Έχω πολύ καιρό τώρα υποσχεθεί ένα ποστ για τους αμανέδες. Στην πραγματικότητα η υπόσχεση είναι παραπλανητική· αυτό που είχα στο μυαλό μου ήταν ένα ποστ για τον οθωμανικό υπόκοσμο της Κωνσταντινούπολης στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού. Κάποτε είχα πει δυο λόγια για τα προβλήματα που παρουσιάζει η μελέτη των απαρχών του ελληνικού υπόκοσμου, και κυρίως των απαρχών του ρεμπέτικου. Όποιος έχει διαβάσει π.χ. τη Ρεμπετολογία του Πετρόπουλου, θα θυμάται τις αναφορές στους καπανταήδες της Πόλης, τους νταήδες και συνάμα ήρωες των φτωχών συνοικιών, από την αργκό των οποίων πήρε πολλά η αντίστοιχη αργκό της φυλακής και του τεκέ στην Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα. Ίσως θυμάστε επίσης τις ιστορίες για τους τουλουμπατζήδες, τους πυροσβέστες δηλαδή, στη Λωξάντρα· και αν είστε τυχεροί, θα έχουν πέσει στα χέρια σας δυο καταπληκτικά βιβλιαράκια του αρχιτέκτονα Πάνου-Νικολή Τζελέπη (Στον καιρό των σουλτάνων… και Ένας νταής, Αθήνα 1965 και 1971 αντίστοιχα· το 2003 μάλιστα επανεκδόθηκαν, αν και μάλλον είναι πάλι πολύ δυσεύρετα), όπου αφηγείται ιστορίες τέτοιων νταήδων της Πόλης (ένα δείγμα εδώ).
Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, λοιπόν, και -όπως φαίνεται- μετά την εξαφάνιση ή μάλλον σφαγή των γενιτσάρων από τον Μαχμούτ Β΄ το 1826, το αντίστοιχο των ρεμπέτηδων ήταν οι λεγόμενοι κιουλχάνμπεη ή «άρχοντες του υποκαύστου». Υπόκαυστο είναι το υπόγειο του χαμάμ, όπου καίει τη μέρα φωτιά για να ζεσταίνονται οι θερμοί χώροι των λουτρών. Μια εκδοχή λέει ότι όποιον έπιαναν οι αστυνόμοι της εποχής να αλητεύει τις νύχτες, τον έβαζαν να κουβαλάει κάρβουνα μέχρι το ξημέρωμα στα χαμάμ και έτσι, όταν γυρνάει σπίτι του το πρωί κατάμαυρος (σαν τους Ρωμαίους στην Ασπίδα της Αρβέρνης ένα πράμα) να παραδίδεται στη δημόσια χλεύη. Πιο πειστική μου μοιάζει η άλλη εκδοχή, ότι δηλαδή αυτοί οι κιουλχάνμπεη ήταν άστεγοι που τα βράδια κοιμόντουσαν στα ζεστά υπόκαυστα. Καταπώς φαίνεται, αποτελούσαν ένα είδος αδελφότητας των γαβριάδων της πόλης· λέγεται πως για να μπει κανείς στην αδελφότητα έπρεπε να είναι ορφανός και να αποδείξει τις ικανότητές του στην κλοπή. Λίγο κλέφτες, λίγο ζητιάνοι, οι κιουλχάνμπεη έκαναν και μερικές ευκαιριακές δουλειές, ενώ μεταξύ των κανόνων τους φέρεται να ήταν ένα είδος «ταξικής αλληλεγγύης» με τις φτωχές γυναίκες και τους χαμάληδες. Σταδιακά μεγαλοπιάστηκαν: άρχισαν να ζητούν χαράτσι (προστασία μ’ άλλα λόγια) από τους καταστηματάρχες και να ληστεύουν τους νυχτερινούς διαβάτες, με αποτέλεσμα μια μεγάλη επιχείρηση της αστυνομίας να συγκεντρώσει το 1846 κάπου εφτακόσιους από δαύτους, οι περισσότεροι από τους οποίους στάλθηκαν στις τάξεις του στρατού.
Τους διαδέχτηκαν οι καπανταήδες, οι οποίοι συχνά δούλευαν ως πυροσβέστες (τουλουμπατζήδες), αρμοδιότητα που ανήκε παλιότερα στους γενίτσαρους. Κάθε γειτονιά είχε, λέει, τον δικό της καπάνταη, ο οποίος ήταν συχνά και προστατευόμενος κάποιου ισχυρού και έπαιζε με τη σειρά του ρόλο του προστάτη της δημόσιας ηθικής. Αν είχα τώρα πρόχειρα τα βιβλία του Τζελέπη θα σας έδινα μερικές πολύ ωραίες σχετικές περιγραφές. Διαβάζω για τον κώδικα τιμής τους, για το πώς έκαναν τους διαιτητές των συνοικιακών καβγάδων στα καφενεία, για το πώς -όπως και ο ελληνικός υπόκοσμος- συνεργάζονταν ενίοτε με πολιτικούς και πασάδες, ή πουλούσαν προστασία. Ένας διάσημος τέτοιος τύπος ήταν ο ρωμιός Χρύσανθος, διάσημος για τις ερωτοδουλειές, τους φόνους και τις αιματηρές αποδράσεις του, που πληγωμένος σε μια συμπλοκή κατέφυγε στην ερωμένη του Ευθυμία και πέθανε στα χέρια της.
Οι καπανταήδες ήταν ένα ακριβές αντίστοιχο της φάρας ή των ρεμπέτηδων του μεσοπόλεμου και σύχναζαν στα αντίστοιχα καφενεία, τα λεγόμενα σεμαΐ καχβελερί ή «καφενεία μετά μουσικής», όπου άκουγαν τους αμανέδες (μανί) και τα επικά τραγούδια (ντεστάν) των διάσημων συναδέλφων τους. Τα ονόματά τους ήταν θρυλικά πια στο μεσοπόλεμο, όταν ένας-δυο φιλότιμοι λαογράφοι κατέγραψαν ότι είχε σωθεί. Να μερικοί, όπως περιγράφονται το 1937: «Ο Μπαλατλί Τσαρκτσί Ετχέμ είναι καφετζής στο Μπαλάτ. Ο Ερζιντζανλί Αϊραντζή Χαμντί γράφει αιτήσεις και φτιάχνει σφραγίδες στο Εγιούπ. Ο Μπαλατλί Μουσεβί Νεσίμ είναι πλανόδιος φυστικάς στο Μπαλάτ». Και πάει λέγοντας. Ένας τέτοιος μάγκας, και ήρωας ενός σχετικού μυθιστορήματος της εποχής, ζούσε ακόμα το 1943: τυφλός πια και θρήσκος, χωρίς λέει να θέλει να θυμάται και πολύ τις μέρες του στη συμμορία· ήταν και τσέτης στον πόλεμο της Μικρασίας. Στιχουργικά το πιο μεγάλο ενδιαφέρον το έχουν τα επικά τραγούδια, που συνήθως αφηγούνται κάποιο φόνο (σχεδόν πάντα μιλά ο σκοτωμένος), μερικές φορές κάποιο εργατικό ατύχημα (πάλι μιλά ο σκοτωμένος), μια φυλάκιση, τις κακουχίες ενός οθωμανού φαντάρου στην έρημο της Υεμένης, ή γεγονότα όπως πυρκαγιές και σεισμοί.
Για να φανταστούμε πώς ήταν αυτά τα καφενεία, να πάλι κάποιες περιγραφές του ίδιου λαογράφου (του Osman Cemal Kaygılı): «Δεν είναι περίεργο; Εκείνο τον καιρό [μιλάει για το τέλος του 19ου αιώνα] οι περισσότεροι άντρες πήγαιναν στα συνοικιακά καφενεία, σε επισκέψεις ή στο παζάρι με μακριά αντεριά και καφτάνια, ωστόσο στα μουσικά καφενεία των τουλουμπατζήδων δεν έμπαινε κανείς με τέτοια αμφίεση: όλοι πήγαιναν φορώντας σακάκι και παντελόνι. Χόρευαν είτε συνοδεία τραγουδιών, είτε όταν τέλειωνε το τραγούδι και άρχιζαν οι χορευτικοί σκοποί: τσιφτετέλι, κιοτσέκ, αγιρλαμά, χασάπικο (κασάπ), το χορό του γάμου, τον χαλβατζή, τον αγιάκ χαβασί που ήταν ένα είδος πόλκας αλατούρκα, τον χορό των μαχαιριών, τον ζεϊμπέκικο (ζεϊμπέκ). Στα καφενεία αυτά, ξεκινούσαν πάντα με αμανέδες. Πριν όμως, μια ορχήστρα με κλαρινέτο, ζουρνά, μικρό τύμπανο, νταρμπούκα, ζίλιες, έπαιζε πρώτα κάποιο μαρς· κατόπιν παιζόταν μια πόλκα ή κάτι τέτοιο, τραγούδια λίγο αλαφράνγκα, καντάδες (κάντο), ύστερα χορευτικοί σκοποί όπως τσιφτετέλι, κάποια δημοτικά τραγούδια αλατούρκα. Όταν το καφενείο είχε πια γεμίσει, άρχιζαν οι αμανέδες. Οι αμανέδες, που κρατούσαν μισή ή και μια ώρα, τραγουδιόντουσαν συχνά ανάμεσα σε γέλια και πλάκες, με πειράγματα και σάτιρες.»
Ορίστε και η σύντομη βιογραφία ενός από τους διασημότερους τραγουδιστές των καφενείων: του Τσιρόζ Αλή -το τσιρόζ «τσίρος» ήταν προφανώς παρατσούκλι για το σώμα του. Ο Τσιρόζ Αλή ήταν λέει γιος ενός πλούσιου εργοστασιάρχη στο Εγρίκαπι, κοντά στο Εγιούπ, από μικρός όμως θέλησε να γίνει τουλουμπατζής –πυροσβέστης, και σύντομα όχι μόνο έγινε, αλλά απέκτησε και τη φήμη σπουδαίου τραγουδιστή. Σε όποιο καφενείο πηγαινε μαζεύονταν εκατοντάδες -λέει- μερακλήδες να τον ακούσουνε. Γύρω στα 1896 ή ’97 όμως η φυματίωση τον κατέβαλε. Στα τελευταία του τον πήγαν να αλλάξει αέρα στον θείο του στο Μπακίρκιοϊ, το Μακρυχώρι της Λωξάντρας δηλαδή, κοντά στο σημερινό αεροδρόμιο. Ένα δυο μήνες μετά ο φουκαράς πια είχε καταρρεύσει εντελώς. Μαθαίνοντας ότι ήταν του θανατά, ο Κιαχιά Ισμαήλ, κεχαγιάς των χαμάληδων και αγάς των τουλουμπατζήδων του Ντεφτερντάρ, στο Εγιούπ, στην κόχη του Κεράτιου δηλαδή, φώναξε το νυχτοφύλακα της γειτονιάς, του έβαλε στο χέρι δυο μετζίτια και τον έστειλε να μάθει νέα. Κατά το ξημέρωμα γύρισε ο νυχτοφύλακας: «Κεχαγιά, ζωή σε λόγου σας», είπε. Οι τουλουμπατζήδες άναψαν τα φανάρια τους και έστειλαν έτσι το νέο σε όλους τους πυροσβεστικούς σταθμούς της Πόλης. Την επόμενη μέρα, πρωί πρωί, εκατό με διακόσιοι τουλουμπατζήδες είχαν μαζευτεί στο Ντεφτερντάρ και άρχισαν να προχωρούν προς το Μακρυχώρι, μαζεύοντας στο δρόμο και ένα σωρό άλλους θαυμαστές του Αλή. Πήραν το φέρετρο στους ώμους τους και κατά το μεσημέρι έφτασαν στο Εγιούπ: εκατοντάδες τουλουμπατζήδες, μεταξύ των οποίων πολλοί χριστιανοί και εβραίοι, με τις γυναίκες να θρηνούν από τα παράθυρα μουσουλμανικών και χριστιανικών σπιτιών, λέει, κήδεψαν τον Τσιρόζ Αλή μια ανοιξιάτικη μέρα.
Βιβλιογραφία:
Tahir Alangu, Çalgılı kahvelerdeki külhanbey edebiyatı ve nümuneleri/ Moritaten und Vierzeiler türkischer Plattenbrüder, İstanbul: Ahmet İhsan Matbaası 1943 (Istanbuler Schriften/İstanbul Yazıları 10).
Ekrem Işın, İstanbul’da gündelik hayat. Tarih, kültür ve mekân ilişkileri üzerine toplumsal tarih denemeleri, İstanbul: Yapı Kredi 1999.
Osman Cemal Kaygılı, İstanbul’da semaî kahveleri ve meydan şairleri, İstanbul: Burhaneddin Basımevi 1937 (İstanbul-Eminönü Halkevi Dil, Tarih ve Edebiyat Şubesi Neşriyatı 2).
Server Tanilli, «Fiers-à-bras et mauvais garçons à Istanbul au siècle dernier», στο François Georgeon-Paul Dumont (επιμ.), Vivre dans l’Empire Ottoman. Sociabilités et relations intercommunautaires (XVIIIe-XXe siècles), Παρίσι: L’Harmattan 1997, 115-22.
Y. Yeşilgöz – F. Bovenkerk, «Urban Knights and Rebels in the Ottoman Empire», στο C. Fijnaut – L. Paoli (επιμ.), Organised Crime in Europe: Concepts, Patterns and Control Policies in the European Union and Beyond, Dordrecht 2004, 203-224.
R. Ulunay, Sayılı Fırtınalar: Eski İstanbul kabadayıları, İstanbul: Arba Yayınları 1994 (5η έκδ.).
Πολύ ωραίο και ταξιδευτικό !
Γυναίκες (οποιουδήποτε είδους)
υπήρχαν στα café chantant ;
(να κι ο αταβισμός πάλι) !
Το απόλαυσα!
Καλημέρα, κι ευχαριστώ!
Enfant, παρόμοια απορία είχα κι εγώ. Στα τρία-τέσσερα βιβλιαράκια που ξαναδιάβασα για να γράψω το ποστ δεν συνάντησα καμία αναφορά σε γυναίκες. Μόνον ένα «επικό τραγούδι» (καταχρηστικός ο όρος) που διεκτραγωδεί μια «εγκατάλειψη συζυγικής στέγης». Ένα άλλο διηγείται τη σύλληψη του αφηγητή μετά από ένα ερωτικό ραντεβού, αλλά πιθανότατα πρόκειται για άτομα του ιδίου φύλου (στα τουρκικά δεν υπάρχει γένος, οπότε είναι δύσκολο να είσαι σίγουρος).
Στα αδιάβαστα βιβλία μου περιμένει το μυθιστόρημα ενός δημοσιογράφου του μεσοπόλεμου που περιγράφει την ιστορία μιας τέτοιας συμμορίας (Onikililer). Όταν το διαβάσω θα σου πω. 🙂
κανένα τέτοιο τραγούδι αν μας μετέφραζες, θα γινόμουν ευτυχισμένος. Πολύ ωραίο ποστ!
Ευχαριστώ, Βασίλη. Να μεταφράσω ε; Είναι και μεγάλα τα άτιμα.
Υπόσχομαι να προσπαθήσω όμως, κατά το βραδάκι, ναι;
Καλημέρα. Ωραίο άρθρο!
Οι τουλουμπατζήδες λέγονταν έτσι (θαρρώ) επειδή χειρίζονταν την τουλούμπα -αυτό δεν είναι δάνειο από το τρόμπα, το ιταλικό;
Έτσι νομίζω. Μια μικρή σκιά αμφιβολίας θα τη λύσω το απόγευμα. 🙂
Δύτα
Αμφιβολίες για τη τουλούμπα θα έχει πιθανώς και ο ΠΕΤΕΚ στη 3ης Σεπτεμβρίου ( ειδικά αν σερβίρεται με καϊμάκι ) 🙂
Αλλά το άρθρο σας είναι πράγματι εξαίρετο …
Να αποτολμήσω μια παραγγελιά ;;;
Για τους παραμυθάδες των καφενέδων της Ανατολής ;;;
Τους μεντάχ λοιπόν… το έχω στα υπόψη, καλά κάνεις και μου το θυμίζεις!
Είχα ένα συμμαθητή Καμπάνταη στην Ελλάδα, μου λύθηκε τώρα η απορία για το όνομα! κι ήταν και είναι προμηθευτές καφενείων.
Τα destan κατέληξαν κεμπαμπτζίδικα στην Εσπερία! Έχουν και μηχανή αναζήτησης:
http://www.kebab-frites.com/
Αυτό θα πει: και Καμπάνταης, και προμηθευτής καφενείων.
Για την τρόμπα/τουλούμπα: Δεν μπορώ να βρω την παραπομπή, αλλά είμαι βέβαιος, Νίκο, ότι έχεις δίκιο. Το 1719 εισήχθησαν αυτές οι αντλίες από έναν εξισλαμισμένο Γάλλο, τον Gerçek Davud, που έγινε και ο πρώτος Tulumbacıbaşı, αρχηγός των πυροσβεστών, οι οποίοι προέρχονταν αρχικά από τους γενιτσάρους. Οι πρώτες αντλίες, λέει, ζύγιζαν πάνω από 120 κιλά. Θυμήθηκα ένα ακόμα βιβλίο που περιμένει για διάβασμα, ακριβώς για τους τουλουμπατζήδες (Reşad Ekrem Koçu, İstanbul tulumbacıları). Νομίζω πως όταν αξιωθώ να το διαβάσω θα έχω υλικό για (τουλάχιστον) άλλο ένα ποστ.
Να μη σε περιμένει πολύ ακόμα!!!
Διάβαζε-διάβαζε… και γράφε!
8)
Εξαίσιο!
Σ’ευχαριστώ… και θυμάσαι πώς ξεκίνησε. 😉
Θυμάμαι να διαβάζω για τους εβραίους τουλουμπατζήδες της Θεσσαλονίκης, (εδώ η κλασσική φωτογραφία) και ότι πληρώνονταν μόνο από το τι κατάφερναν να σώσουν κατά την διάρκεια μιας πυρκαγιάς – υπάρχουν μάλιστα αρκετές αναφορές στην, ας το πούμε αμφίβολη, επαγγελματικότητα τους.
Το γενικότερο θέμα του οθωμανικού υποκόσμου είναι πάντως ενδιαφέρον, ξέρεις αν αυτά που γινόντουσαν Κωνσταντινούπολη γινόντουσαν και αλλού;
Φωτογραφίες για τους τουλουμπατζήδες της Πόλης εδώ. Για τον υπόκοσμο της Σαλονίκης το 18ο αιώνα έχει γράψει τη διατριβή του ο Eyal Ginio, αν διαβάζεις εβραϊκά ίσως μπορείς να τη βρεις (έχει και διάφορα άρθρα στα αγγλικά, γκούγκλισέ τον να δεις). Μου είχε πει ότι είχε στείλει ένα αντίτυπο στο Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας, είχα πάει (πάνε κάπου δεκαπέντε χρόνια) αλλά αυτό που μου έδωσαν και φωτοτύπησα αποδείχτηκε πως ήταν το μεταπτυχιακό του, πάλι για τους Εβραίους της πόλης αλλά όχι ειδικά για τον υπόκοσμο.
Δύτη, εξαίρετο! Συγκλονιστικό…
Τόσες μαζεμένες (έγκυρες) πληροφορίες μαζί, για όλους αυτούς που ψαχουλεύουνε ή αρέσκονται σε κάποια τέτοια θέματα, δεν έχει ματαγίνει !!!
Είναι για μένα και συγκινητικό, γιατί ήταν σα να διάβασες τη σκέψη μου.
Αυτό το διάστημα, πολεμάω σκληρά για να βρω τα βιβλία τού Τζελέπη.
Για τον Τζελέπη πρωτόμαθα από τον σπουδαίο (και χαμηλών τόνων) μελετητή και ερευνητή τού ρεμπέτικου τραγουδιού Σπύρο Παπαϊωάννου (απ’ τους πρωτεργάτες τής ομάδας : Κέντρο Έρευνας και Μελέτης Ρεμπέτικων Τραγουδιών, μαζί με Κουνάδη, Φέρρη κλπ…).
Ο Παπαϊωάννου, στις ραδιοφωνικές του εκπομπές στο κρατικό ραδιόφωνο, πάντα έκανε πολλές αναφορές στα βιβλία τού Τζελέπη…
Είμαι και σε μια -αρκετά μεγάλη- περίοδο, που ασχολούμαι και μελετάω/αποδελτιώνω πολλά στοιχεία από τη λαϊκή λογοτεχνία των αστικών κέντρων με τα «απόκρυφα μυθιστορήματα» που αφορούν στον υπόκοσμο-τα χαμίνια και όχι μόνο των πόλεων (βλ. Κονδυλάκης, Σαμαρτσίδης, Χαμουδόπουλος, Βρετός κλπ).
[π.χ Απόκρυφα Κωνσταντινουπόλεως (απόσπασμα)]
Το εξαιρετικό κείμενό σου καταλαβαίνεις πώς με άγγιξε…
ΜΠΡΑΒΟ !!! Κι ευχαριστούμε…
(αχ! Πώς θα’θελα να γνώριζα τούρκικα! Τι απίστευτη βιβλιογραφία είναι αυτή…)
ΥΓ:
Μήπως έχει κάποιος το :
Αντί – Τ. 641 (1/8/1997) – Αφιέρωμα: «Το ελληνικό απόκρυφο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα»
Αντί – Τ. 641 (1/8/1997) – Αφιέρωμα: «Το ελληνικό απόκρυφο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα»:
http://pandemos.panteion.gr/index.php?lang=el&op=record&type=&q=&page=0&pid=iid:15329
Ω, Δύτα…
Ο meyhane (ς) -σα μαγειριό μετά μουσικής, συνυπάρχει με τα μουσικά καφενεία ή είναι μεταγενέστερος;
Έχουμε τέτοια καταγραφή;
***
Παπούλη, μωρ’ ξέρ΄ς και το Πετέκ;!
Και νόμιζα πως ήταν από …Τ’ απόκρυφά μου !!!
😆
Είναι πραγματικά τόσο καλό, που μόλις (όταν δλδ…καμια φορά) 8) περνάω από εκεί, περπατάω από τα ζυγά τής οδού!
Μόνο λοιπόν, απ΄το δεξί, το απέναντι πεζοδρόμιο, για το : μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν…
Καταπληκτικό το απόσπασμα από τα Απόκρυφα! Βέβαια μάλλον όχι πολύ χρήσιμο ως πηγή -υποθέτω ότι ακολουθεί το μοτίβο των γαλλικών αντίστοιχων, στυλ «Τα μυστήρια των Παρισίων»…
Ο Τζελέπης είχε ξαναβγεί πριν από πέντε περίπου χρόνια, νομίζω από την Τροχαλία. Δεν τον βρίσκεις;
Αααα! Όπου έχω ρωτήσει ουδείς δεν ξέρει. Εξαντλημένο !!!
Είσαι θησαυρός… Ντουγρού για ΤΡΟΧΑΛΙΑ, λοιπόν!
***
Η ελληνική λαϊκή παραλογοτεχνία έχει μπόλικα «Απόκρυφα» (των Αθηνών, της Κεφαλλονιάς, της Ζακύνθου, της Σύρου, της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης…) και βεβαίως ακολουθούν τη γραμμή των έργων τού Sue και του Feval (των Παρισίων και του Λονδίνου κλπ), αλλά έχουν ενδιαφέρον και «ζουμί» γιατί καταπιάνονται με πάρα πολλά τοπικά θέματα του υπόκοσμου των πόλεων [συνθηματική γλώσσα, ιεραρχία, «δουλειές», ρούχα, πολιτική, εξουσία, σχέσεις, άλλα ήθη και κώδικες…μέχρι και τραγούδια!]
Βγαίνουν, πιστεύω/υποστηρίζω, πολλά πράγματα από αυτή την «παραλογοτεχνία» μας !
Ναι -απλά, δεν είμαι βέβαιος ότι τα μοτίβα τους δεν είναι παράγωγα της φαντασίας των συγγραφέων. Το συγκεκριμένο απόσπασμα πχ μου φαίνεται εντελώς φανταστικό: μόνο ο καθηγητής Μοριάρτογλου λείπει. 🙂
Ένα-ένα τα θυμάμαι!
Έχω κάπου κατεβασμένο-καταχωνιασμένο κι ένα παλιό-παλιό βιβλίο, με τη στρατιωτική δομή και ιεραρχία τού οθωμανικού στρατού.
Περιέχει και καλές φωτογραφίες (χαρακτικά – κλισέ) και σα να θυμάμαι και γενιτσάρους-τουλουμπατζήδες…
[πρέπει να το ψάξω!]
Τσοκ μερσί, δύτα.
Μόλις έκανα -χίλια χρόνια μετά 😳 – και τη σύνδεση μεταξύ του αγαπημένου γλυκού και του μηχανήματος. Την επιβεβαίωσα με την κυπριακή ονομασία, πόμπα…
Μισιρλού, μεϊχανές είναι η ταβέρνα (mey το κρασί στα περσικά), αλλά στα τεφτέρια μου δεν βρήκα αναφορά σε μουσική (τουλάχιστον για τον 17ο ή 18ο αιώνα). Μόνο ο Ερεμιά Κιομουρτζιάν γράφει (γύρω στο 1680) ότι χριστιανές τσιγγάνες γύρναγαν στις ταβέρνες με ντέφια και χόρευαν χορό της κοιλιάς. Έχεις και μέιλ, ε;
Στάζυ, τώρα το συνειδητοποιώ κι εγώ, κοίτα να δεις!
Βέβαια, έχεις δίκιο! Μεϊχανές = κρασοπουλειό (μετά έγινε και μαγερείο…)
Έχω μέιλ! Σωστό και πολυάντοχο !
😀
Με την τουλούμπα πάντως, «δεν είμαι φίλος» (όπως λένε και οι πολίτες) λόγω του ονόματός της ! [μα τον Αλλάχ!]
Αυτό το: ΤΟΥ_ΛΟΥ_ΜΠΑ, μου έχει καθίσει πολύ βαρύ και ακουστικά !
Δύτη… [τώρα το’πιασα για το μέιλ!]
❗ ❗ ❗ ❗
Το «ευχαριστώ» είναι πολύ λίγο…
😳 😳 😳
Διορθώνω για το υπόκαυστο: δεν έκαιγε φωτιά στο υπόγειο, η φωτιά έκαιγε σε έναν κλίβανο δίπλα και στο υπόκαυστο κυκλοφορούσε ο ζεστός αέρας. Βλ. πχ το διάγραμμα εδώ.
Γεια σου Δύτη, εξαιρετικό το κείμενό σου! Θέλω να σε ρωτήσω (και συγγνώμη αν σε ρωτούν συνέχεια) από που είναι η εικόνα του μπλογκ
Γιώργο, σ’ ευχαριστώ! Η εικόνα είναι η γέφυρα του Μόσταρ από μια παλιά φωτογραφία. Δυστυχώς δεν θυμάμαι πού την είχα βρει.
Τα έχω τα βιβλία του Τζελέπη για τον θείο του, νταή Αντρή Καρακατσόνα.
Απαλλοτριωμένα από την κατάληψη της Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ το 1980…
νταη-Σταυρής δεν ήτανε;
Νομίζω νταή-Αντρής.
Το επώνυμο (προσωνύμιο) Καρακατσόνας είναι σίγουρο.
Θα κοιτάξω και θα σε πώ.
Ναι, Νταή Σταβρής είναι το όνομα (με β, παρακαλώ!). Σωστόςςςςςςςς!
Δύτης = μνήμη ελέφαντα, λέμε! 🙂
Φοβάμαι ότι όλη η ηλεπαρέα έχει τέτοια μνήμη γιατί η πρώτη ιστορία του βιβλίου αρχίζει ως εξής: «Μιαν αυγή ο Νταή – Αντρής καθόταν στο «σέτι» -στο προαύλιο- που ήταν μπροστά στο μαγαζί του κι αργόπινε τον πρωινό του καφέ». Αρα και ο Σκύλος καλά θυμάται 🙂
Δύτη πολύ όμορφη ανάρτηση… Και τόσες μέρες ήθελα να σου γράψω αλλά έπρεπε να πάω στο άλλο σπίτι , 😉 να σιγουρευτώ ότι καλά θυμάμαι ότι έχω το βιβλίο. Είναι από την Τροχαλία (2003) η οποία έχει κλείσει, και λέω το χω γιατί είναι ένα με τίτλο «Ιστορίες του Νταή – Σταβρή» και υπότιτλο «στον καιρό των Σουλτάνων». Παλιά ήταν δύο τα βιβλία;
Θαυμάσιο!
Ερώτηση: Ποια είναι η ετυμολογική προέλευση της λέξης ρεμπέτης;
Μιχάλη… Ωραία!!!
Για να δούμε! Θα το βρούμε;…
Έχουνε γραφτεί τόνοι χάρτου για το θέμα, αλλά επί της ουσίας, στο πηλίκον -σχεδόν- κουλουράκια!
Καλημέρα!
Ιμόρ, όταν πρωτοεκδόθηκαν ήταν δύο, ναι. Τελικά είναι διάσημα αυτά τα βιβλία! (δικαίως)
Μιχάλη, έλα ντε. Ο Μπαμπινιώτης, βλέπω, το ετυμολογεί πιθανώς από το τουρκ. (αραβικό δηλ.) rıbat. Στο λεξικό του Redhouse, όντως, βλέπω τις σημασίες: 1. bond, band, tie 2. inn; military station on a frontier 3. lodge for dervishes 4. nerve, tendon. Ο παλιός Redhouse, του 1890, έχει περισσότερες σημασίες (A college; a poor-house; a surgical bandage; a love-charm; a snare for game) καθώς και τη λέξη rıbati (τονίζεται στη λήγουσα, αλλά στα αραβικά στην παραλήγουσα νομίζω, δηλ. ριμπάτι) που σημαίνει pertaining to anything termed ribat. Το λεξικό του Χλωρού, τέλος (1899) δίνει «νήμα, δεσμός· κατάλυμα, οίκος, μοναστήριον δερβισών», και ριμπατ-ί «γραμμώδης, δεσμώδης [βοτ.ανατ.]» που είναι μάλλον άσχετο. Αρκετά πειστικό, μόνο που δεν είμαι σίγουρος πόσο χρησιμοποιούνταν αυτές οι λέξεις στον κοινό λόγο. Χωρίς να το ψάξω, θα έλεγα ότι μου κολλάνε πιο πολύ σε αραβικό παρά σε τουρκικό περιβάλλον -αλλά πάλι, ο Πετρόπουλος κάπου γράφει ότι το χασίσι, λέει, ήρθε στην Αθήνα από «πρώην φυλακισμένους του Μισιριού» ή κάπως έτσι.
Στην Ελλάδα εμφανίζεται μετά το 22, ή και από πριν;
Δύτα
ευχαριστώ για το μπαζάρισμα , αλλά ειλικρινά δεν χρειαζόταν, δυστυχώς δεν έχω mail σου για να στο πω εν κρυπτώ.
Αν θέλεις κάτι να μπαζάρεις από μένα δες το ποστ Χάσμα Γενεών που δεν είναι δικό μου αλλά της Λαίδης. Αυτό αξίζει πραγματικά το κόπο να το διαβάσει κανείς.
Θα περιμένω για τους παραμυθάδες όσο χρειαστεί.
Κυρα Μισιρλού , σε χάσαμε με τις εκλογάδες ..
Παπούλη, είσαι τεμπέλης 🙂 Δίνω ένα μέιλ στη σελίδα αμπάουτ («ο Δύτης;! κλπ), και από τη στιγμή που σου έχω αφήσει σχόλιο μπορείς να δεις και το άλλο μέιλ μου. (παραγγελία εξετελέσθη, πολύ μ’ άρεζε η προγιαγιά)
Δύτα
με μόνο ελαφρυντικό το γήρας , δηλώνω ένοχος και ηλίθιος
Τεμπέλης είπα, μην υπερβάλλουμε! 🙂
Χορταστικό και απολαυστικό! Άργησα να περάσω γιατί ταξίδευα στα μέρη σου. η πλάκα είναι ότι νόμιζα ότι ήξερα μερικά πράγματα (και μετά το καλοκαιρινό ταξίδι θα σου πουλούσα και μούρη!), αλλά μετά από όλα αυτά που διάβασα εδώ την τύφλα μου δεν ήξερα! Πάω να ξεκοκαλίσω τις πηγές και επανέρχομαι 😉
Υπέροχο το άρθρο
Ταξίδι σε χρόνο και τόπο.
Τώρα το πρωΐ ήταν ό,τι πρέπει για το ξεκίνημα.
Να ‘ταν κι’ άλλο.
Καλημερίζω
vromikesskepsis, καλημέρα κι ευχαριστώ!
σάιλεντ, να ξεκοκαλίσεις τις πηγές… ποιες πηγές; Έχεις ΚΑΙ ΕΣΥ τον νταη-Σταβρή; 🙂
(δεν το θυμάσαι, αλλά εσένα σου είχα υποσχεθεί αυτό το ποστ!)
EDIT: Σημειώνω μόνο ότι το μεθεπόμενο σχόλιο, θα είναι το υπ’ αριθ. 5.000. Πάρτε θέσεις!
Το ξέρω Δύτα μου και σε ευχαριστώ πολύ! Άξιζε η αναμονή και με το παραπάνω. Δεν βρήκα αναφορές στο κείμενα και τα σχόλια στους Αρμένιους και αναρωτιέμαι γιατί. Είχα την εντύπωση (και με μια κουβέντα που είχα κάνει το καλοκαίρι στην Κωνσταντινούπολη) ότι η ιστορία με τους αμανέδες ξεκίνησε από τους Αρμένιους που πενθούσαν με τον τρόπο αυτό για τις χαμένες πατρίδες. Εγώ νταη-Σταβρή δεν έχω, έχω όμως πολύ Πετρόπουλο και δηλώνω απολύτως αρχάριος για να μην παρεξηγηθώ. Από εσάς τους φίλους μου μαθαίνω!
Σ’ αυτό που λες έχεις δίκιο, η μόνη αναφορά σε Αρμένιους σε όσα διάβασα (ή τουλάχιστον που πρόσεξα) ήταν ότι επειδή οι σφαγές είχαν γίνει λίγο πιο πριν, στην κηδεία του Τσιρόζ Αλή ο αστυνομικός διοικητής του Μπακίρκιοϊ ανησύχησε ότι το πλήθος είχε μαζευτεί για ταραχές. Νομίζω ότι οι αμανέδες πάντως ξεκινούν πολύ πριν τις πρώτες συγκρούσεις.
Οι Αρμένιοι της Πόλης έπαιξαν πολύ μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξη του οθωμανικού θεάτρου, αυτό ξέρω. Ίσως οι λαογράφοι του ’30 και του ’40 επίτηδες να απέφευγαν να τους αναφέρουν, αν και τώρα έχω την εντύπωση ότι κάπου, κάποιος λέει για αμανέδες με αρμένικο αξάν.
http://www.musikderturkei.org/composer.php?id=297&lang2=en
Η gazel που τραγουδάει ο Οσέπ εφέντι στο δίσκο που έχω (Archives de la musique turque 2) είναι πολύ κοντά στον αμανέ, ίσως λόγω του αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρα αυτών των τραγουδιών και της μελαγχολίας που εκφράζουν.
Η μετάφραση επίσης της φόρμας kanto σε καντάδα είναι παραπλανητική. Πρόκειται για τραγούδια λαϊκά με ρυθμό γρήγορο, απλό κι ανάλαφρο σε αντίθεση με τον αργό της μουσικής των Μεβλεβήδων.
Στον ίδιο δίσκο mendil kanto τραγουδάει η περίφημη Σαλονικιά Εβραία Πεπρόν χανούμ (περίοδος 1890-1914) «περίφημη για τις λαμπρές ερμηνείες της του λαϊκού ρεπερτορίου, παρόμοιου με το ελληνικό ρεμπέτικο».
Αμάν! (για τους αμανέδες)
(Σχόλιο αρ. 5000)
Βρε Δύτη, εμένα γιατί μου δείχνει σχόλιο 5150;
@Μιχάλη, αυτό αναρωτιέμαι και γω (πότε πρωτοεμφανίζεται η λέξη). Εδώ φαίνεται ότι η λέξη «ρεμπέτικο» πρωτοεμφανίζεται το 1913 στην Πόλη, αλλά δεν ξέρω αν έχουμε τη λέξη «ρεμπέτης» αλλού, σε εφημερίδες πχ.
@Ε, συγχαρητήρια (έστω και καθ’υπόδειξιν). Κερδίζεις… κερδίζεις… ε, χρόνια πολλά για τα γενέθλιά σου σήμερα! 🙂
@Ιμόρ, γιατί μετράει σπαμ, σβησμένα κλπ. (αλλά να σου πω, δεν τα έχω μετρήσει κιόλας)
Τέλειωσα το διάβασμα του ποστ στις 2.52 τα ξημερώματα και πάω για ύπνο με λιγότερες μαυρίλες. Να είσαι πάντα τροφοδοτικός στα της ανατολής δύτη.
Πριν από 3-4 μέρες που είδα το κείμενό σου, το εκτύπωσα για να μπορέσω να το διαβάσω ήσυχα και προσεκτικά. Σήμερα το πρωί αξιώθηκα (τα ξέρεις: φωτοτυπίες στοιβάζονται σε φωτοτυπίες).
Στέκομαι λίγο στα όσα περιγράφει ο Osman Cemal Kaygılı. Σε εμάς οι μανέδες ακούγονται σαν λυπητερά, θρηνητικά τραγούδια, αλλά οι άνθρωποι της εποχής δεν τους αντιλαμβάνονταν έτσι ούτε στην Πόλη, αλλά ούτε και στην Ελλάδα. Μέχρι την επιβολή της λογοκρισίας από τον Μεταξά και την συστηματική καταδίωξή του, ο αμανές ήταν το πιο δημοφιλές είδος τραγουδιού – με αυτά διασκέδαζε και γλεντούσε ο κόσμος ή, καλλίτερα, ο ντουνιάς.
sissa, τέτοια να ακούω και δεν θέλω τίποτα άλλο. 🙂
Φώτη, να σημειώσω μόνο ότι η εντύπωση που δίνει το συγκεκριμένο απόσπασμα (με τους σατιρικούς/πλακατζίδικους αμανέδες) είναι λίγο παραπλανητική, αλλού αναφέρονται πχ τραγουδιστές που έκαναν τους σκληροτράχηλους θαμώνες να κλαίνε κλπ. Αλλά στην ουσία νομίζω ναι, έχεις δίκιο.
Χαιρετώ την ομήγυρη!
Συμφωνώ απολύτως με την τοποθέτηση πιο πάνω της Μισιρλούς ότι η «παραλογοτεχνία» μας του 19ου αιώνα έχει πολύ «ψωμί».
Ιδίως για τους ρεμπετοερευνώντες είναι λουκουμάκι σκέτο το βιβλίο του Μηνά Χαμουδόπουλου, «Οι μυστηριώδεις νυκτοκλέπται» (Σμύρνη 1871), καθώς εκεί πρωτοαπαντά, ως φαίνεται έως τώρα, η λέξη «ρεμπέτα», στο θηλυκό μάλιστα, όπως ξεκίνησε και η λέξη «μάγκα».
Είναι μάλιστα εντυπωσιακό ότι ο όρος αυτός απαντά 38 φορές στο βιβλίο αυτό. Παραθέτω ενδεικτικά: «το καμάρι της Ρεμπέτας», «τα παιδιά της Ρεμπέτας», «το στολίδι της Ρεμπέτας», «εις τας τάξεις της Ρεμπέτας», «η ρεμπέτα έπεσε σε μπαγάσικα χέρια», «η ρεμπέτα το’ χει τούμπανο και συ κρυφό καμάρι», «για το ονόρε της ρεμπέτας», «η ρεμπέτα δεν αφίνει τα παιδιά της να πεινάσουν», «τόσα χρόνια είμαι μέσα στη ρεμπέτα», «το’ χουν τιμή τους να’ νε μέσα στη ρεμπέτα».
Στη σελίδα 11 δίνεται και ο ορισμός της (με τη λέξη Ρεμπέτα «ονομάζουσιν οι νυκτοκλέπται το σύνολον των νυκτοκλεπτών).
Το βιβλίο του Χαμουδόπουλου έχει και πρόσθετο ενδιαφέρον, σε ό,τι αφορά το αργκοτικό λεξιλόγιο που ενσωματώνει σποράδην, και μάλιστα σε μια τόσο πρώιμη εποχή, 56 χρόνια πριν από το Τουμπεκί… του Πικρού.
Εδώ συναντάμε λέξεις και φράσεις αποσπασμένες από τον κορμό μιας πρώιμης συνθηματικής γλώσσας: μπανιστής (=κατάσκοπος), σβελτσέτα και καπατσιτά, σαπουκαλίδες (=όσους, αφού περάσουν από φυλακή, μετά με ψύλλου πήδημα τους κουβαλάνε μέσα), πλιάτζικα (=τα κλοπιμαία), σκυλόστομο (=το κρεμαστό κλείθρο, κοινώς λουκέτο), παίρνω πρόβες (=βγάζω κέρινα αντίτυπα των κλείθρων), γκόμινες, φούρκα (=φυλακή;), σουμπέ (=υποψία), ρουκάνισμα (=διάρρηξη), μπουταλάς, κολαούζι, κόβω λάσπη, τσατ πατ, σακουλεύομαι, σουσούμια, μονόφθαλμο (ευμεγέθης κύλινδρος, εντός του οποίου τίθεται μακρύς κηρός −αντί για χαρτοφάναρο), βγαίνω φλούδα (παίρνω μηδενικό μερτικό από κλοπή »).
Υ.Γ.
Μισιρλού, έχω εκείνο το τεύχος του ΑΝΤΙ το αφιερωμένο στο ελληνικό απόκρυφο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Πώς μπορώ να εξυπηρετήσω;
spatholouro
διαβάζω καλά; 1871; Αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον! Ευχαριστώ πάρα πολύ για το σχόλιο.
Η Μισιρλού ξέρω ότι θα χοροπηδήσει από τη χαρά της. Αν έχω την έγκρισή σου, να σας φέρω σε επικοινωνία μια και έχω τα μέιλ σας.
Από την εν λόγω αργκό σημειώνω: σαπουκαλίδες sabıkalı, κατά λέξη «σεσημασμένοι», και σουμπέ από το τουρκ. şübhe («υποψία», πάλι).
1871, μάλιστα… Και το θεωρώ κρίμα που το δεύτερο μέρος του βιβλίου −που είχε αναγγελθεί και θα επιγραφόταν «Οι εργάται της νυκτός»− δεν εκδόθηκε ποτέ, όσο μπόρεσα να διακριβώσω.
Υ.Γ.
Εξυπονοείται η έγκρισή μου για επικοινωνία με Μισιρλού (αν και υποψιάζομαι ότι γνωριζόμαστε…)
Επακριβώς Δύτη μου… όπως λέει και το αγαπητό spatholouro -καλώς τον!-, το 1871 πρωτεμφανίζεται σε κείμενο η λέξη «ρεμπέτα» (με όσα στοιχεία, βέβαια, έχουμε για έρευνα, προς το παρόν)…
Η επισήμανσή μου, γιαυτόν ακριβώς το λόγο έγινε. [Μας τα εξήγησε αναλυτικότατα -και με όλη τους την ουσία-, ο φίλος spatholouro…]
Εγώ, και μια βαρεμάρα είχα για να στα γράψω αναλυτικά, αλλά και επειδή έχω στο παρελθόν «κατακαεί», το παίζω γενικώς λίγο αυτοάμυνα!
Είχα, πράγματι, εντοπίσει τα προαναφερθέντα στοιχεία για τον Χαμουδόπουλο, εδώ και αρκετά χρονάκια…
Η εξέλιξη αυτής τής έρευνας είναι μια πονεμένη ιστορία… (αφορά στη ρεμπέτα των σύγχρονων….ημεροκλεπτών !!!).
🙂
Όμως, εντωμεταξύ, αποδελτιώνοντας τέτοια κείμενα (και πολλά άλλα…) όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο ποθούμενο !
Χρόνο (και μάτια) να έχουμε για αναγνώσεις και θα βρεθεί σύντομα η άκρη…
ΥΓ:
Χαίρομαι που σε διαβάζει το spatholouro (που από τη γραφή του, μάλλον εντοπίζω ποιος είναι…).
Η επανασύνδεσή μας, μέσω εσού ειδικά, με χαροποιεί ιδιαιτέρως!
Spath- μιλάμε !!!
[Με την ευλογία μου, ας γίνει η ανταλλαγή -σαραντάκιων- ηλεδιευθύνσεων].
ΥΓ@
Ξέχασα να φωνάξω : Ναι!!! Eίμαστε sabıkalήδες….
😆
Το διάβασα ακούγοντας ασίκη Veysel. Πέρασα χτες για δεύτερη φορά απ’ το Μπακίρκιοϊ αλλά πού να ξέρω οτι ήταν το Μακρυχώρι της Λωξάνδρας!
Γιατί όμως γράφεις Καπά- κι όχι Καμπάνταης;
Τη λέξη που ο Νικολά ξέρει απο επώνυμα, εγώ την πρόλαβα ζωντανή για τους ψευτόμαγκες. Και βλέπω οτι γυρίστηκε και ταινία Kabadayi http://www.imdb.com/title/tt1051907/
Μαρία, ήθελα να σε προλάβω πριν φύγεις και να στο αφιερώσω, αλλά δεν… Στο αφιερώνω τώρα λοιπόν.
Καπάνταης το θυμόμουν από τον Πετρόπουλο, γιαυτό.
Τσοκ τεσεκιούρ εντέριμ, Ντίτι.
Στο Εγιούπ δεν πρόλαβα να πάω. Την επόμενη φορά.
Ένα άρθρο για τα απόκρυφα μυθιστορήματα (κλικ), από εδώ (ευχ για την αναφορά).
Την Ιστανμπούλ ακούω με τα μάτια μου κλειστά.
Με το κεφάλι μεθυσμένο από εποχές παλιές
Απ’ ένα σπίτι στο νερό,με λεμβοστάσια σκοτεινά
και του νοτιά το ουρλιαχτό να ησυχάζει μέσα.
Την Ιστανμπούλ ακούω με τα μάτια μου κλειστά.
Απόσπασμα απ το ποίημα του Ορχάν Βελί Κανίκ.
Καλησπέρα σας…φχαριστώ για το ταξίδι!
υ.γ. ίσως είμαστε συγγενείς, ο νεροχύτης υπήρξε νονός μου
katabran, καλώς ήρθες!
Ακούς την Ισταμπούλ ε;
(αν και αυτό κολλούσε πιο πολύ εδώ)
έχεις δίκιο, πάντως το άκουσμα δυτικοφέρνει…
ακροάσου κάτι …άλλο:
το οργανάκι λέγεται νέυ… με ταξιδεύει από Σμύρνη ως την Πόλη…τον έμαθα από τη γιαγιά μου!
Αυτό βέβαια είναι πιο κοντινό στους καπανταήδες μας. 😉
εξαιρετικό, thanx Dyta! 😀
και οι τουλούμπες τα γλυκά, από τούς πυροσβέστες; 🙄
Είδες; Ούτε γω το είχα φανταστεί πριν το σκεφτεί ο Στάζυ!
ναι αλλά γιατί; (μόλις τώρα το είδα…) και γιατί «πόμπα» ‘αραγε στα κυπριακά;
και (για το γλυκο, όχι για τους πυροσβέστες) υπάρχει και η ονομασία «πού**ος κοτλέ», φαντάζομαι το’χεις ακούσει κι εσύ Δύτη εγώ γέλασα, αρκούντως, όταν το πρωτοάκουσα 😀
υγ: και υπάρχουν και τα τουλουμπάκια 😥
Γιατί ακόμα και σήμερα οι αντλίες έχουν το σχήμα πού**ου κοτλέ, που λες κι εσύ (καλό!). Στα κυπριακά, φαντάζομαι, επειδή η πυροσβεστική θα οργανώθηκε επί αγγλοκρατίας (δηλ. μετά το 1878), οπότε αντί για τρόμπες/τουλούμπες είχαμε pumps.
πολύ ωραία, μερσί Δύτη 🙂 τώρα και για μένα ξεκαθαρίστηκε πια η φύση τώ πραμάτω
😀
100 μέτρα παραπάνω, στην αρχή της Ολύμπου, οι καλύτερες τουλούμπες έβα…
από εδώ
χα, χα η καμήλα έγινε νύφη; Και τι νύφη!
Δίπλα στις τουλούμπες (απέναντυ μέσα στην πλατεία) έχει και το καλύτερο Ίσκεντερ Κεμπάμπ της πόλης..
Ίσως φανεί χρήσιμη, για κάποια θέματα, και η διδακτορική διατριβή του Μ. Σαρηγιάννη, «Περιθωριακές ομάδες και συμπεριφορές στην οθωμανική Κωνσταντινούπολη, 16ος-18ος αιώνας», στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2005 (βλ. phdtheses.ekt.gr)
πράγματι…
Μπα. Για τις τουλούμπες, το γλυκό, τίποτα δε λέει. Μόνο για το μποζά που άρεσε στη γιαγιά μου.
[…] εδώ (στην πραγματικότητα ξαναλέγοντας κάτι που έχει ξαναειπωθεί, με λίγες […]
[…] [σχόλιο του spatholouro, απ’εδώ] […]
Δύτη
είσαι πολύ μεγάλος Δύτης
Υπεροχος
Ευχαριστώ! Τσοκ τεσεκιούρ εντέριμ για ντοκτόρ (χεκίμ θα έπρεπε να πω αλλά το ντοκτόρ είναι της εποχής των κιουλχανμπέηδων…) 🙂
[…] μας φίλο Spatholouro, ο οποίος το μακρινό 2010 είχε κάνει ένα μνημειώδες σχόλιο στο ιστολόγιο του φίλου μας του […]