Τριακόσια πενήντα χρόνια πριν φτάσει ο Δύτης στο Μπιτλίς, στην καρδιά του βόρειου Κουρδιστάν, την πόλη επισκεπτόταν ο Εβλιγιά Τσελεμπή, ο περιηγητής που γύρισε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την περιέγραψε σε δέκα ογκώδεις και απολαυστικούς τόμους. Το Μπιτλίς τότε, ήταν κάπως έτσι:
Τώρα είναι έτσι, και κατά τη γνώμη μου εξακολουθεί να είναι όμορφο:
Γράφει κάτι γουστόζικο ο Εβλιγιά μας για το πώς χτίστηκε το κάστρο. Ο Ισκεντέρ Ζουλκαρνέιν (Δίκερως), λέει, ο Μέγας Αλέξανδρος, υπέφερε από τον πόνο στα δυο του κέρατα (παλιά δοξασία που προέρχεται από τα γνωστά αιγυπτιακά μετάλλια με τα κέρατα του Άμμωνα) και αναζητώντας το νερό της ζωής ήπιε από τον Τίγρη και μετά δοκίμαζε κάθε παραπόταμο που έβγαζε σ’ αυτόν μέχρι που έφτασε στο λόφο. Διέταξε λοιπόν τον θησαυροφύλακά του, τον Μπεντλίς, να φτιάξει ένα κάστρο τέτοιο που ούτε ο ίδιος ο Αλέξανδρος να μη μπορεί να το κατακτήσει. Όταν ο Αλέξανδρος γύρισε από άλλες μυθικές περιπέτειες, ο Μπεντλίς είχε φτιάξει με διάφορες μαγικές δυνάμεις το άπαρτο κάστρο, που όλες οι έφοδοι του στρατού του κυρίου του δεν μπορούσαν να νικήσουν. Σε μια στιγμή μάλιστα, από μια μυστηριώδη σπηλιά στο βράχο βγήκε ένα σμήνος μέλισσες που παραλίγο να τον τυφλώσουν (σε ένα άλλο σημείο ο Εβλιγιά διηγείται πώς, μπροστά στα μάτια του, κάποιος ανόητος πέταξε ένα κουφάρι σκύλου στην ίδια σπηλιά: το κουφάρι αμέσως σχεδόν πετάχτηκε έξω σε χίλια κομμάτια, λέει). Απελπισμένος ο Αλέξανδρος πήρε το δρόμο της επιστροφής, και τότε ο Μπεντλίς τον πρόλαβε με πλούσια δώρα και του παρέδωσε τα κλειδιά του κάστρου. Δεν είχε κάνει τίποτε άλλο παρά να ακολουθήσει τις διαταγές του, είπε, και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Τέλος πάντων, η πραγματική ιστορία του Εβλιγιά έχει με λίγα λόγια ως εξής: φτάνει στο Μπιτλίς το 1655, μαζί με τον συγγενή και προστάτη του Μελέκ Αχμέτ Πασά που μόλις είχε διοριστεί διοικητής του εγιαλετιού (της επαρχίας δηλαδή) του Βαν, αφού έχασε το αξίωμα του Μεγάλου Βεζίρη σε συνθήκες που κάποτε μπορεί να περιγράψω. Στο Μπιτλίς τους υποδέχεται ο τοπικός ημιανεξάρτητος Κούρδος ηγεμόνας, ο Αμπντάλ Χαν, ένας άνθρωπος που κατά τον Εβλιγιά έχει αξιοθαύμαστες ικανότητες σε μια τεράστια σειρά από διάφορες τέχνες και επαγγέλματα, συμπεριλαμβανομένου εκείνου του ακροβάτη. Λίγο αργότερα ο Μελέκ Αχμέτ Πασάς εκστρατεύει από το Βαν κατά του Αμπντάλ Χαν, με μια αστεία δικαιολογία, με το κρυφό κίνητρο ενός μαντικού ονείρου του , και στην πραγματικότητα για να τον τιμωρήσει για διάφορα περιστατικά ανυπακοής. Η εκστρατεία στέφεται με επιτυχία, ο Αμπντάλ το σκάει, και τη θέση του παίρνει ο νεαρός γιος του, ο Ζιγιαεντίν. Η απειλητική σκιά του μεγαλύτερου αδελφού του, του Νουρεντεχίρ, εμφανίζεται ήδη στην τελετή στέψης.
Λίγο μετά, στις αρχές του 1656, ο Εβλιγιά φτάνει στο Μπιτλίς ξανά για να μαζέψει κάποιους καθυστερούμενους φόρους. Εκεί μαθαίνει πως ο προστάτης του μόλις έχασε το αξίωμά του. Το ίδιο μαθαίνει και ο Αμπντάλ Χαν που επιστρέφει ευθύς στην πόλη. Τα πράγματα για τον Εβλιγιά, όπως φαντάζεστε, γίνονται δύσκολα· κατορθώνει να κατευνάσει τον Χαν, λέγοντας ότι εγκατέλειψε κι αυτός τον Μελέκ Αχμέτ Πασά και πως σκοπεύει να τελειώσει τις μέρες του στο Μπιτλίς. Οι μέρες περνάνε σκοτεινές και σε μια απειλητική ασφαλώς ατμόσφαιρα· ο Εβλιγιά προετοιμάζεται για απόδραση, εκπαιδεύοντας κάθε μέρα τα άλογά του στο χιόνι. Ένα βράδυ, η παράξενη παρέα συναντιέται στο χαμάμ του παλατιού, πάνω στο κάστρο. Εδώ δηλαδή:
ή, ίσως, κάπου εδώ:
Ο λόγος στον Εβλιγιά, τώρα. Παραλείπω κάποια φλύαρα σημεία χάριν συντομίας (μεταφράζω από: R. Dankoff επιμ., Evliya Çelebi in Bitlis, Λέιντεν 1990):
Περάσαμε στ’ αλήθεια βασιλικά, βουτώντας, κολυμπώντας και κάνοντας αστεία… Καθαροί και αγνοί, αποσυρθήκαμε στα αποδυτήρια για λίγο δροσερό αέρα. Ύστερα επιστρέψαμε στο λουτρό. «Αδελφέ», είπε ο Νουρεντεχίρ Μπέης στον Ζιγιαεντίν Χαν, «έξω στα ρούχα μου έχω ένα μπουκαλάκι με αφροδισιακό ματζούνι. Όποιος φάει έστω και λίγο μπορεί να κάνει έρωτα εφτά φορές. Αν ο καθένας μας φάει από λίγο, θα απαλλαγούμε από τη θερμότητα των χυμών του σώματος· και ποιος ξέρει, ίσως και να πηδηχτούμε ο ένας με τον άλλο». «Πες στον Σέιφ Άλη να φέρει αυτό το μπουκαλάκι από τα αποδυτήρια», είπε ο Χαν. Ο Σέιφ Άλη επέστρεψε ντυμένος και έδωσε το μπουκαλάκι σ’ αυτό τον αλιτήριο, τον Νουρεντεχίρ Μπέη, που είπε: «Τι ηλίθιος που είσαι. Πώς μπορούμε να φάμε το ματζούνι χωρίς σπάτουλα; Δόσμου αυτό το μαχαίρι που έχεις στη ζώνη σου». Ο Νουρεντεχίρ άρπαξε το μαχαίρι και άρχισε να γυρίζει γύρω γύρω στο λουτρό, με το μαχαίρι στο ένα χέρι και το ματζούνι στο άλλο. Είχα φοβηθεί πολύ: όλοι μας στο λουτρό ήμασταν γυμνοί, και ο Νουρεντεχίρ κρατούσε ένα γυμνό μαχαίρι.
«Αν νομίζετε πως το ματζούνι δεν είναι καλό, θα φάω εγώ πρώτος» φώναξε ο Νουρεντεχίρ. Με το μαχαίρι πήρε ένα μεγάλο κομμάτι και το έφαγε. Ύστερα έδωσε σε μένα. «Θεέ μου, σου εναποθέτω την ύπαρξή μου» είπα στον εαυτό μου, και έφαγα. Πήρε άλλο ένα κομμάτι στην άκρη του μαχαιριού, κοιτώντας τον αδελφό του, τον Χαν. Ξαφνικά έσκυψε πάνω του, μουγκρίζοντας σα λιοντάρι, και πρόσφερε το ματζούνι απειλητικά, λες και θα χτυπούσε με το μαχαίρι το γυμνό στήθος του αδελφού του. «Α, αδελφέ», είπε ο Χαν, «με τι αγαθές προθέσεις και φιλική διάθεση μου προσφέρεις τούτο το ματζούνι!» Προσπάθησε να πάρει το μαχαίρι με το ματζούνι από το χέρι του αδελφού του, ώστε να το φάει μόνος του. «Αδελφέ», είπε ο Νουρεντεχίρ, «δεν θα πιεις το αθάνατο νερό από τα χέρια του Χιζίρ;» Ο Χαν πήρε το ματζούνι από την άκρη του μαχαιριού, το έβαλε στο στόμα του και βούτηξε αμέσως στη δεξαμενή· κατάλαβα ότι δεν το κατάπιε, αλλά το έφτυσε στο νερό.
Αποσυρθήκαμε στα δώματα του Ζιγιαεντίν Χαν, και απολαύσαμε τη μουσική και την κουβέντα μέχρι τα μεσάνυχτα. Παίξαμε και γκεντζεφέ, αυτό που οι άπιστοι λένε χαρτιά (hartiye). [Όταν κουραστήκαμε,] μας έφεραν πετσέτες, πλύναμε τα χέρια μας, φάγαμε γλυκά, μεζέδες και φρούτα. Αφού πλυθήκαμε για τελευταία φορά, διατάξαμε να στρωθούν τα κρεβάτια για ύπνο. (…[εδώ δεν παραλείπω κάτι ιδιαίτερο, όπως ίσως νομίσατε, αλλά μια συνομιλία του Εβλιγιά])
Όταν επέστρεψα στο δωμάτιο του Χαν, είδα ότι είχε ξαπλώσει σε ένα μιντέρι δίπλα στη φωτιά (…) Δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα, ήμουν ξαπλωμένος με τα μάτια καρφωμένα στην πόρτα. Ξαφνικά, εμφανίστηκε ο Νουρεντεχίρ Μπέης: γλίστρησε μέσα, τεντώθηκε και χασμουρήθηκε, ψηλάφησε το μαχαίρι του και ίσιωσε τη ζώνη του. Όπως τον κοίταζα ξαπλωμένος, ήρθε πρώτα σε μένα, λέγοντας: «Ο Εβλιγιά ο δερβίσης… Τι γυρεύεις σε τούτα τα μέρη;». Με την ψυχή στο στόμα έκανα πως ροχαλίζω, όπως οι άλλοι, πραγματικά σα γουρούνι. Βλέποντάς το, ο Νουρεντεχίρ είπε, «Η ωραία κοιμωμένη ο δερβίσης μας κοιμάται σαν το γουρούνι», και με προσπέρασε.
Ύστερα πήγε προς τον παραμυθά, τον Μολλά Ντιλαβέρ, που κοιμόταν στη γωνία, και είπε: «Ρε νταβατζή από το Ισπαχάν, άντε στη δουλειά σου ή κάτω στο σπίτι σου στην πόλη να κοιμηθείς εκεί!». Τον προσπέρασε κι αυτόν και πήγε στον Ρουστέμ, το παιδί για τους καφέδες, που κοιμόταν δίπλα στον Χαν, και τον κοίταξε κι αυτόν. Τότε το μάτι του έπεσε στον αδελφό του τον Χαν, που κοιμόταν ήσυχα στον καναπέ. Κοίταξε γύρω του άγρια, ύστερα ξανάρχισε να παρατηρεί τον Χαν. Ξαφνικά τράβηξε το μαχαίρι από τη ζώνη του, πέταξε το χρυσοποίκιλτο πάπλωμα του Χαν και τον κλώτσησε φωνάζοντας: «Σήκω πάνω ρε πούστη!»
Μισοκοιμισμένος ακόμα, ο Χαν άνοιξε τα μάτια του και είδε πως ήταν ο ίδιος του ο αγαπημένος αδελφός. Την ώρα που έβαλε μια φωνή, ο Νουρεντεχίρ κάρφωσε το κοφτερό μαχαίρι στο στήθος του, ύστερα στην κοιλιά. Φωνάζοντας με φρίκη ο Χαν έπεσε στο πάτωμα, όπου ο αδελφός του του κατάφερε μια μαχαιριά ακόμα.
*
Αυτή είναι η φοβερή αφήγηση του Εβλιγιά. Ο ίδιος είχε, λέει, την ετοιμότητα να το σκάσει στη φασαρία που ακολούθησε. Νύχτα βγήκε στο χιονισμένο κάμπο και πρόλαβε τον προστάτη του, τον Μελέκ Αχμέτ Πασά, στο κάστρο του Αχλάτ. Μαθεύτηκε αργότερα ότι ο Νουρεντεχίρ εκτελέστηκε από τον Αμπντάλ Χαν, που έκων άκων έχασε έτσι δυο γιους μέσα σε τρεις μέρες. Ο Αμπντάλ Χαν έγραψε, λέει, στον Εβλιγιά, μεταξύ άλλων, πληροφορώντας τον για τα γεγονότα: «Φίλε μου Εβλιγιά Εφέντη! Γιατί τρόμαξες και έφυγες έτσι μέσα στη νύχτα; Δεν ήξερες ότι πάντα έτσι γίνονταν τα πράγματα στο Κουρδιστάν;»
Τι έχει δει κι αυτό το κάστρο.
Δύτη, είναι προφανές ότι βρίσκεσαι σε δημιουργικό οργασμό 😉 (πολύ λογικό μετά από τόσο ενδιαφέρον ταξίδι).
Πολύ ωραίες οι διηγήσεις, και η παραμυθένια και η «αληθινή» (τελικά ο Εβλιγιά είναι από τα μεγαλύτερα χρυσωρυχεία)..
Οι περιπέτειες του Εβλιγιά στο Μπιτλίς, υπολόγισε ο Ντάνκοφ (ο εκδότης τους, και ο κατεξοχήν εβλιγιολόγος παγκοσμίως), αποτελούν το 2,5% όλου του έργου του, ποσοστό καθόλου ευκαταφρόνητο αν σκεφτεί κανείς ότι ολόκληρη Κωνσταντινούπολη πιάνει ένα 10%. Και για να μη μένουμε σε αριθμούς, αρχίζει πολύ ωραία και σωστά ο Ντάνκοφ την εισαγωγή του:
Το «Βιβλίο των Ταξιδίων» είναι ένα σωστό θησαυροφυλάκιο, τα πλούτη του οποίου μόλις που άρχισαν να εξερευνούνται. Εδώ απέσπασα ένα κόσμημα, και το έβαλα σε ένα σκηνικό όπου, ελπίζω, θα χαίρει εκτίμησης.
Κάτι τέτοιο θέλω να πω κι εγώ. 😉
Ζόρικο παληκάρι ο Εβλιγιά.
Το βιβλίο του για την Ελλάδα, πάντως, δεν είναι τόσο kinky.
-όχι, δεν είναι. Κατά τον Ντάνκοφ, πάλι, η περιπέτεια στο Μπιτλίς αποτελεί ίσως τον πυρήνα του αφηγηματικού μέρους των Ταξιδίων του Εβλιγιά. Ωραία είναι, πάντως, και η περιγραφή της μισοεξέγερσης του 1651 -αυτής που οδήγησε στην πτώση του Μελέκ Αχμέτ Πασά από το αξίωμα του Μεγάλου Βεζίρη. Και ένα παλιό μου μπλογκοόνειρο, είναι να σας κάνω μια περίληψη-απόδοση της αναζήτησης των πηγών του Νείλου, στο δέκατο βιβλίο.
Θέλω να σημειώσω, επίσης, μια και τώρα το πρόσεξα, ότι -σύμφωνα πάντα με τον Εβλιγιά- ο Αμπντάλ Χαν του Μπιτλίς είχε στην (τεράστια για την εποχή) βιβλιοθήκη του και ευρωπαϊκά βιβλία: γεωγραφικά κυρίως, το Atlas Minor και άλλα, σχετικά με «τον νέο και τον παλιό κόσμο». Και επίσης, λευκώματα με μικρογραφίες περσικές και ευρωπαϊκές. Παράξενοι οι δρόμοι της γνώσης το 17ο αιώνα, ε;
400 χρόνια απ’ τη γέννηση του ταξιδευτή φέτος, και στον τουρκικό ιστό βλέπω ότι για το 2011 ο Τσελεμπή έχει ανακηρυχθεί πρόσωπο της χρονιάς από την Ουνέσκο, ή ότι το 2011 είναι έτος Τσελεμπή, κάτι τέτοιο… Ευκαιρία να μας ξαναγράψεις, ω Δύτα!
Θα προσπαθήσω, ω Στάζυμπε!
Όχι άμεσα όμως -άλλωστε έχουμε ολόκληρο χρόνο μπροστά μας… 🙂
[…] απ’ το σώμα με τη μορφή νυφίτσας, συναρπαστικές περιπέτειες με φόνους, Οθωμανοί αστροναύτες, όλα έχουν τη θέση τους σ’ […]
Υπάρχουν στα ελληνικά τα βιβλία του Εβλιγιά; Μόνο στα αγγλικά τα βρίσκω, απο τις οικείες μου γλώσσες…
Η μεταγραφή του ονόματός του δυσκολεύει πράγματι την αναζήτηση. Τώρα τι είναι εξαντλημένο και τι όχι, ρωτάς στο (ηλε)βιβλιοπωλείο σου…
Ναι, είναι κυρίως αυτά τα δύο που βρήκε ο Στάζυμπος. Το ένα, του ’91, έχει μαζέψει και με κάποιο τρόπο ενοποιήσει γλωσσικά όλες τις μεταφράσεις του Εβλιγιά που είχαν βγει από τη δεκαετία του ’20 και μετά, για την Αθήνα, τη Λευκάδα και λοιπά. Το άλλο, του ’99, είναι καινούρια μετάφραση όσων κομματιών αφορούν την Ελλάδα και δεν είχαν μεταφραστεί μέχρι τότε. Υπάρχει και μια παλιά μετάφραση, του Αλέξανδρου Πάλλη μέσω αγγλικών (από τη μετάφραση του Χάμερ), ενός (μικρού σχετικά) κομματιού από τον τόμο του Εβλιγιά για την Κωνσταντινούπολη: Σελίδες από τη ζωή της παλιάς γενιτσαρικής Τουρκίας.
Όλα αυτά μαζί, βέβαια, είναι περίπου το 1/10 του συνολικού έργου του Εβλιγιά μας.
Ευχαριστώ για τις πληροφορίες. Ίσως είναι καλύτερα να καταφύγει κανείς τελικά στην αγγλική βερζιόν, μιας και βρίσκω πληρέστερο το έργο και (σαφώς) οικονομικότερα.
Πάντως ούτε η αγγλική βερσιόν είναι πλήρης. Υπάρχει η σειρά με τα κατά τόπους ταξίδια (Evliya Chelebi in Diyarbakir; in Bitlis; in Albania και πάει λέγοντας, δεν είναι πλήρης και όπως όλες οι εκδόσεις του E.I.J. Brill είναι πανάκριβη), υπάρχει και ένα βιβλίο που έχει απομονώσει τα κομμάτια τα σχετικά με την ζωή του προστάτη του Εβλιγιά, του Μελέκ Αχμέτ Πασά (The Life and Times of an Ottoman Statesman). Ίσως όμως έχουν βγει και άλλες εκδόσεις, περσυ που ήταν έτος Εβλιγιά.