Αυτές τις μέρες έκλεισε νομίζω χρόνος που πέθανε η Σπεράντζα Βρανά (εντάξει, γράφω καθυστερημένα), κι εγώ θυμήθηκα αυτή τη φωτογραφία που είχα φυλάξει από μια περσινή εφημερίδα:
Μ’ αρέσει όλους αυτούς να τους φαντάζομαι κάπως έτσι: χαλαρούς μετά την παράσταση. Τον Μακρή, αφού έχει πεθάνει ως μεθύστακας, να κάνει ας πούμε γκριμάτσες στους συμπρωταγωνιστές του, τον Παπαγιαννόπουλο να παίζει το τάβλι του στο Διακοφτό, τον Αυλωνίτη να πηγαίνει επίσκεψη σε ένα φίλο, τη Βασιλειάδου ξέρω γώ να παίζει χαρτιά. Μου συμβαίνει συχνά αυτό: πριν από δεκατρία χρόνια είχα δει στη Θεσσαλονίκη μια γιαπωνέζικη ομάδα κρουστών. Ζεν, ή ο,τιδήποτε τέλος πάντων, πειθαρχία, σφιγμένα πρόσωπα, τέλειο παίξιμο -αλλά στο τέλος οι γιαπωνεζούλες πέταξαν τις μπαγκέτες ψηλά και αυτοσχεδίασαν για δυο λεπτά, με τα πρόσωπα χαλαρά, επιτέλους.
«Μα βγάλε τη μάσκα» ήταν μια επαναλαμβανόμενη ατάκα στον Εθνικό ύμνο του Μαρμαρινού που είχα δει στην Κέρκυρα πριν από χρόνια. Εκείνοι πάλι έβγαζαν τη μάσκα κάθε βράδυ: όπως ο καθένας βγάζει τη μάσκα, είτε σαν γυρίσει σπίτι, είτε μόλις κλείσει την τηλεόραση στο κρεβάτι, είτε όταν κοιτάζεται στον καθρέφτη το πρωί, ή όταν ανάβει ένα τσιγάρο στο κρεβάτι. Αυτοί όμως, όπως κάθε ηθοποιός φαντάζομαι (εξαιρώ τον Κιάνου Ριβς π.χ. που είναι μια μόνιμη μάσκα), είχαν δύο μάσκες απανωτές στο πρόσωπό τους. Μου αρκεί να τους φανταστώ να βγάζουν τη μία. Σκέφτομαι τώρα, μήπως δύο μάσκες αλληλοκαταργούνται; Μήπως ο πραγματικός τους εαυτός ήταν όταν μιμούνται ένα ρόλο;
Αλλά πάλι, κοιτάξτε ας πούμε τον Αυλωνίτη στη φωτογραφία, ή τον Ρίζο, πόσο διαφορετικοί είναι απ’ την εικόνα τους. Πόσο θα ήθελα να βρεθώ σε ένα τραπέζι απέναντί τους και να μιλήσουμε, ξέρω γω, για τον καιρό ή τις τιμές ή την επικαιρότητα.
Θυμάμαι όμως μια αφήγηση για τον Χορν, για το πώς δεν μπορούσε να αντέξει τη μοναξιά, πώς ενώ με οποιαδήποτε παρέα ήταν αυτό που στο θέατρο λένε μπριλάντε, δεν μπορούσε να αντέξει τον εαυτό του. Δύσκολο επάγγελμα, βαρύ και ίσως ανθυγιεινό. Ο Παπαγιαννόπουλος, αν θυμάμαι καλά την είδηση στην εφημερίδα, πέθανε μόνος στο διαμέρισμά του. Γιαυτό μας αρέσει να τους βλέπουμε με τη μάσκα.
Αυτή η φωτογραφία, ωστόσο, με συγκινεί πάρα πολύ.
Απλοί άνθρωποι -σε προσόντα και ικανότητες- σαν όλους τους άλλους, με επάγγελμα που προνομιακά τους δίνει δημοσιότητα.
Εντάξει, σε κάποιους κωμικούς θα αναγνωρίσω το πηγαίο χιούμορ, με τον ίδιο όμως τρόπο που το αναγνωρίζω και σε μη ηθοποιούς.
Από κει και πέρα, προσωπικά, δεν έχω να θαυμάσω τίποτε στη συγκεκριμένη ράτσα. Ρόλους μαθαίνουν, 99 φορές στις 100, δεν έχουν πραγματική γνώση για αυτούς, ή για το έργο που μεταφέρουν στο πανί ή το σανίδι· μια ιδιαίτερη παπαγαλία είναι το επάγγελμά τους. Αυτά τα «μπήκε στο πετσί του ρόλου», κλπ. τ’ ακούω βερεσέ. Το επάγγελμά τους δεν με αφήνει να δω τίποτε πίσω από τη ρηχότητά του.
Θα προτιμήσω τους σκηνοθέτες και τους συγγραφείς.
Κι όμως, εγώ τους θαυμάζω ιδίως όταν «δεν έχουν πραγματική γνώση» για το επάγγελμά τους, ιδίως όταν είναι διάφανη η ρηχότητα του επαγγέλματος –χαρακτηριστικά που έχουν βέβαια εκλείψει τώρα πια, που όλοι είναι απόφοιτοι σχολών και η δουλειά τους έχει γίνει σαφώς πιο διανοουμενίστικη· αυτά ίσχυαν μόνο για τους παλιούς εμπειρικούς ηθοποιούς. Επίσης, να διευκρινίσουμε ότι το ταλέντο τους δεν είχε σχέση τόσο με το πηγαίο χιούμορ: ελάχιστοι από τους παλιούς κωμικούς ήταν χιουμορίστες και έξω καρδιά τύποι εκτός σκηνής (εκτός ίσως όταν μιλούσαν για τη δουλειά τους), αντιθέτως ήταν συχνά σκυθρωποί, ήσυχοι και μάλλον μελαγχολικοί και δύσκολοι χαρακτήρες.
Η μαστοριά τους για μένα έγκειται κυρίως στη ρηχότητα που επικρίνεις. Επειδή διέθεταν την όχι πάντοτε διανοητικά επεξεργασμένη μαστοριά του εμπειροτεχνίτη, οι μάσκες τους σου αφήνουν μια πιο γλυκιά, πιο παιδική, πιο ανθρώπινη επίγευση. Είναι σαν να καθιστούν σαφές ότι παίζουν ένα παιχνίδι, στο οποίο δεν δίνουν δα και καμιά ιδιαίτερη σημασία. Σε αντίθεση λοιπόν με τον Δύτη, εγώ πάντοτε τους φανταζόμουν εκτός των ρόλων τους μετά τη δουλειά: να γκρινιάζουν για ρευματικά, να κάνουν καμάκι σε θαυμάστριες, να τρέχουν να βρουν κομμώτρια, τέτοια. Τους αντιμετώπιζα πάντοτε σαν θειους και θειάδες, απλώς προνομιούχους γιατί διατήρησαν το προνόμιο να παίζουν (με την παιδική έννοια του όρου) και να καλοπερνάνε για ένα μέρος του χρόνου τους. Όχι όμως θεμελιωδώς διαφορετικούς.
Μα, αυτό ακριβώς λέω κι εγώ. 😉
Κρίνοντας από τα παραδείγματά σου, νόμισα πως εννοούσες ότι τους φαντάζεσαι με μια ημιδιάφανη μάσκα εκτός δουλειάς, δηλαδή σε καθημερινούς ρόλους παραπλήσιους με την περσόνα τους. Παρανόηση.
Εγώ πάλι τους θεωρώ φορείς των ονείρων μας, η δουλειά τους είναι βάλσαμο στην ψυχή μου, είναι και αυτοί γιατροί όπως όλοι οι καλλιτέχνες. Και τελοσπάντων το θέμα δεν είναι εκείνοι, αλλά εμείς. Οι ασθενείς που φοράμε τη μάσκα τους για να ανασάνουμε.
Υ.Γ. 1. Σε βρίσκω λίγο στο κλίμα του Μπόρχες πάλι Δύτη («Μήπως ο πραγματικός τους εαυτός ήταν όταν μιμούνται ένα ρόλο;»)
Υ.Γ. 2. Η μάσκα χωράει μεγάλη συζήτηση νομίζω…
Στάζυ, μια και το δικό σου ποστ το κάναμε μπαρμπέρικο, είπες να βάλεις εδώ φυτίλια! Δεν ήθελα να μπω στο θέμα των ηθοποιών, ούτε στο πετσί του ρόλου (ούτε γω το πιστεύω αυτό, αλλά εντάξει, δεν είναι πάντα απλή μίμηση, καταλαβαίνω όμως τι λες. Καλός ο Ροστροπόβιτς, ας πούμε, αλλά δεν είναι Σοστακόβιτς). Κάτι για τις μάσκες ήθελα να γράψω, όπως λέει ο Γιώργος, δηλαδή για το πώς μ’ αρέσει να βλέπω κάποιους ανθρώπους με άλλο πρόσωπο.
Στο μεταξύ η ανάρτησή μου δεν μ’ αρέσει, και ξέρω γιατί, έπρεπε να την είχα γράψει πέρσυ, κατευθείαν μόλις κατέβασα τη φωτογραφία (που μ’ άρεσε γιαυτόν ακριβώς το λόγο). Τώρα, το κείμενο είναι πια ξεθυμασμένο κρασί.
Εγώ πάντως θα προτιμούσα να ζω στον κόσμο του Τσιφόρου και του Τζαβέλα, και όλα τα δύσκολα (φτώχια, ανεργία, φυλακή κλπ) να φιλτράρονται μέσα από το κωμικό. Και το βάλσαμο που λέει κι ο Γιώργος υπάρχει γιατί ακριβώς υπάρχει η μάσκα-αν τους τη βγάλεις είσαι διπλά χαμένος, χάνεις το αστείο και ταυτίζεσαι επικίνδυνα, είναι κρίμα.
(Ο Παπαγιαννόπουλος δεν παντρεύτηκε ποτέ και όντως πέθανε μόνος, νομίζω μάλιστα τον βρήκαν μετά από κάποιες μέρες) 😦
Εγώ παίρνω το φυτίλι τοις μετρητοίς και λέω τα εξής:
το θέατρο και το σινεμά είναι σαν ένα μεγάλο εργοστάσιο: μπορεί τα πιστόνια να είναι μικρά και να μην φαίνονται όσο τα φουγάρα, αλλά χωρίς πιστόνια, εργοστάσιο γιοκ.
Αφού μιλάμε για ομαδική δουλειά, όλοι χρήσιμοι και απαραίτητοι είναι, ακόμα κι ο καφετζής (για να μην πω κυρίως αυτός).
Ο σκηνοθέτης είναι ο μηχανικός και ο συγγραφέας ο αρχιτέκτονας, αλλά σπίτι χωρίς μάστορες και υδραυλικούς δε χτίζεις, όσο τέλεια κι αν είναι τα σχεδια και η μελέτη.
Από κει και πέρα, δεν μπορώ τις γενικεύσεις. Υπάρχουν ηθοποιοί που προσωπικά με κάνουν να στέκομαι με πολυ σεβασμό απέναντί τους -και με το στόμα ανοιχτό. Τέτοια περίπτωση είναι η Λαμπέτη, τέτοια περίπτωση είναι ο Φωτόπουλος, ο Λώρενς Ολίβιε, ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, ο Κέβιν Σπέισυ.
Για τη Βρανά δεν έχω την ίδια αίσθηση, ποτέ δεν με συγκίνησε. Ακόμα και στη διάσημη σκηνή της Κάλπικης Λίρας, ο Φωτόπουλος είναι όλα τα λεφτά, η Βρανά μοιάζει απλά ο απαραίτητος κομπάρσος. Αλλά όλα αυτά είναι προσωπικά και περί ορέξεσως κολοκυθόπιτα, προφανώς!
Δε θέλω να σου χαλάσω το παραμύθι, αλλά ένας ένας από αυτούς μπορεί να ήταν/είναι απλοί αγράμματοι άνθρωποι που με την αξία της τεχνικής τους, αλλά μπορεί και μαζί με χίλιους άλλους -ανάξιους αναφοράς- τρόπους, κατάφεραν να τους προτιμούν σκηνοθέτες, παραγωγοί και θεατρώνηδες, και τελικά, μέσω αυτών, εσύ κι εμείς.
Κάνουν καλά τη δουλειά τους, that’s all.
Ένα καλό θεατρικό έργο, ή μια καλή ταινία, είναι καλά με κάθε σοβαρό επαγγελματία ηθοποιό που ταιριάζει -έχει σημασία κι αυτό- στο ρόλο. Όπως ακριβώς το είπες· με τον ίδιο σεβασμό θα σταθείς κι απέναντι σε κάθε σοβαρό επαγγελματία τεχνίτη.
Και γιατί είναι υποτιμητικό ή κατώτερο να είσαι τεχνίτης; Κι οι τεχνίτες καλλιτέχνες είναι αν το καλοσκεφτείς.
Ακόμα και αγράμματος δλδ! Μερικές φορές ακόμα καλύτερα: εχω γνωρίσει εργάτες σε ανασκαφές που ήξεραν περισσότερα για την ανασκαφή από τους γραμματιζόυμενους αρχαιολόγους. (πχ)
Προσωπικά προτιμώ σαφώς το θέατρο από το σινεμά, και μπορεί να έχει δίκιο ο Δύτης για την αφετηρία της διαφωνίας μας.
Κατά τα άλλα, δεν μου το χαλάς, γιατί δεν είναι παραμύθι.
Εδώ που τα λέμε το να προτιμά κανείς σαφώς το θέατρο από το σινεμά είναι σαφώς πιο intellectuel…
Δεν είπα ότι είναι υποτιμητικό, ούτε κατώτερο. Το ανάποδο είπα, αλλά δεν πειράζει, είπαμε… εκτός θέματος, δογματικός και μη κατανοητός
Εϊ, δεν πιστεύω να τσακώνεστε σπίτι μου; 🙂
είπαμε… εκτός θέματος, δογματικός και μη κατανοητός intéressant…
Τεχνίτες είναι, άλλοι καλύτεροι, άλλοι χειρότεροι, ελάχιστες φορές μπορεί αυτό που κάνουν να το πεις και τέχνη. Αλλά διόλου περισσότερο σημαντικοί από τους τεχνίτες ενός συνεργείου ή ενός εργοστασίου ξερωγώ. Απλώς, έχουν την προνομιακή δημοσιότητα. Και στις δραματικές, τεχνικές μαθαίνουν, ως επί το πλείστον· δεν έχει τελικά σημασία ποιος είναι αυτοδίδακτος και ποιος όχι, παρά μόνο στη διευκόλυνση ίσως του σκηνοθέτη… Φτύλια βάζω, πειράζει; Εντάξει, εσύ ήθελες να μείνεις στο πιραντελλικό πνεύμα…
Και εργάτες πεθαίνουν μόνοι τους -μην πω πόσοι πάνω στη δουλειά, αλλά δεν κάνουμε έτσι…
Απλοί άνθρωποι, θα συμφωνήσω…
@κροτ υποθέτω ότι η Σπεράντζα δεν σε συγκίνησε στην Κάλπικη Λύρα γιατί είσαι γυναίκα 🙂 🙂
Ωχ, τα φυτίλια πήραν φωτιά… Υποψιάζομαι ότι η προτίμηση του Στάζυ προς τους σκηνοθέτες πχ αντί για ηθοποιούς έχει να κάνει με το ότι είναι σινεφίλ αλλά όχι θεατρόφιλος. Κάνω λάθος; Το λέω γιατί και γω δεν είμαι πολύ του θεάτρου: έχω το σαράκι να μου αρέσει σπάνια ένα θεατρικό κείμενο (γιαυτό μ’ άρεσε ο «Εθνικός Ύμνος», χαχά).
Δεν ξέρω, Κροτ και Σάιλεντ, αν με συγκινεί η Σπεράντζα, μ’ αρέσει πάντως. Έστω και μόνο για το τραγούδι-χορό στην Ωραία των Αθηνών 😉
Silent, παίζει. Ή ίσως επειδή δε μου αρέσουν αυτού του τύπου γυναίκες (αυτός ο σωματότυπος εννοώ).
Αλλά δεν το συνχίζω, γιατί θα με αναγκάσετε να πω για τη Σκάρλετ και θα πέσετε να με φάτε! 🙂
Δύτη, ΔΕΝ είσαι θεατρόφιλος? Πέφτω από τα σύννεφα!
Το πνεύμα της ανάρτησης, πάντως, το λέει κάπως καθαρότερα ο π2. Ακόμα και η παρανόηση, είναι χαρακτηριστική.
Αυτοί οι συλλήβδην αφορισμοί λίγο με ξεπερνάνε. Κυρίως γιατί όλα τα παραδείγματα που ίσως τους κατέρριπταν παραμένουν μεμονωμένα και δεν βοηθούν απαραίτητα σ’ένα γενικότερο συμπέρασμα. Παρ’ όλα αυτά όταν διαβάζω Το επάγγελμά τους δεν με αφήνει να δω τίποτε πίσω από τη ρηχότητά του.
Θα προτιμήσω τους σκηνοθέτες και τους συγγραφείς, δεν μπορώ να μην σκεφτώ, και τί θα ήταν ο Νονός χωρίς τον Μπράντο; Η το Λεωφορείον ο Πόθος χωρίς τον Μπράντο και τη Βίβιαν Λη; Πόσες φορές θα χρειαζόταν να διαβάσουμε το θεατρικό για πάρουμε τα μισά απ’ όσα έδωσε η παράσταση; Και πόση σημασία έχει η δημοσιότητά τους αν αυτό που έχουμε δει δεν έχει βρει στήριγμα μέσα μας;
(παρεπιφτού Δύτη, εχτές όταν έφτασε η ενημέρωση για την ανάρτηση στο μαιλ και είδα νυχτιάτικα «μα βγάλε τη μάσκα», σκιάχτηκα λίγο. Νόμιζα ότι ήθελες να κάνουμε αποκαλυπτήρια ταυτοτήτων… 🙂 )
Πού τέτοια πρόοδος…
(…»μάνα μου σκιάζομαι πολύ
μη πεθαμένοι βγούνε.
-Σώπα, παιδάκι μου, οι νεκροί
καλά τις μάσκες τους κρατούνε» -ή κάτι ανάλογο, τέλος πάντων!)
Εμένα πάλι πήγε το μυαλό μου στο ποίημα του Ουράνη, που σχετίζεται και με την παρανόηση του Πιδύου αλλά και τα στιχάκια του Λυκοτραφίτη.
Του Σολωμού, κυρία μου, του Σολωμού…
(:ή από εμένα περιμένετε πολλά ή ο Σολωμός έγραφε -μεταξύ των άλλων- και κακά.)
Σολωμός κατά Λυκοτραφίτη, λοιπόν, αφού το παίζεις σχολαστικός.
Την πλάκα τους βαστούνε στο Σολωμό αλλά κι η δικιά σου μάσκα μια χαρά είναι για την περίσταση.
Μαρία, μισές δουλειές. 🙂
Δύτη, τώρα που ξαναδιαβάζω το κείμενό σου, αυτά που γράφεις για τις δύο μάσκες οδηγούν στην ερμηνεία του Πιδύου.
Ισχύει πάντως για κάποιους ηθοποιούς οτι συνεχίζουν να παίζουν κι εκτός σκηνής.
Οι περισσότεροι πάντως απ’ αυτούς που ξέρω είναι, όπως λέτε, απλοί άνθρωποι, που μεταμορφώνονται στη σκηνή.
Για Στάζυ: Χτες είδα ένα μέτριο έργο με μια εξαιρετική ηθοποιό, την Κοκκίνου.
Και πώς αναιρεί αυτό, αυτό που είπα; καλή μαστόρισσα -για να χρησιμοποιήσω τη φράση πιδύου- η Κοκκίνου, συμφωνώ κι εγώ. Κι απλός άνθρωπος, όπως είπε ο δύτης. Τίποτα παραπάνω τίποτα λιγότερο.
Μα τι μπέρδεμα έχει γίνει! εγώ δεν μίλησα για απλούς ανθρώπους (τον Χορν, ας πούμε, κάθε άλλο παρά απλό άνθρωπο θα τον έλεγες). Αν βλέπω κάποια ιδιομορφία στους ηθοποιούς, είναι ότι τους βλέπουμε συνήθως μέσα από τη μάσκα (τη διπλή έστω, αν δεχτούμε ότι όλοι φοράμε συχνά από μία). Η ιδιομορφία αυτών των παλιών ηθοποιών, πάλι, είναι η ρηχότητα που λέει ο π2, ο οποίος, ξαναλέω, γράφει αυτά που ήθελα να γράψω εγώ. Και το ζουμί του δικού μου ποστ, είναι πάνω κάτω ότι: όταν βλέπω αυτούς τους ανθρώπους χωρίς τη μάσκα, νιώθω κάπως σαν να βγάζω και γω μια μάσκα που με ζόριζε.
Λοιπόν α) βρήκα το ποίημα του Ουράνη:
Για να’ μαι ευχάριστος σε όλους,
– κι ακόμα και στον εαυτό μου-
έκρυψα πάντοτες με μάσκες
που αρέσουνε το πρόσωπο μου
κι άλλαξα τόσες στη ζωή μου,
που τώρα πια να μη μπορώ
τ’ αληθινό το πρόσωπο μου
να πω ποιό είναι μητ’ εγώ!
Έτσι, ο θάνατος σα θα’ ρθει,
δε θα’ ναι η στέρηση μεγάλη:
θα αφήσω μιαν ανυπαρξία
για να περάσω σε μιαν άλλη….
β) Μα όχι, η δεύτερη ημιδιαφανής μάσκα που είπα είναι αυτή που φορούμε λίγο-πολύ όλοι μας. Οπότε, ο π2 στο υπέροχο σχόλιό του συμφωνεί απόλυτα με το πνεύμα μου. Στην πραγματικότητα, έγραψε με διαύγεια και σαφήνεια ακριβώς αυτό που θα ήθελα να είχα γράψει εγώ και το μπουρδούκλωσα. Τόχει ξανακάνει, αυτό το παιδί. 🙂
Μια και μιλάτε για διπλές μάσκες ορίστε ακόμα μία…
Όλοι καταλάβαμε γιατί δεν έβαλα την πρώτη εκτέλεση…
Το ποίημα του Ουράνη δεν το ξερα…
Ωπ, αυτό δεν θα μπορούσα να το γράψω μεθερμηνεύοντας γιατί δεν το είχα πιάσει. Ωραία φράση, κι ωραία σκέψη. Πολύ ωραία σκέψη.
Immor, γιατί αλήθεια; Επειδή σου αρέσει ο Μάλαμας (αυτό το ξέραμε) ή επειδή δεν σου αρέσουν οι Τρύπες;
Υπάρχει και αυτό του Ομάρ Χαγιάμ:
Κρυμμένος τη ζωή περνάς
κι ανεξιχνίαστος σαν πάντα
και κάποτε είσαι πρόσωπο
κι άλλες φορές πάλι τοπίο
και σε κανέναν τ’ ακριβό το θέαμα
δε θες να δείξεις
κι είσαι συνάμα, μοναχός σου
το κοινό κι ο θεατρίνος
Μπορείς να το ακούσεις σε μουσική Μιχάλη Σιγανίδη, είτε από τη Σαββίνα Γιαννάτου (Μουσική Δωματίων) είτε από τον ίδιο το Σιγανίδη (αν θυμάμαι καλά: Το τραίνο φάντασμα φίλος). Έχω την εντύπωση ότι το είχαν πει και οι «Χάνομαι γιατί ρεμβάζω».
π2, δράττομαι της ευκαιρίας να σημειώσω ότι το σχόλιό σου εκτίμησε και ο Κουκουζέλης. Μερικά ποστ αξίζουν για τα σχόλιά τους.
Πολύ σ’ αρέσει βλέπω αυτό το ρουμπαγιάτ. Το έχεις ξαναναφέρει. Κι έχουμε την ίδια απόδοση.
Τώρα για το άλλο, αυτό που έγραψε με έντονα ο Πιδύος, τι να πω. Δεν μας το έλεγες απ’ την αρχή, να μη μας τυραννάς κι αισθάνεται κι ο Στάζυ εκτός θέματος.
Μαρία, έχεις δίκιο, και βρήκα και πού. Για το άλλο, είπαμε, μερικά ποστ αξίζουν για τα σχόλιά τους. 🙂
(για τον πρώτο φυσικά 🙂 )
.. και άλλοι μασκοφόροι και μη του διαδικτύου
ΟΚ, είμαι εκτός θέματος
Απλά τα θέματα εκτρέπονται από την πορεία τους καμιά φορά…
Δεν υπάρχει θέμα 🙂
Ερώτηση: κανείς δεν είχε δει τον «Εθνικό ύμνο»; Εκεί η μάσκα ήταν πολύ χαρακτηριστική, όταν στο τέλος ο ηθοποιός την έβγαζε (μια γουρουνίσια ή αγελαδίσια μάσκα που κάλυπτε ολόκληρο το κεφάλι) ένιωθες λες και έβγαινε από σένα.
Με είχε συγκινήσει και η αναφορά στην Αλκυονίδα, το σινεμά στη Βικτώρια που έφερνε όλες τις σοβιετικές ταινίες μέχρι τις αρχές του ’90 που έγινε θέατρο.
Μουά στο Θησείο
Μουά aussi. Στο Θησείο également.
Αλλά το «πεθαίνω σαν χώρα το ‘χάσα». Ισως και επίτηδες τώρα που το σκέφτομαι…
Και; σας άρεσε; Δεν έχω δει άλλες παραστάσεις του, δεν είμαι πολύ του θεάτρου όπως είπα…
Μου διέφυγε η ερώτησή σου. Ναι, μου άρεσε πολύ.
Γενικότερα, θεωρώ τη θεατρική παράσταση, κάτι μοναδικό, σαν μια συναυλία (δεν μ’ αρέσει η λέξη, άμα πρόκειται για μη κλασική μουσική). Και τη ζω τη στιγμή που συμβαίνει· αντίθετα με μια ταινία, που δε μου φτάνει μια ανάγνωση.
Πάλι αξιωματικό κι αλλαντάλου θα με βγάλετε, γι’ αυτό σταματώ.
Ο «Άμλετ, δάγκωμα του φιδιού» μούχε αρέσει πιο πολύ.
Μάλλον, ωστόσο, η σωστή διατύπωση είναι «ο Άμλετ είχε αρέσει περισσότερο στον SH του 98, απ’ όσο ο Εθνικός Ύμνος στον SH του 2000τόσο…»
Σωστά, δεδομένου και του αμέσως παραπάνω!
Δεν ξέρω Δύτη… Ειλικρινά δεν ξέρω. Ήταν διαφορετικό. Και ήταν παλιά. Μ’ άρεσε μάλλον. Για να το θυμάμαι τόσα χρόνια μετά…
Πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτή η παράσταση ενισχύει την άποψη του Στάζυ για τους ηθοποιούς σε σχέση με τον σκηνοθέτη. Αλλά είχε τις ιδιομορφίες της 🙂
Δύτη, μια και δεν είδα την παράσταση, πάρε ένα ποιηματάκι του Νίκου Αντωνάτου:
Φορώντας το δημόσιο πρόσωπό μας
Πόσο αρρωσταίνουμε τους άλλους
Με την υγιεινή του
Μαρία, αυτό είναι. Πολύ καλό.
Στάζυ, όπως τα λες. Αλλά εγώ έχω το κουσούρι να είμαι πολύ απαιτητικός από το κείμενο. Φαντάσου ότι παλιότερα (πάνε χρόνια, τώρα βεβαίως όχι) αναρωτιόμουν γιατί στο σινεμά εκτιμούμε τον σκηνοθέτη περισσότερο από το σεναριογράφο…
Τώρα που ακόμα κοιμάστε μπορώ να γράφω χωρίς να με κοιτάει κανείς 🙂
Παρανοϊκό το ξέρω, αλλά η ερώτησή σου με κυνηγούσε όλο το βράδυ. Και; σας άρεσε; Για ακόμα μία φορά απέφυγα ν’ απαντήσω. ΔΞ/ΔΑ ίσως, μάλλον, δεν θυμάμαι πια… Εντελώς παρανοϊκό αλλά αισθάνομαι πολύ άβολα μ’ αυτή την ερώτηση, ό,τι κι αν αφορά. Ίσως γιατί δίπλα στην απάντηση μ’αρέσει/ δεν μ’αρέσει ένοιωθα την ανάγκη να συνεχίσω μ’ ένα “διότι”. Είναι και που μ’ έχουν μάθει ότι δεν δικαιούμαι να μιλώ χωρίς επιχειρήματα, είναι που δεν έχω και το ταλέντο σου στο γράφειν 🙂 Και μετά είναι αυτός που κάνει την ερώτηση (εσύ δηλαδή). Γιατί την κάνει; μια απάντηση περιμένει ο χριστιανός, μια απάντηση αιτιολογημένη. Να μπορεί να την καταλάβει. Μ’ άρεσε είχε καλή σκηνοθεσία, ήταν πρωτότυπη σύλληψη, έπαιζαν εξαιρετικά, η ρεβυθόσουπα ήταν αποκάλυψη, το κείμενο ανατρεπτικό για κάποιο λόγο θα ‘πρεπε να μ’ αρέσει ή να μη μ’ αρέσει τέλος πάντων. Αλλά δεν τον είχα το λόγο. Αφού ό,τι μ’ αρέσει δεν μπορώ να το αιτιολογήσω τί να κάνω; Δεν υπάρχει κανένας συγκεκριμένος, απτός, αποδείξιμος λόγος για τον οποίο τα πράγματα μ’ αρέσουν. Απλώς συμβαίνει να μ’ αρέσουν. Και αυτό που συμβαίνει αδυνατώ και να το περιγράψω και να το αιτιολογήσω. Και έτσι ήμουν σε αδιέξοδο. Και απάντησα μάλλον… (άκου μάλλον!)
Αλλά μετά… Μετά την είδα. Την τελεία ντε, αυτή στην απάντηση του Στάζυ. Ναι, μου άρεσε πολύ. (τελεία). Αυτή την τελεία, την κλέβω και θα την βάζω και σε όλα τα μ’ αρέσει μου και τα δε μ’ αρέσει μου απο ‘δώ και πέρα. Και ναι Δύτη η παράσταση μ’ άρεσε. 🙂
Καλημερούδια!
Καλά ντε, μια ερώτηση έκανα…
Είπα εγώ ότι έκανες δύο;
λέτε, λέτε, αλλά για τον κακομοίρη τον μπούμαν κανείς; τίποτα;
Γεια σου Δύτη,
αν το θέμα σου είναι μάσκα και κινηματογράφος, πρέπει οπωσδήποτε να αναφερθεί η καταπληκτική γιαπωνέζικη ταινία Ονιμπάμπα. Την έχεις δει; Από τις πιο διεισδυτικές ταινίες που έχουν ασχοληθεί με το βάθος της γιαπωνέζικης κοινωνίας, βάθος που ανιχνεύεται στην επιφάνεια, στη μάσκα.
Χήρα στρατιώτη και η πεθερά της κρύβονται σε ένα έλος, φοράνε μια απαίσια μάσκα δαίμονα, τρομάζουν τους περιπλανώμενους σαμουράι, που πέφτουν σε ένα πηγάδι κι αυτές πάνε και τους ληστεύουν. Στο τέλος, μετά από μια βροχή, η μάσκα κολλάει στο πρόσωπο της πεθεράς και για να τη βγάλει η νύφη πρέπει να ξεκολλήσει μαζί και το πρόσωπο, πράγμα που κάνει ευχαρίστως, γιατί η γριά την είχε πρήξει. Το πρόσωπό της πια έχει γίνει όμοιο με το δαίμονα της μάσκας.
Πολύ γιαπωνέζικο και Απω-ανατολίτικο.Η φόρμα, η επιφάνεια, που στο τέλος γίνεται η ουσία.
ΠάνωΚ, πάντα -μα πάντα!- είχα την απορία τι στο καλό είναι αυτός ο μπούμαν. Το έμαθα, ησύχασα, το ξέχασα, πάλι δεν ξέρω.
Καπετάνιε, κάτι μου λέει αυτή η ταινία, την είχαν δείξει τα σινεμά πρόσφατα; Δεν την έχω δει και ακούγεται εξαιρετική.
Μα βγάλε το tag. 🙂 Αυτό το κείμενο δεν είναι και μικρή εξυπνάδα.
Αν και έχω ψιλοστερηθεί το βίωμα «ελληνικές ταινίες» (επειδή η μαμά μας, σνόμπαρε τον ελληνικό κιν/φο, αν είναι δυνατόν!) ωστόσο πιάνω το feeling όσων γράφεις. Τα λες κι ωραία…
Καλωσήρθες, Niemandsrose (ή είναι όντως Niemandsrosr; ), μερσί! Μου τόχουν πει ξανά αυτό με το ταγκ. Εμ πώς να το πω; Μεγάλες εξυπνάδες; 🙂
Ρ2,
Λες:
«ελάχιστοι από τους παλιούς κωμικούς ήταν χιουμορίστες και έξω καρδιά τύποι εκτός σκηνής (εκτός ίσως όταν μιλούσαν για τη δουλειά τους), αντιθέτως ήταν συχνά σκυθρωποί, ήσυχοι και μάλλον μελαγχολικοί και δύσκολοι χαρακτήρες»
Σχεδόν όλοι οι κωμικοί είναι μελαγχολικοί έως και καταθλιπτικοί . Και επίσης πολλοί είχαν κάποια σχέση με τη μουσική. Ο Μακρής τραγουδούσε όπερα, η Βλαχοπούλου (και άλλοι ) ξεκίνησε την καριέρα της σαν τραγουδίστρια , αλλά και ο Τσάπλιν συνέθετε τις μουσικές των ταινιών του, δε μιλάμε για Ντάνυ Καίη. Επίσης ο Έρικ Άιντλ ήταν πολύ καλός συνθέτης, το Always look at the broit’ soid’ of loif θα το ζήλευαν πολλοί επαγγελματίες.
Είναι φυσικό.Το αστείο είναι υπόθεση λεπτών αποχρώσεων συναισθήματος και κυρίως timing. Πολλοί καινούριοι κωμικοί στερούνται και των δύο και τα αντικαθιστούν με βίαιη διάθεση και κραυγές. Είναι αηδία, δεν αντέχονται.
Όσο για τη μάσκα, αυτό που κάνουμε εδώ, στο Ίντερνετ, είναι μια γενικευμένη μασκοφορία, την οποία, μεταξύ μας δεν έχω πολυκαταλάβει και έχει αρχίσει να με ενοχλεί. Σκέφτομαι, ότι οσονούπω, θα » σχίσω το προσωπείον» , που λέει κι ο Κανέλλος Δεληγιάννης, και θα αποχωρήσω.
Και η μόνιμη απορία μου είναι: ο μπούμαν ήταν τόσο χάλια και κατέβαζε το μπουμ μέσα στο καδρο, ή ο κάμεραμαν που δεν μπορούσε να τ’αφήσει απέξω; Αμ ο φωτιστής, ή ο διευθυντής φωτογραφίας, ή ο σκηνοθέτης; που νάσου η σκιά του μπουμ στους τοίχους και στα πατώματα;
Πριν από λίγο καμιά ώρα άρχισε στην ΕΤ1 μια εκπομπή για τη Μελίνα η οποία σ’ ένα σημείο είπε: ~_ τους θεατρίνους μας θεωρούν πολίτες β’ κατηγορίας. Μια ζωή παίζω τη Μελίνα. Είναι τόσο ωραίο να παίζω κάπου κάπου και τη Μήδεια…
άσχετο, κι η διαφήμιση σαββατιάτικης φυλλάδας διαλαλούσε άλλο ένα σιντί της Κάλας, να ερμηνεύει Μεντέα…
Αυτό το Μεντέα μου πήρε κάτι δευτερόλεπτα να το πιάσω…