Δυο αποσπάσματα από την Άβυσσο της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, μετάφραση Ιωάννας Χατζηνικολή, Αθήνα 1980. Το πρώτο θα μπορούσε σήμερα να έχει, ας πούμε, μπλογκολογικό χαρακτήρα:
Καταλήγομε να καμαρώνουμε για ένα υπονοούμενο που τα αλλάζει όλα, σαν ένα σημείο αρνητικό, διακριτικά τοποθετημένο μπροστά από ένα ποσό. Μηχανευόμαστε με ποιο τρόπο θα κάνουμε μια τολμηρή λέξη ν’ αντιστοιχεί μ’ ένα κλείσιμο του ματιού, με το στιγμιαίο ανασήκωμα ή κατέβασμα της μάσκας που αμέσως ξαναδένεται σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Μ’ αυτό τον τρόπο, γίνεται μια επιλογή ανάμεσα στους αναγνώστες μας. Οι ανόητοι μας πιστεύουν. Άλλοι ανόητοι, πιστεύοντάς μας πιο ανόητους απ’ τους ίδιους, μας εγκαταλείπουν. Όσοι καταφέρνουν να τα βγάζουν πέρα μ’ αυτόν το λαβύρινθο μαθαίνουν να πηδούν ή να παρακάμπτουν το εμπόδιο του ψέματος.
Το δεύτερο περιέχει μια υπέροχη φράση:
-Αφήστε με να το αποδώσω στα γαλλικά, είπε ο λοχαγός, γιατί έχω την εντύπωση ότι τα λατινικά του φαρμακολογίου έχουν σβήσει για σας όλα τ’ άλλα. Αυτός ο γερο-ακόλαστος, ο Εύμολπος, απευθύνει στους δυο κομψευάμενους, τον Ενκόλπιο και τον Γείτονα λόγια που έκρινα άξια να εγγράψω στο ευχολόγιό μου: «Ανόητοι που είστε» λέει ο Εύμολπος (…) Θα μπορούσατε να ήσασταν ευτυχείς και όμως διαλέγετε μια ζωή άθλια, υποβάλλοντας κάθε μέρα τους εαυτούς σας σε μια θλίψη χειρότερη από της προηγούμενης. Όσο για μένα, έζησα την κάθε μου ημέρα σαν η ημέρα που ζούσα νάμελλε νάταν η τελευταία, δηλαδή, με όλη την ησυχία μου». Ο Πετρώνιος, εξήγησε ο λοχαγός, είναι ένας από τους αγίους μου.
-Το ωραίο, συμφώνησε ο Ζήνων, είναι πως ο συγγραφέας σας δεν διανοείται πως θα μπορούσε να περάσει ένας σοφός την τελευταία μέρα του αλλιώς από ήσυχα.
Σημειωτέον ότι αυτή η τελευταία φράση, με το ωραίο id est in summa tranquillitate (το οποίο η Γιουρσενάρ ξαναγράφει ως in summa serenitate, «με πλήρη γαλήνη», στο επιλογικό της σημείωμα) ανήκει όχι στο κείμενο του Πετρώνιου αλλά στη συγγραφέα, ένα ευγενές απόκρυφο όπως το χαρακτηρίζει.
Βρήκα, παρεμπιπτόντως, το Σατυρικόν του Πετρώνιου, δεν ξέρω αν έχω όρεξη να το διαβάσω. Περισσότερο θα ήθελα να ξαναδώ την ομώνυμη ταινία του Φελίνι, αυτή την επιστημονική φαντασία του παρελθόντος, που με είχε συνεπάρει ξημερώματα σε κάποια κατάληψη της Φιλοσοφικής στη Θεσσαλονίκη. Πριν ακόμα τη δω, είχα διαβάσει την ωραία περιγραφή της από τον ίδιο το Φεντερίκο σε μια συνέντευξή του, και είχα δει κάποιες εικόνες σε ένα ωραίο κόμικ του Μίλο Μανάρα που έχω πια χάσει. Θα την ξαναδώ ένα βράδυ, με όλη την ησυχία μου.
και τί ειρωνεία (εντός τού κειμένου τής γιουρσενάρ αυτή) με τά λόγια τού Ζήνωνα (που «προβλέπουν» το δικό του (καθόλου ήσυχο κι ακόμα περισσότερο καθόλου γαλήνιο) τέλος…)
άντε είπα (κατωτέρω) για αύριο, αλλά δεν άντεξα
να’σαι καλά Δύτη που μάς προκαλείς 😀
Χμ. Τσέκαρα λίγο κάποιες ονλάιν εκδόσεις του Πετρώνιου και είδα ότι η προσθήκη για την «ησυχία» δεν είναι της Γιουρσενάρ, είναι του Φρανσουά Νοντό (1694), απλώς η Γ. την προχρονολόγησε μια και η Άβυσσος διαδραματίζεται κάπου έναν αιώνα παλιότερα.
http://en.wikipedia.org/wiki/Supplements_to_the_Satyricon
Χάρη, ωστόσο μια κάποια γαλήνη υπάρχει στο τέλος του Ζήνωνα, ή έτσι μου φάνηκε εμένα.
«Πολλές από τις ανακαλύψεις του ο Αρχιμήδης τις έκανε πάνω σε σχήματα που σχεδίαζε στις στάχτες της θράκας ή στο στρώμα του λαδιού που έβαζε στο σώμα του όταν τελείωνε το λουτρό του. Ρωμαίοι ιστορικοί αναφέρουν ότι το τέλος του ήρθε μια μέρα όταν, απορροφημένος με ένα γεωμετρικό σχήμα που είχε σχεδιάσει σ’ ένα δίσκο με άμμο και καθώς οι φρουροί απρόσεχτα είχαν χαλαρώσει την επιτήρηση τους, ο Μάρκελλος και οι άνδρες του έσπασαν τον κλοιό της πολιορκημένης πόλης. Σύμφωνα με μια εκδοχή, όταν ο ίσκιος ενός ρωμαίου στρατιώτη έπεσε πάνω στο σχήμα, ο Αρχιμήδης ένευσε στον ανεπιθύμητο επισκέπτη πίσω του να μην καταστρέψει το σχήμα, οπότε εκείνος εξαγριωμένος κάρφωσε το σπαθί του στο σώμα του γέρου άντρα.»
απο ένα τέτοιο τέλος, καταλαβαίνει κανείς τι ζωή έζησε..
http://grmath4.phpnet.us/mathimatika/stoxastis_kakopios/stoxastis_kakopios.htm
ωραία κουβέντα πρωί-πρωί 🙂
καλημέρα!
Δύτη, με όσα διάβασα θυμήθηκα το βιβλίο «Ηρόδοτος, Επτά Νουβέλες και Τρία Ανέκδοτα» & τη Γυναίκα του Κανδαύλη…
έσεις ένα τρόπο όταν γράφεις…προκαλέις έρευνα!φχαριστώ…
Χαιρετώ! χαίρομαι που σας άρεσε 🙂
το δεύτερο μου άρεσε κι εμένα πολύ.
πάλι στο βιβλιοπωλείο θα με στείλεις.
Πριν από αιώνες είχα πάει σ’ εναν καθηγητή και του ‘χα πει ότι ήθελα να κάνω μια διπλωματική εργασία για τους αναβαπτιστές και τον Ιωάννη του Μύνστερ. Αυτός μ’ εδωσε μια μεγάλη βιβλιογραφία στη γερμανική γλώσσα και με πρότεινε να διαβάσω την Αβυσσο της Γιουρσενάρ στον ελεύθερό μου χρόνο.
Εγώ δεν ήξερα και δεν ξέρω γρι γερμανικά. Την εργασία ποτέ δεν την έκανα, αντίθετα έκατσα και διάβασα μ’όλη μου την ησυχία την Αβυσσο.
Βυτίο, επειδή σε ξέρω τι τύπος είσαι, θα συνιστούσα να ξεκινούσες όχι απ’ την Άβυσσο αλλά από αυτά που έλεγα στο προηγούμενο ποστ: τα Διηγήματα της Ανατολής και τη Χαριστική βολή. Ειδικά το δεύτερο είμαι σίγουρος ότι θα σε ενθουσιάσει. Άσε που είναι και φτηνότερα 🙂
ΠάνωΚ, σαν τα χιόνια! Δεν σού’δινε ο ευλογημένος τον Πόλεμο των χωρικών του Ένγκελς, που υπάρχει και στα ελληνικά; Στα ελληνικά, τώρα, υπάρχει και η αφήγηση του Μπούκτσιν, κάπως μεροληπτική αλλά με μεγάλο πλούτο πληροφοριών.
(προτάσεις – βιβλιοπωλείον ο Δύτης)
Τον πόλεμο των χωρικών τον είχα ήδη πάρει – απ’ το ετήσιο φεστιβάλ βιβλίο της ΠΚΣ, αμ πώς! 🙂
(και μη με λες σαν τα χιόνια – αμα δεν έχω να πω, δεν λέω, αλλά περνάω…)
Για Μύνστερ και Χωρικούς διαβάζουμε Εκκλησιαστή των (sic) Λούθερ Μπλίσετ. Αν αντέξουμε (άντεξα).
Το Λούθερ, σε σχέση με τον Μύνστερ, ακούγεται σα χοντρή ειρωνεία… (αχ, η καλοζωισμένη σάρκα της Βιτεμβέργης κλπ.)
Χα! Μπουκάν, για μια φορά πιάνεσαι αδιάβαστος! 😀 Μιλάμε για αυτούς και για αυτό (είναι καλό, Σραόσα; γιατί «αν αντέξουμε»;)
Γαμάτος είναι ο Εκκλησιαστής, Δυτή.
Και κατ’ εμέ ευαντέξιμος.
Εχω και κάτι σχετικά λινκ απ’ το μπλογκ μου αλλά βαριέμαι να τα ποστάρω. 🙂
Και συγγνώμη που ξαναμαναεπανέρχομαι, δεν το πολυσυνηθίζω, αλλά αν κανείς ενδιαφέρεται, ας ρίξει μια ματιά και σε αυτά:
Νόρμαν Κον «Αγώνες για την έλευση της χιλιετούς βασιλείας του θεού – Επαναστάτες χιλιαστές και μυστικιστές αναρχικοί του Μεσαίωνα», εκδόσεις Νησίδες.
Γιωργος Σ. Βλάχος, «Η συνείδηση ενάντιο στον νόμο, – Επαναστατικές σέκτες και ουτοπιστικές αιρέσεις στο 16ο και 17ο αιώνα», εκδόσεις Έρασμος.
Carlo Ginzburg «To τυρί και τα σκουλήκια – Ο κόσμος ενός μυλωνά του 16ου αιώνα», εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Τέλος. Ξανά σχόλιο το καλοκαίρι πάλι. :p
Το πρώτο κομμάτι με συγκίνησε σαν να είχε γραφτεί για να το διαβάσω. Εγώ, προσωπικά. Που έχω μια παράξενη σχέση με τις λέξεις και τις έννοιες. Και συχνά πέφτω σε λάθη αχαρακτήριστα…
Στο δεύτερο βρήκα μια γαλήνη που μόνο η γνώση μπορεί να προσφέρει. Απέχω όμως τόσο πολύ από Αυτήν, που νομίζω ότι μπροστά μου έχω πολλές ανήσυχες μέρες. Μέρχι να καταλήξω να τις ζω, μία προς μία, σαν να μην υπήρχε αύριο. Και με όλη την ησυχία μου.
Αν υποθέσουμε πως θα τα καταφέρω ποτέ.
Τρομερό ποστ, Δύτη!
κ. Δύτα, γαμώτο, έχω και καμιά 20αριά στο πρόγραμμα για διάβασμα, άσε τα ημιτελή, μου μακραίνεις τον κατάλογο. Όλα θα κριθούν στην κατάταξη. Αν και, τελικά, όλα κρίνονται από το τυχαίο-δε-νομίζω.
Χαίρω δια την – αλλού υποτεθείσα – εγγύτητα, βιαστικά πέρασα, θα επανέλθω.
Θα παραμείνω ή δανεικός ή ανάξιος αναγνώστης!
Μπράβο, Δύτη, μου θύμισες, ότι πρέπει να εντρυφήσω περισσότερο σε Γιουρσενάρ. Η Άβυσσος, γιατί όχι.
Τον Πετρώνιο τον διάβασα σε παλιά μετάφραση από έκδοση απ’ αυτές που έβρισκες στα καροτσάκια. Είχα δει την ταινία πιο πριν και το κείμενο μου φάνηκε πολύ ξερό. Ίσως από ιστορικής πλευράς να είναι ενδιαφέρον, π.χ. το πάρτυ του Τριμαλχίονα.
Ποιός είναι ο Μύνστερ; Ξέρω ΤΟ Μύνστερ, ΤΟΝ Μύντσερ, αλλά ο Ιωάννης του Μύνστερ;
ΠάνωΚ, απ’ όλα αυτά έχω διαβάσει μόνο τον Γκίνσμπουργκ. Τι βιβλίο όμως ε; το όνειρο κάθε ιστορικού που σέβεται τον εαυτό του!
Θεώρημα, ευχαριστώ -αλλά το ποστ ανήκει βέβαια στη Γιουρσενάρ πολύ περισσότερο από μένα. Α, και στον Πετρώνιο, και στον γάλλο συμπληρωτή του του 17ου αιώνα.
tamistas, δεν υπάρχουν ανάξιοι αναγνώστες, υπάρχουν ανάξιοι ιστολόγοι 🙂
Καπετάνιε, σωστή η διόρθωση. Πώς σου είχε φανεί η ταινία;
Βιβλιοπώλα Δύτα
κάνετε εκπτώσεις , δέχεστε πιστωτικές και άτοκες δόσεις ;;; 🙂
Το Σατυρικόν θεωρώ πως είναι από τις ωραιότερες ταινίες του Φελίνι. Ας πούμε τις πιο «φελινικές». Για τον περισσότερο κόσμο Φελίνι είναι το Σατυρικόν. Ενθουσιάζομαι με πολλές σκηνές του. Όπως το πέρασμα μέσα στη ρωμαϊκή πολυκατοικία με το σεισμό και το άλογο. Αλλά τις ασπρόμαυρες (8 1/2, Dolce Vita) τις θεωρώ πιο βαθειές, με περισσότερη πνευματικότητα.
O Φελίνι (και άλλοι) μου αρέσει, που δεν τον απασχολεί η ψευδαίσθηση. Λέει ψέμματα, όπως όλοι στο σινεμα, αλλά στο ανακοινώνει εκ των προτέρων: -Κοίτα, φίλε,αυτό όλο είναι ένα ψέμμα, εδώ δεν αναπαράγουμε τίποτα για να μοιάσει αληθινό. Όλα είναι φτιαχτά. Τα χρώματα, τα σκηνικά, οι ηθοποιοί. Είναι μια σύμβαση, κι αφού στο λέω από την αρχή, ξεκόλλα και μπες στην ουσία, δες την ταινία σαν να ακούς μουσική ή σαν να βλέπεις σύγχρονη ζωγραφική.
Και γι αυτό, τελικά δε σου φαίνεται τίποτα φτιαχτό, όπως σε ρεαλιστικές ταινίες, που φαντάζεσαι το συνεργείο να τραβάει, και έτσι βλέπεις την αλήθεια του σκηνοθέτη.
Μου αρέσουνε πολύ σκηνές του, που είναι σαν να διηγείται ένα όνειρο, όπως η επίδειξη εκκλησιαστικής μόδας στο Ρόμα. Ή όλη η Τζουλιέτα των Πνευμάτων (Δεν ξέρω γιατί δεν άρεσε στους κριτικούς)
Παπούλη, σκέφτομαι να εφαρμόσω πρακτικές ανταλλακτικής οικονομίας 🙂
Καπετάνιε, ωραία αυτή η παρατήρηση για την ψευδαίσθηση. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η θάλασσα από κινούμενο χρωματιστό σελοφάν, στον Καζανόβα.
Και εκείνο το σπάσιμο της συνθήκης με την κάμερα να απομακρύνεται και να δείχνει το (μισό) καράβι μέσα στο στούντιο, στο τέλος του «Και το πλοίο φεύγει»…
Αν πω ότι το θυμήθηκα μόλις άφησα το σχόλιο, θα με πιστέψεις; 😉
Γιατί όχι; Είμαι καλοπροαίρετος άνθρωπος!
😉
Πάντως, και το Σατυρικό αξίζει μια δεύτερη ανάγνωση (τρίτη; πόσες φορές το έχεις διαβάσει μέχρι τώρα;). Κάθε χρόνο που το διαβάζω (και για τα μαθήματα αλλά και για ευχαρίστηση) ανακαλύπτω κάτι καινούριο. Αλλά ξέρω κι εγώ; Ποιό βιβλίο μου άρεσε πάνω απ’ολα πέρσυ
κατάρα – το πληκτρολόγιο όλο αυτά μου κάνει (πόσα email έχω στείλει πριν την ώρα τους δε λέγεται). Τέλος πάντων, εγώ πέρσυ έπρεπε να διαβάσω Κοϊντιλιανό για δουλειά και τελικά βρέθηκα να διαβάζω τα άπαντά του για διασκέδαση, οπότε μάλλον δεν πρέπει να με ακούει κανείς όταν κάνω βιβλιοπροτάσεις…..
Αλλά και το Σατυρικό του Φελλίνι αξίζει όχι μια ακόμα φορά να το δει κανείς, αλλά παραπάνω. Τελευταία φορά που το ξαναείδα, είχα συγκλονιστεί με τις ανασκαφές – τον τρόπο που τις παρουσίαζε. Μου άρεσε το πέρασμα από το σήμερα στο χθες….
Ολυμπία, η σκηνή με τις ανασκαφές είναι από το Σατυρικό ή τη Ρόμα; Τώρα που το λες και το σκέφτομαι, πρέπει να υπάρχουν δύο παρόμοιες σκηνές στα δύο φιλμ, ε;
Αχ, μάλλον θα τα μπέρδεψα…. (αφού το ξέρω ότι δεν αντέχω πλέον μεταμεσονύχτιες, τι προσπαθώ;). αν και συνεχίζω να νομίζω ότι έχει κάτι με ανασκαφές ή ζωγραφική στην αρχή το Σατυρικόν….
Μόλις είδα ότι το έχει τόσο φθηνά το amazon που ούτε που συμφέρει να το δανειστώ από τη βιβλιοθήκη.
Στην αρχή σίγουρα όχι -έκατσα και τη βρήκα στο γιουτιούμπ το απόγευμα. Αλλά δεν κόβω το κεφάλι μου ότι δεν υπάρχει μια τέτοια σκηνή κάπου στη συνέχεια ή προς το τέλος, έχω και γω μια αμυδρή ανάμνηση. Ίσως πάλι να μπερδεύομαι με τη Ρόμα, αν και το Σατυρικόν το είχα δει αρκετά χρόνια νωρίτερα.
Πάλι δεν βρήκα πως μπορώ να απαντήσω στην απάντησή σου. Έχεις δίκιο, πάντως, η σκηνή με τις ανασκαφές στην αρχή είναι στη Ρόμα, αλλά, μήπως είναι στο τέλος τότε; Γιατί νομίζω ότι κάπου έχουμε μια τέτοια μεταμόρφωση….
Θα μάθω σύντομα – το παρήγγειλα τελικά και θα μου ‘ερθει το dvd μέσα στη βδομάδα ελπίζω.
(να δω πως θα καταφέρω να το βάλω κι αυτό στο μάθημα για να τρομάξουν τα παιδάκια ότι πρέπει να δουν και ταινίες κι όχι μόνο να διαβάσουν το κείμενο του Πετρώνιου)
στη Ρόμα νομίζω ότι είναι εκείνη η καταπληκτική σκηνή που μπαίνει μέσα το συνεργείο σε μια ασύλλητη (;) κατακόμβη και ενώ τραβάει ο οπερατέρ τις εργασίες τών αρχαιολόγων και τις ζωγραφιές στους «τοίχους» τις βλέπουμε συγχρόνως προς τα πίσω μία-μία να ξεθωριάζει και να σβήσουνε από το οξυγόνο (που εισέρχεται μαζί με τους ανθρώπους 😦 )
από τις πιο «κατά τύχη μοναδικές» και αξιοθαύμαστες σκηνές τού σινεμά για μένα
Για την ακρίβεια, υποτίθεται πως πρόκειται για τους εργάτες που σκάβουν το μετρό. Παλιά νόμιζα κι εγώ ότι είναι πραγματική σκηνή, τώρα που το ξαναβλέπω βεβαιώνομαι ότι την χρωστάμε στη φαντασία του ΦΦ: