, με ένα tour-de-force (που λέμε εμείς οι εστέτ) υποκύπτω μη υποκύπτοντας, και όχι, δεν θα γράψω για δέκα αγαπημένες ταινίες, στατιστικώ τω τρόπω θα γράψω για μια, την πιο πολυσύχναστη στα μάτια μου.
Συμβουλεύω θερμά, πριν συνεχίσετε την ανάγνωση, να αφιερώσετε δυο ώρες παρά ένα τέταρτο για να δείτε πρώτα την ταινία, αν δεν την έχετε δει ήδη. Μετά συνεχίζουμε.
Λοιπόν, αφού περάσουν τα ρίγη συγκίνησης. Έχω ξαναπεί ότι είμαι αγγλομανής; τόχω ξαναπεί. Έτσι, μόνο μια αγγλική ταινία θα μπορούσε να είναι τόσο απέριττη. Ούτε μια σκηνή που να μπορεί να διαγραφεί από την κόπια· ούτε μια ατάκα· ούτε μια χειρονομία: ιδού η τελειότητα. Τόσο πολύ, ώστε ακόμα και ο μέγας Γκράχαμ Γκρην που έγραψε το σενάριο να μην καταφέρει να γράψει ένα βιβλίο εφάμιλλο. Αν είναι δυνατόν, και όμως: το ομώνυμο βιβλίο του, γραμμένο μάλιστα κατόπιν εορτής, έχει σαν μόνο αβαντάζ μια διασκεδαστική περιγραφή της διάλεξης του ήρωα (του Τζόζεφ Κότεν), κατά τα άλλα καμία βελτίωση, και μάλιστα το τέλος του -αντίθετα προς την όμορφη συνήθεια του Γκρην να δίνει πικρά χάπι-εντ- τελειώνει με ένα αυθεντικό χάπι-εντ που φαντάζει τελείως ψεύτικο, αντίθετα με το φιλμ (θα επανέλθω).
Πρέπει να μιλήσω επίσης για τη μουσική του Άντον Καράς, που επαναλαμβάνει με μοναδικό τρόπο στις πιο δραματικές σκηνές ένα μάλλον χαρούμενο θέμα στο βιενέζικο τσίτερ. Πρέπει να μιλήσω για την Αλίντα Βάλι, αρκετά πριν την οικειοποιηθεί ο Αντονιόνι. Πρέπει να μιλήσω για την κλασική τελική σκηνή στους υπονόμους της Βιέννης, που μ’ έκανε επίδοξο σκηνοθέτη στην τρίτη Λυκείου χάρη σε ένα διαγωνισμό σεναρίου της Ελευθεροτυπίας και μια εγκαταλελειμένη έπαυλη δίπλα στο σχολείο μου (σχέδιο που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε, αν και το σενάριο τελικά κάπου υπήρξε). Πρέπει να μιλήσω για το υπέροχο γκαγκ με τον πωλητή μπαλονιών που με χαρά το είδα ξανά σε έναν δικαίως ξεχασμένο ύστερο Τζέιμς Μποντ. Πρέπει να μιλήσω για όλα τα βλέμματα, τις χειρονομίες, το μοντγκόμερι του Τρέβορ Χάουαρντ που μ’ έκανε περήφανο για το δικό μου μοντγκόμερι στις τρυφερές ηλικίες των δεκάξι με δεκαοχτώ. Πρέπει να μιλήσω για τη σκηνή όπου μέσα στη νύχτα ένα παράθυρο ανοίγει προκειμένου μια κυρά να φωνάξει ησυχία, και το φως πέφτει πάνω στον Όρσον Ουέλς και ο Όρσον κάνει μια απλή γκριμάτσα, και είναι όλα τόσο τέλεια όσο χρειάζεται για να σε γοητεύσει κάτι στην εφηβεία και να σε κάνει στα τριανταοχτώ ξέρω γω να παραληρείς δυνατά μπροστά στην όποια οθόνη (όπως στο Οχτώμισυ, αντίστοιχα, να θες να κάνεις τεμενάδες μπροστά της ελλείψει του μακαρίτη Φελίνι, όπως ο Μαστρογιάνι στον παραγωγό του). Πρέπει να μιλήσω για τα χέρια του Χάρυ Λάιμ, τα δάχτυλά του δηλαδή, που προσπαθούν να νιώσουν την τελευταία πνοή του ανέμου έξω απ’ τον υπόνομο πριν πεθάνουν.
Τέλος πάντων, πρέπει να μιλήσω για μια ιστορία ηθικής, έρωτα και κυρίως φιλίας, φιλίας ηττημένης από την ηθική, από τη μεριά του Μάρτινς, του Τζόζεφ Κότεν δηλαδή, ή ηθικής ηττημένης από τη μεριά της φιλίας ή μάλλον του έρωτα, από τη μεριά της Άννα Σμιτ δηλαδή ή αν προτιμάτε της Αλίντα Βάλι, για την οποία ένας άνθρωπος δεν αλλάζει ό,τι και αν μάθεις γι’ αυτόν, φράση που σημάδεψε όλη τη νιότη μου. Αυτά πάνω κάτω· συν τη φωτογραφία, συν τις γωνίες λήψεις για τις οποίες υπάρχει μια σχετική ιστορία (εδώ μαζί με άλλες σχετικές ιστορίες), συν, ξανά, αυτή την τελειότητα: τίποτε περιττό, εξ ου και η συντομία, κανένα ψεγάδι, ταινίες που δεν γυρίζονται πια, και, κυρίως, μια σκηνή τέλους που δεν πρόκειται ποτέ να ξαναγυριστεί όμοιά της:
Πώς μπόρεσες! να περιοριστείς σε μια μονάχα…
Ωραία ταινία, ωραίο και που μάθαμε για το zither, αλλά δεν θα την ιεραρχούσα ποτέ πρώτη πρώτη, ιδίως από τη στιγμή που εισέβαλλαν οι γιαπωνέζοι στην κινηματογραφική μου παιδεία, με τις δυνατές εικόνες και τις πολύ προχώ –για την εποχη, αλλά ακομα και για σήμερα– μουσικές.
Μου είναι αδύνατο να ξεχωρίσω μια ταινία μόνο, ούτε δέκα βέβαια, ούτε καν εκατό –μη πω ούτε χίλιες! Καθεμιά είναι η καλύτερη για την ώρα και τη στιγμή που έχει κάποιος ανάγκη να τη δει, για την κατάσταση όπου βρίσκεται ο νους και το συναίσθημά του…
Μόνο έτσι θα μπορούσα να καταλάβω τον τρόπο που τη διάλεξες. 🙂
(ρομαντικούλικο δυτάκι μας)
Συμφωνώ για τη βρετανική αρτιότητα, εντάξει με έπεισες. 🙂
Είχα βάλει λάθος λινκ στο Οχτώμισυ, το ζώον. Το διόρθωσα, το σωστό είναι https://dytistonniptiron.wordpress.com/2010/08/13/fellini/
Ροδιά, ο τρόπος ήταν απλώς ότι, όποιοι γιαπωνέζοι, ρώσοι, ιταλοί, γάλλοι κι αμερικάνοι να εισέβαλαν μετά στην κινηματογραφική μου παιδεία, παραμένει η πρώτη ταινία που με εντυπωσίασε έτσι στην, εχμ, ενήλικη ζωή μου.
Κροτ, την είδες δηλαδή;
Την είχα δει σε πολύ τρυφερή ηλικία –μόλις 10ετής παιδίσκη– και μου άρεσε πολύ η μουσική, τα υπόλοιπα ήταν μάλλον βαρετά, «για μεγάλους» που λένε! Αργότερα την ξαναείδα πολλές φορές και την κατάλαβα… Την ίδια εποχή, στα τρυφερά δέκα, είχα δει το πρώτο ασπρόμαυρο φιλμ που με εντυπωσίασε πραγματικά, με τάραξε: τα «ανεμοδαρμενα ύψη».
Με την ευκαιρία που δίνεις, θα την ξαναδώ με πολλή χαρά σε λιγάκι!
Ευχαριστω:)))
όχι ακόμα δεν εχω προλάβει -και δεν είμαι σε μουντ για ταινια αυτη τη φαση- αλλά θα τη δω, θα τη δω, θα τη δω και θα ερθω να στο πω! 🙂
Εσύ -ας πούμε- συγχωρείσαι. Ο άλλος ο αλλοπαρμένος που υποσχέθηκε νυχτιάτικα και δεν τον ξανάδαμε; 😉
είτε που την είδε και συγκλονίστηκε τόσο που δεν μπορεί ακόμα να αντιδράσει, είτε που δεν την είδε και ντρέπεται να το πει!
Δύτα
στην ουσία παρουσίασες τρείς , δηλαδή την εξής μια … 🙂
Συγχαρητήρια για την επιλογή και το κείμενο.. από τις αγαπημένες μου.
Απλως en passant να αναφέρω το δικό μου top των tops :
«Young Frankenstein» by Mel Brooks
Εύγε, Δύτη, για την επιλογή και για το κείμενο.
Σε λιγότερο τρυφερή ηλικία πρέπει να την είχα δει εγώ την ταινία (πρώιμη μετεφηβεία; δεν θυμάμαι), αλλά είχε επίσης σημαντική επίδραση πάνω μου. Όχι, δεν με είχε στρέψει στον κινηματογράφο, στραμμένος ήμουν ήδη και βέβαιος ότι θα ασχοληθώ επαγγελματικά με το άθλημα, αλλά Ο Τρίτος άνθρωπος πρέπει, συνειδητοποιώ τώρα, να είναι η αφορμή της επιλογής μου στο γνωστό παρεΐστικο παιχνιδάκι «Αν ζούσατε σε άλλη εποχή, τι θα θέλατε να είστε;», στο οποίο πάντοτε επέλεγα να με φαντάζομαι ως διπλωμάτη σε ήσσονος στρατηγικής σημασίας πόστο στον Β΄Παγκόσμιο, κοντά στη δράση, αλλά έκκεντρα, θεατή αλλά και συμμετέχοντα, ελαφρά ριψοκίνδυνο αλλά από κάποια απόσταση.
Την είχα δει κι εγώ μικρός -φαντάζομαι σε κάποια από τις προβολές της Κινηματογραφικής Λέσχης- και οι σκιές με είχαν στοιχειώσει. Από τότε την είδα και την ξανάδα πολλές φορές -είναι από τις ταινίες που πάντα τις παρακολουθείς όπως λέμε «με κομμένη την ανάσα».
Ο καλλίτερος ρόλος του Ουέλς-πιθανόν και η καλλίτερη ταινία που έπαιξε- μετά τον Πολίτη Κέιν.
Χμμ, λάθος θυμόμουν. Νόμιζα πως αυτή είναι η μόνη ταινία στην οποία ο Ουέλς εμφανίζεται με την πραγματική του μύτη, αλλά φαίνεται πως ήταν Η Κυρία από τη Σαγκάη τελικά. Ντροπή μου να κάνω λάθος σε Welles trivia (εκεί να δεις κόλλημα στα νιάτα μου…).
Χαίρομαι που δεν είμαι ο μόνος! Γράφω βιαστικά γιατί πρέπει να βγω, αλλά σημειώνω μόνο ότι κι εγώ νόμιζα πως η πραγματική μύτη του Ουέλς είναι εκείνη στον Τρίτο άνθρωπο. Νομίζω φταίει το βιβλιαράκι του Σολδάτου, στον Αιγόκερω, εκεί το είχα(με;) διαβάσει. Και, π2, είδες τον «Καλό Γερμανό» του Σόντερμπεργκ; Συνειδητή προσπάθεια μίμησης του Τ.Α., αλλά όχι εντελώς πετυχημένη παρά την παρουσία της Κέιτ Μπλάνσετ.
Αφήνομαι να μπω στο τριπ του ποστ για να δω την ταινία, ήταν μια απ’ αυτές που ήταν στο πρόγραμμα δεν ξέρω γω από πότε. Στο γενικό κόντεξτ αισθάνομαι αλληλέγγυος στον Δύτιο και την κουλτουριαροσύνη.
τι ωραία Δύτη! (στις λεπτομέρειες ταυτίζομαι με τη Ροδιά 🙂 )
ίσως όχι τόσο μικρή, αλλά θυμόμουνα κι εγώ κυρίως τη μουσική, κι ένα γενικό μπέρδεμα κατά τά άλλα, και μούχε μείνει αφάνταστα η σκηνή που ο ουέλλες εμφανίζεται μισός στην πόρτα μες στο σκοτάδι
μεγαλύτερη μπόρεσα να εκτιμήσω το τέλος
για τη μύτη δεν έχω να πω τίποτα (μάθαινα σινεμά από αλλού και όχι από τον σολδάτο (τπτα δεν έχω εναντίον τού ανθρωπου))
ΑΛΛΆ: περιμένω μετά μανίας ζύλ και τζιμ!!!
υγ: α, ξέχασα, έχεις γράψει για το ζυλ και τζιμ
(θα μπορούσες να ξαναγράψεις πάντως ( 😛 😀 )
υγ2 : εμείς οι παλιές ουέλλες τον μάθαμε μην παραξενεύεσαι, κρατάω τις ιστορικές μου ορθογραφίες
Καλησπέρα, η αλήθεια είναι ότι εκεί που κατέληξα είναι πως σε κάθε φάση της ζωής μου θεωρούσα ότι υπήρχε μια (άντε 2 ή/και τρεις) ταινίες που με καθόρισαν, αλλά (σε κάθε φάση) ….. ήταν διαφορετική(άντε ες) 🙂 .
Αυτό το συνειδητοποίησα …τελευταία.
Χωρίς καμία διάθεση να λοξοδρομήσω την (εξαιρετικά ενδιαφέρουσα) συζήτησή σας, επιτρέψτε μου να …καταθέσω πως οι επιλογές του Δύτη μου θύμισαν γεγονότα από ένα καλοκαίρι , τα οποία έχουν σχέση με κινηματογράφο, αλλά ..μερικώς.
Τότε ήταν της μόδας οι «μεταμεσονύκτιες προβολές», ήτοι μετά το πέρας της «τελευταίας προβολής», ακολουθούσαν ακόμη 2, δηλαδή σχεδόν μέχρι τα ξημερώματα.
Την πρώτη νύκτα , είχαμε τη φαεινή ιδέα να παρακολουθήσουμε στο Βοξ το 8,1/2 του Φελίνι, μετά από έξοδο πυο περιελάμβανε και φαγοπότι.
Θυμάμαι ότι στη σκηνή με τον κινηματογραφικό πύργο ξύπνησαμε (3 ήμασταν) για λίγα δευτερόλεπτα …… και μετά αφού είχε πια τελειώσει.
Αυτό φυσικά «διέρευσε».
Την επόμενη (μεγαλύτερη παρέα) πήγαμε να δούμε τους «Καταραμένους» του Βισκόντι, αλλά όχι σε μεταμεσονύκτια , αλλά στην τελευταία παράσταση (σεν προσέξαμε ότι δεν είχε εκείνο το βράδυ μεταμεσονύκτια).
Ένας εκ των τριών (της νύχτας με το 8 1/2) είχε το χούι να μη θυμάται ταινίες που είχε δει και βιβλία που είχε διαβάσει (σε αυτό ταιριάζαμε 🙂 ) .
Όταν άρχισαν «οι τίτλοι» ξεκίνησε να «ξεφυσάει» για να αναφωνήσει «μ@@@κα τοχω δει, 4 ώρες είναι!!».
Στο καθεριωμένο ..’αφτερ ποτό (επειδή του την είχαν ψιλοπέσει σε στυλ «αυτές είναι ταινίες που δεν βλέπονται μια φορά» ξεκίνησε να αγορεύει για το θέμα του χρόνου στις ταινίες λέγοντας ..σοβαρά
«ας πάρουμε 3 παραδείγματα, για να μην μιλάμε θεωρητικά: τους Καταραμένους του Βισκόντι, τον Μεγαλέξαντρο του Αγγελόπουλου και την Οδύσσεια ενός ξενιτεμένου με τον Ξανθόπουλο που έψαχνε να βρει το πατέρα του στην Μικρά Ασία» και φυσικά έγινε …μύλος.
Το χειρότερο είναι ότι έκλεισε ραντεβού με μια κοπέλα της παρέας να δούνε την επόμενη φορά «Το κτήνος» του Μπόροβτσικ, γιατί , αν και δεν ήξερε κάτι συγκεκριμένο, άκουσε ότι ήταν ..σινεφίλ
Καλό βράδυ 🙂
Πολύ χαίρομαι που τελικά αποδεικνύεται ότι είμαστε πολλοί που αγαπήσαμε τη συγκεκριμένη ταινία. Νομίζω ότι αυτό που μαγεύει περισσότερο είναι η ατμόσφαιρα του φιλμ, η μυθολογία που συνοδεύει τη Βιέννη (σε συνδυασμό με την εποχή κατά την οποία διαδραματίζεται η ιστορία) κι έπειτα οι ηθοποιοί της.
Μεγάλη αγάπη, ωστόσο δεν ξέρω αν θα την έβαζα σ’ ένα τοπ 10 καλύτερων ταινιών όλων των εποχών. Σίγουρα, όμως, θα είχε τη θέση της στη δεκάδα αυτών που με σημάδεψαν περισσότερο.
Καλησπέρα παιδιά.
arcades, κουλτουριαροσύνη ε; Ας το πάρω ως κοπλιμέντο. 🙂
Χάρη, χαίρομαι που εκτιμήσαμε την ίδια σκηνή.
Αναγνώστα, οι Καταραμένοι μ’ άρεσαν αρκετά, ίσως λόγω Ντερκ Μπόγκαρτ, τον Μεγαλέξαντρο δεν τον έχω δει και την Οδύσσεια… τι να πω, τη λατρεύω κατά κάποιο τρόπο. 😉 Ωραία ιστορία!
Ρογήρε, ούτε εγώ ξέρω αν θα την έβαζα σε ένα αντικειμενικό τοπ τεν. Ακριβώς όπως το λες, δηλαδή.
Sir Δύτη,
θα άξιζε κάποτε να γράψεις και για τις μεταμεσονύχτιες στη Θεσσαλονίκη τω καιρώ εκείνω.
Καλησπέρα Γρηγ. Θάπρεπε, ναι, αν και κάτι είχα ψελλίσει στο φοιτητοπόστ. Εγώ όμως πρόλαβα μόνο τις προβολές στον Έσπερο, 1.30 και 3.30΄. Πρέπει να πείσεις τον κουμπάρο μας να γράψει για τα παλιότερα που μας έλεγε, τις προβολές στην «Ιφιγένεια» (δεν είμαι σίγουρος καν αν θυμάμαι καλά το όνομα του σινεμά).
Αγαπημένη ταινία. Αυτό που μου έρχεται αμέσως στο μυαλό, όπως το θυμάμαι, γιατί έχουν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που την είδα, είναι η σκηνή που ο Ορσον Ουέλς υποστηρίζει ότι οι Ιταλοί, με τόσους αιώνες συνεχών πολέμων, προσέφεραν στην ανθρωπότητα μια Αναγέννηση, ενώ οι Ελβετοί με τόσους αιώνες ειρήνη, τα ρολόγια κούκου.
Πατήρ πάντων πόλεμος.
Ατάκα που έβαλε μόνος του ο Ουέλς στο σενάριο.
…και που ελέγχεται για την ιστορική ακρίβειά της (μισή ώρα τώρα ψάχνω την υπεράσπιση των Ελβετών στη Λεξιλογία από κάποια ψυχή, αλλά μάταια) 🙂
…στους οποίους πολέμους (των Ιταλών της Αναγέννησης) πολεμούσαν βασικά Ελβετοί…
Αρμόζει να σημειώσουμε, με την ευκαιρία, ότι τέτοια μέρα είκοσι χρόνια πριν πέθανε ο Γκράχαμ Γκρην.
Να βοηθήσω στην υποστήριξη των Ελβετών.
Χάνσελ και Γκρέτελ…. Δεν είμαι απόλυτα βέβαιη ότι ήταν Ελβετοί, αλλά, πάντως, ζούσαν στις Αλπεις.
Το βρήκα. Γουλιέλμος Τέλλος. Δεν είμαι σίγουρη πόσα προσέφερε στον πολιτισμό, στον αθλητισμό πάντως σίγουρα του άξιζε το χρυσό.
Welles apparently said the lines came from «an old Hungarian play»; the painter Whistler, in a lecture on art from 1885 (published in Mr Whistler’s ‘Ten O’Clock’ [1888]), had said, «The Swiss in their mountains… What more worthy people!… yet, the perverse and scornful [goddess, Art] will have none of it, and the sons of patriots are left with the clock that turns the mill, and the sudden cuckoo, with difficulty restrained in its box! For this was Tell a hero! For this did Gessler die!» In This is Orson Welles (1993), Welles is quoted as saying «When the picture came out, the Swiss very nicely pointed out to me that they’ve never made any cuckoo clocks.» Writer John McPhee also points out that during the period of time the Borgia flourished in Italy, Switzerland was «the most powerful and feared military force in Europe», and not the peacefully neutral country it is currently.
Όσον αφορά την ξέρω γω πολιτισμική παραγωγή της Ελβετίας, μου έρχονται στο μυαλό Μαξ Φρις και Ντύρενματ, αλλά βέβαια είναι μεταγενέστεροι της ταινίας. Έτσι κι αλλιώς, ψύλλους στ’ άχυρα ψάχνουμε 🙂
Εμένα ο Ρουσώ σε συνδυασμό με τα ρολόγια.
Τώρα θάρθει και ο Nicolas να μας πει (ξανά) για τον Γκοντάρ.
Χα, χα. Και θα τον ανταλλάξει ευχαρίστως με τον Καλβίνο.
Πέρα από την πλάκα, Ελβετοί, τουλάχιστον στην καταγωγή, ήταν ο Ρουσσώ, ο Κλέε, ο Λε Κορμπυζιέ ….
Αυτό που ήταν σημαντικό στην ατάκα του Ουέλλς είναι η αφοπλιστική κυνικότητα της σύγκρισης του πόλεμου με την ειρήνη, χρησιμοποιώντας ένα παράδειγμα που εύκολα και άσκεφτα, μπορεί να γένει αποδεκτό, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο πόλεμος δικαιώνεται. Αρα, δικαιώνεται και ο ίδιος για ότι έκανε μέσα στον πόλεμο.
Η σύγκρουση της ηθικής με την αναζήτηση του κέρδους μέ οποιοδήποτε, ακόμη και αισχρό τρόπο, είναι για μένα μία (τονίζω μία) από τις πολύ ωραίες στιγμές της ταινίας.
Α, και το παλτό που φοράει η Αλίντα Βάλι.
@Δύτης: (κουλτουριαροσύνη->) προσπαθώ να κόψω τα εμότικονς αλλά μάλλον δεν τα φέρνω βόλτα άνευ 😉
Ψηφίζω κι εγώ για μεταμεσονύκτιες εν Θεσσαλονίκη!
Αντιγόνη
γιαυτό λέω ότι ψάχνουμε ψύλλους στ’ άχυρα ξεψαχνίζοντας τα ελβετικά 😉 Θα πρόσθετα όμως, ότι η κυριότερη σύγκρουση στην ταινία δεν είναι η σύγκρουση της ηθικής με την απληστία, όσο η σύγκρουση δύο διαφορετικών ηθικών, σύγκρουση στην οποία δεν υπάρχει απάντηση. Τιμωρία του κακού, ή φιλία; Ή έρωτας, στην περίπτωση της Βάλι; Κάπως έτσι καταλήγουμε στην τελευταία σκηνή, που είναι το μόνο δυνατό τέλος στην πλοκή και απορώ πώς δεν το είχε καταλάβει ο Γκράχαμ Γκρην, που επέμενε, λέει, για χάπι εντ ενάντια στον σκηνοθέτη και στον παραγωγό…
arcades
Ναι βρε, το κατάλαβα! 🙂
Συμφωνώ. Γι’ αυτό, η ταινία αυτή μου είναι τόσο αγαπημένη. Γιατί δεν ηθικολογεί, δεν καταγγέλει, δεν κραυγάζει θέσεις.
Ολοι τραβούν το δικό τους δρόμο στο τέλος, αλλά παίρνουν μαζί τους κάτι από τον φίλο ή τον αγαπημένο. Ισως, ο δυνατός δεσμός που μας δένει κάποια στιγμή της ζωής μας μ’ έναν άνθρωπο να παραμένει ζωντανός άσχετα με το πόσο θα μας «απογοητεύσει» με τις επιλογές του.
Δύτη, αυτό το πλάνο του Ορσον Γουέλς, το άκουγα από μικρός, η μάνα μου τον θαύμαζε σαν ηθοποιό και την την ταινία την είχε δεί όταν πρωτοπαίχτηκε στην Ελλάδα. Δεν είναι σύμπτωση, είναι κλασική σκηνή, και βέβαια την κάνει να λάμπει η ηθοποιία. Έβλεπα ότι ταινία παιζόταν με τον Γουέλς, τον Φάλσταφ , τον θυμάμαι ως Γούλσυ, κλπ. Τον Τρίτο Άνθρωπο δεν έτυχε να τον δώ τότε και την είδα μεγάλος. Μου άρεσε αλλά μάλλον δεν θα την έβαζα πρώτη.
Δεν δηλώνω σινεφίλ, με την έννοια, ας πούμε, «συλλέκτης προβολών» οπότε, ούτε κι εγώ θα έφτιανα δεκάδα. Υπάρχουν ταινίες «καλύτερες» από τις άλλες, που όμως μπορεί σε κάποιον να μην μίλησαν.
Πρώτη θα έβαζα όμως το Οχτώμιση. Και αν μου ζητήσουν να υποδείξω μία ταινία που να πραγματώνει την έννοια του Υψηλού στην Τέχνη, πάλι αυτή θα διάλεγα. Και μάλιστα το φινάλε του. Στο σημείο που η μουσική κάνει φόρτε, που ανοίγει η αυλαία και κατεβαίνουν όλοι, πάντα δάκρυζα, όσες φορές κι αν το ‘χα δει. Και βγάζει ένα συναίσθημα πολύ δυνατό αλλά συγχρόνως πολύ Υψηλό. Που έχει να κάνει υψηλά συναισθήματα , με την αποδοχή του εαυτού μας, την αποδοχή της σύχγυσής * μας και μέσω αυτών την αποδοχή του κόσμου.
Νομίζω πως εδώ γίνεται κι ένα άλλο μαγικό. Στο φινάλε, η ταινία του Γκουίντο συνεχίζεται σε άλλο επίπεδο, ΕΙΝΑΙ η ταινία του Φελίνι, αυτή που βλέπουμε και μείς στην αίθουσα του σινεμά.
*
Άλλωστε ο αρχικός τίτλος του οκτώμισι έιταν «Η ωραία σύχγιση».
Καπετάνιε, χτες ξανάδα την τελευταία σκηνή που λες. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να το πω καλύτερα! Ίσως κάπως πιο ελλειπτικά. 🙂
Το είπες πολύ καλύτερα από μένα και πιο βιωματικά. Εγώ έχω μια τάση να το κάνω πιο ξερό.
Χρόνια Πολλά
http://oldhollywood.tumblr.com/post/4972321454/orson-welles-in-the-third-man-1949-dir-carol
…και ανοίγει το παράθυρο, και βγαίνει η γρια, και τα λοιπά και τα λοιπά, και κανείς δεν ξέρει τι απόγινε η γάτα.
πέρασα να πω ότι μπορώ πλέον να δείχνω το πρόσωπό μου στην κοινωνία, αφού το έκανα το χρέος μου.
Είχες δίκιο είναι εξαιρετική. Θα κρατήσω τη σκηνή στο σταθμό, το παλτό στο πάτωμα και την ατάκα – μαχαιριά «they have a name for α face like yours» ή κατι τέτοιο (κατάλαβες νομίζω). Γενικά μουσική και ατμόσφαιρα/φωτογραφία εκπληκτικά. Επίσης η σκηνή με O.W. και γατί υπέροχη.
Αλλά, ξαναδιαβάζοντας το ποστ σου, μπορώ να πω ότι κόλλησα λίγο σ’ αυτό που λες: «ένας άνθρωπος δεν αλλάζει ό,τι και αν μάθεις γι’ αυτόν».
μεγάλο θέμα.
Ωραία, η Επιτροπή Δυτικού Νιπτήρα σου απονέμει το πιστοποιητικό κινηματογραφικών φρονημάτων! (αυτό έκανες λοιπόν χτες το βράδυ; 🙂 )
Κι εγώ σ’ αυτή τη φράση είχα κολλήσει όταν την πρωτοείδα. Τελευταία, μου φαίνεται όμως, είμαι κοντύτερα στον Κότεν παρά στην Αλίντα Βάλι.
Ήμουνα μικρός όταν την είχα δει και ίσως δεν την είχα εκτιμήσει όσο θα έπρεπε (για τον Τρίτο Άνθρωπο δε λέτε;).
Αργότερα πάλι δεν χώνευα τον προπαγανδιστικό της χαρακτήρα. Έμαθα κιόλας ότι η ίδια η παραγωγή της ήταν πολιτική παραγγελιά, μια ταινία δηλαδή που θα κάνει τους Αυστριακούς να βλέπουν τους Αμερικάνους σα φίλους τους και όχι σα δύναμη κατοχής, και έδεσε το γλυκό.
Μου είχε μείνει πάντως η κυνική σύγκριση της ταραγμένης Ιταλίας της Αναγέννησης, που τόσους θησαυρούς έβγαλε, με τη δημοκρατική, ειρηνική αλλά βαρετή Ελβετία. Από τοτε μου ερχεται συχνά στο μυαλό με διάφορες αφορμές.
Α, δεν είχα δει τα σχόλια. Βλέπω ότι την ατάκα με την Ελβετία την επρόσεξαν πολλοί (και την εμίσησαν ολίγοι).
Προπαγανδιστική ταινία; Δεν το έχω ακούσει, αλλά αν είναι, είναι από τις καλές. 🙂
Πάντως από τούς ήρωες, αν θυμάμαι καλά, το δίπολο Χάρι Λάιμ-Χόλυ Μάρτινς είναι Αμερικάνοι, καλός ο ένας, κακός ο άλλος, ενώ ο αστυνόμος είναι Άγγλος. Στο βιβλίο υπάρχει ένας κακός Αμερικάνος στη σπείρα, που αναδύει μάλιστα μια αύρα νομοταγούς και έντιμου πολίτη: στην ταινία έγινε Ρουμάνος. Αν ήμουν Αυστριακός της εποχής δεν ξέρω αν θα μ’ άρεσε να δω την ταινία, που αρχίζει μάλιστα με πικρά λόγια για τη Βιέννη και όπου οι Αυστριακοί παρουσιάζονται κυρίως ως ντεκόρ με μάλλον αρνητική χροιά.
Τα «Ελβετικά» του Ούγκο Πρατ, με πρωταγωνιστή τον Κόρτο Μαλτέζε, προσπαθούν να αποδείξουν πως η Ελβετία μόνο βαρετή δεν είναι. Αλλά, έχοντας ζήσει για ένα μικρό διάστημα στην εν λόγω χώρα δεν μπορώ ούτε να συμφωνήσω, αλλά ούτε και να διαφωνήσω.
Έχω ακούσει πως ο Ουμπέρτο Έκο δήλωνε αντιελβετιστής, λέγοντας πως «άλλες χώρες πέρασαν από πολέμους και μεγαλούργησαν, η Ελβετία δεν πέρασε τίποτα και τι έδωσε στην ανθρωπότητα; Τα ρολόγια με κούκο». Δεν έχω τσεκάρει την εγκυρότητα του παραπάνω τσιτάτου…
Με κλειστά μάτια θα υπέθετα ότι ακόμα και να το είπε ο Έκο, θα το πήρε από το φιλμ, πάντως.
Εγώ πάλι εικάζω ότι κάποιος έβαλε στο στόμα του Έκο μια ατάκα από τον «Τρίτο Άνθρωπο». Αυτό το «εμείς περάσαμε πολλά, οι Ελβετοί τι πέρασαν;» δεν μου κάνει για Έκο, άσε που, και για λόγους δημόσιων σχέσεων αν μη τι άλλο, γιατί να θέλει να τα χαλάσει με τους Ελβετούς; Του αρνήθηκαν να του ανοίξουν λογαριασμό; Πάνε πια οι εποχές που οι Ιταλοί έβγαζαν ταινίες όπως το «Pane e Cioccolata»!
Пάντως ο ίδιος βάζει ήρωά του στη Λοάνα να λέει ότι αντίθετα με τη γνωστή ατάκα το ρολόι κούκου το εφεύραν οι Βαβαροί.
Στο ερώτημα τι το ωραίο έχουν όντως προσφέρει οι Ελβετοί… Ήταν μια εποχή έρωτος με τη γερμανική κουλτούρα, στα εικοσιτόσα μου, όπου θαύμαζα τον Ντίρενματ και το Μαξ Φρις. Τώρα μάλλον θα έλεγα το τυρί απεντσέλερ (Appenzeller), με τη δυνατή του γεύση.
Μαξ Φρις και Ντύρενματ… Για δες ένα σχόλιό μου λίγο παραπάνω, mon semblable, mon frère 🙂
Είδα ένα σχόλιό σου, όπου απλώς τους αναφέρεις, αλλά εγώ σου μιλάω για λατρεία!! Αφού θυμάμαι σε μια φόρμα «συνοικεσίων» για αλληλογραφία όπου έπρεπε να συμπληρώσω και αγαπημένους συγγραφείς, αυτούς έβαζα, μαζί με μερικούς άλλους βέβαια.
Γιοι ρολογάδων ήταν δύο άλλοι σπουδαίοι Ελβετοί, ο Λε Κορμπιζιέ και ο Ρουσό.
>Πάνε πια οι εποχές που οι Ιταλοί έβγαζαν ταινίες όπως το “Pane e Cioccolata”!
Σωστά. Γι’ αυτό έβγαλαν το Pane e tulipani (με υπότιτλους για τα βενετσιάνικα).
Καλά οι καλύτερες σοκολάτες του κόσμου, οι Lindt, δεν σ’ αρέσουν;
A, το έχω δει το Pane e tulipani, πολλή πλάκα είχε. Δεν ήξερα ότι λεγόταν έτσι, γιατί το είδα στην τηλεόραση ενώ είχε ήδη αρχίσει. Καμία σχέση όμως με το Pane e Cioccolata! Το οποίο παρεπιφτού, όταν ανέφερα με ενθουσιασμό σε Ιταλό συνάδελφο της μεταλλαγμένης Αριστεράς, για τον οποίο η αριστεροσύνη περιστρέφεται γύρω από τον γκέι ακτιβισμό , τον αντιπαπισμό ε μπάστα, έκανε μια απαξιωτική γκριμάτσα και είπε κάτι για παρωχημένα εθνοτικά και ταξικά στερεότυπα και άλλα τέτοια.
Καλύτερες σοκολάτες του κόσμου για μένα είναι οι ΙΟΝ αμυγδάλου και Παυλίδης αμυγδάλου του παλιού καιρού. Τώρα τις έχουν κάνει σαν τα μούτρα τους.
Τις Lindt δεν τις έχω προσέξει, αλλά μια φορά που φεύγοντας από Ελβετία πήρα βιαστικά μια μεγάλη σοκολάτα, δεν ξέρω τι, ήταν όντως υπέροχη!
Πες τα, χρυσόστομε, για τις ΙΟΝ. Ο άντρας της ξαδέρφης μου δουλεύει εκεί, του το φωνάζω τα τελευταία χρόνια, αλλά δεν καταλαβαίνει ο χαζός την αλλαγή στη γεύση, γιατί είναι νέος.
Όταν ήμουν μικρή, περίμενα πώς και πώς την 1η και 16η του μηνός, που πλήρωνε η μάνα μου το μπακάλη κι αυτός μου χάριζε μια μικρή ΙΟΝ γάλακτος.
Βρες σοκολατάκια Lindt γάλακτος. Στο κουτί γράφει Les Pyreneens. Αριστούργημα.
Εσύ στην τηλεόραση, εγώ στο μάθημα ιταλικών για εξάσκηση χωρίς υπότιτλους. Όταν άρχισαν να πέφτουν τα βενετσιάνικα, μας παρηγόρησε η δασκάλα οτι κι αυτή δεν πολυκαταλάβαινε.
Ο τίτλος επιλέχτηκε ώστε να παραπέμπει σε παλιότερες ταινίες «ψωμί +κάτι».
Από σοκολάτες τρώω μόνο τις derby, τις οποίες καταναλώνω απ’ τα πέντε μου. Κι αυτές ΙΟΝ είναι, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχω παρατηρήσει αλλαγή στη γεύση.
Οι σοκολάτες που δοκίμασα όταν έμεινα για ένα διάστημα στην Ελβετία δεν μπορώ να πω πως με συγκίνησαν.
Εντάξει, τόπιασα το νόημα: πρέπει να ανεβάσω καινούριο ποστ. Έλα όμως που δεν έχω έμπνευση. Πείτε κι άλλα για σοκολάτες, εγώ δεν έχω ιδιαίτερη προτίμηση, έχω και καιρό να φάω μου φαίνεται. 🙂
Όσοι έχετε ξεμείνει στην Αθήνα, σπεύσατε! Ο «Τρίτος άνθρωπος» ξανά στις αίθουσες, βλέπω. 🙂
Μια σειρά ωραίες φωτογραφίες με διάφορα λάθη στις λεζάντες: https://www.lifo.gr/articles/cinema_articles/250414/noyar-apokalypsi-anekdotes-fotografies-apo-ton-trito-anthropo-gia-ta-70-xronia-tis-tainias
Στην έκτη φωτογραφία η φιγούρα δεξιά είναι του Τρέβορ Χάουαρντ και όχι του Ριντ (διάολε, από την ταινία έγινε διάσημο το μοντγκόμερι με την κουκούλα!), και στην επόμενη ο στρατιώτης δεν είναι ο Τρέβορ Χάουαρντ αλλά ο υφιστάμενός του, δεν θυμάμαι το όνομα του ηθοποιού.
Το πρώτο λάθος (αν είναι όντως λάθος και δεν με παράσυρε το μοντγκόμερι) προέρχεται από την ως συνήθως μη αναφερόμενη πηγή: https://www.theguardian.com/film/gallery/2019/sep/05/the-third-man-behind-the-scenes-film-noir-in-pictures
Το δεύτερο είναι του λάιφο.