Τις προάλλες έδινε η Ελευθεροτυπία ένα σιντί με τον μεγάλο Άστορ Πιατσόλα. Μια και οι περισσότερες κασέτες μου είναι χαμένες στο διάστημα, είπα να ανανεώσω τη συλλογή μου, και πράγματι το σιντί αξίζει τον κόπο. Ακούγοντας το πρώτο κομμάτι, το τόσο γνωστό πια Libertango, συνειδητοποίησα ότι το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό είναι ακριβώς πόσο γνωστό είναι: ναι, βέβαια, είναι στο σήμα κάποιας εκπομπής. Πόσο μακρινό μου φάνηκε αίφνης το ’90, όταν ανακάλυπτα τον Πιατσόλα και το νουέβο τάνγκο μέσα από τον Χατζιδάκι (που τον είχε φέρει στην Αθήνα) και των ωραίων ταινιών του Σολάνας. Λίγοι τότε -ή έτσι νόμιζα- είχαν τέτοια ακούσματα: και όχι μόνο τον Άστορ, αλλά για παράδειγμα και τον Κουρτ Βάιλ ή … ή … Και έτσι τέτοιες ακροάσεις είχαν κάτι το μυστικό, μια αίσθηση πως ανήκεις στους happy few, ή στους κατά Εγγονόπουλο γενναίους, ελεύθερους και δυνατούς. Γύρω στα πέντε ή δέκα χρόνια μετά, θυμάμαι πόση εντύπωση μου έκανε όταν άκουγα Πιατσόλα σε κάποια καφετέρια, την οποία έτεινα να κάνω στέκι μέχρι που ανακάλυπτα ότι το έθνικ γινόταν μόδα και έπαιζε στο ραδιόφωνο. Και ούτω καθεξής.
Υπάρχει κάτι στο μέινστριμ που φοβίζει, άραγε, ή είναι απλά η ματαιοδοξία του εκλεκτού, του μύστη ή του γνώστη; Γιατί αναζητούμε πάντα εκείνο που δεν ξέρουν οι πολλοί; Εγωισμός θάναι, σκέφτομαι -μετά λέω (ακόμα πιο εγωιστικά) ότι είναι απλά η συνείδηση πως η πλειονότητα των ανθρώπων είναι τόσο κοινότοπη και ρηχή που δεν πρέπει να καταδέχεσαι τα γούστα της. Και, φυσικά, δεν είναι έτσι, δεν υπάρχει καν λόγος να κάτσω να γράψω το γιατί απαριθμώντας παραδείγματα. Μπα, λέω, ματαιοδοξία είναι: θες να πετάς περίεργα ονόματα –Πύντσον, αίφνης, ή Σαίνμπεργκ, ή Ντεμπόρ, ξερωγώ- για να κάνεις εντύπωση. Μας αρέσει να ξεχωρίζουμε από το πλήθος, να μην συγκαταλεγόμαστε σ’ αυτό, παρότι η ίδια η έννοια του πλήθους περιέχει μια επιδίωξη να ξεχωρίσει από τα άλλα πλήθη ή τους αρνητές του. Ε ναι βρε Δύτη, σ’ άρεσε όταν μάθαινες τούρκικα τότε που δεν μάθαινε κανείς, τώρα που είμαστε πολλοί ξινίζεις τα μούτρα σου, υποκριτή. Ψευδαίσθηση της πρωτοπορίας, να το πω; Υπεροψία, να το πω; Το αγαπημένο αμάρτημα του διαόλου -και το πιο απεχθές για τον Δύτη.
Θέλουμε τον δρόμο τον λιγότερο ταξιδεμένο; Αυτόν που φτιάχνουμε μόνοι μας; (άλλο κλασικό σλόγκαν της γενιάς μου, caminante no hay camino κλπ.). Θέλουμε -όντως- να επανεφεύρουμε τα πάντα; Ναι, γιατί όχι -αλλά πάλι, δεν είναι κάπως αλαζονικό να πιστεύουμε ότι όλοι οι άλλοι, αιώνες τώρα, είναι απλά βλάκες ή συμβιβασμένοι; Θέλω να πω, για να γνωρίσω εγώ τον Πιατσόλα, ένας από τους λίγους τότε, τον είχαν αγαπήσει τόσοι και τόσοι Αργεντινοί ή Γάλλοι. Στην πραγματικότητα, οφείλω να αναγνωρίσω στον εαυτό μου μια κάποια τάση προς σνομπισμό: κοιτάξτε, δεν είμαι σαν κι εσάς, εγώ ακούω/διαβάζω/πιστεύω περίεργα πράγματα. Αλλά και πάλι, αν δεν είμαι σαν κι εσάς, ποιο το πρόβλημα; Φαύλος κύκλος. Κάπου, κάποτε, έλεγε ο Σαββόπουλος κάτι σαν: πρέπει να αμφισβητείς, όχι όμως να κάνεις την αμφισβήτηση παντιέρα σου αυτή καθεαυτή.
Πώς να συνοψίσω αυτό το ανοικονόμητο ποστ; Υπάρχει μια στάση που θέλει να ταυτίζεται με τους πολλούς, εν μέρει (ή άλλοτε) από φόβο, εν μέρει από αγάπη. Υπάρχει μια στάση που θέλει να ξεχωρίζει, εν μέρει από απέχθεια προς το πλήθος, εν μέρει από αλαζονεία. Νιώθονται, οπωσδήποτε. Με ταπεινότητα και αυτοπεποίθηση, προτιμώ να υιοθετήσω μια τρίτη στάση, όσο μπορώ: να μη με απασχολεί.
Φυσικά λοιπόν και χαίρομαι που ο Πιατσόλα είναι πια τόσο γνωστός εδώ πέρα. Δέχομαι, ωστόσο, τις αντιφάσεις μου, και βάζω βιντεάκι όχι δικό του, αλλά κάποιου λιγότερο γνωστού μάστορα του νουέβο τάνγκο:
οκ, ξαναβλέπω το βιντεάκι, δεν είναι ακριβώς νουέβο τάνγκο, αλλά ο Άνιμπαλ Τρόιλο ήταν ο δάσκαλος του Πιατσόλα, νομίζω.
Δύτη περνάς μια κρίση ταυτότητας ή μου φαίνεται; Από τη μια προσπαθείς να φύγεις από το εγώ σου (πως όμως αφού «εγώ είναι ένας άλλος») και από την άλλη, σ’αυτό το ποστ, κάνεις μια απόπειρα αυτοκριτικής. Νομίζω ότι αυτό οφείλεται στην τάση (ή και ανάγκη) όλων των ανθρώπων που ζουν για τη γνώση ή που απλώς την ζητούν, να προσδιορίζουν συνεχώς το εγώ τους και να προσπαθούν να κατανοήσουν τη θέση τους στο περιβάλλον τους. Ή απλώς εγώ γράφω μπούρδες και αδυνατώ να καταλάβω τη φάση που περνάς 😉
Υπέροχο το τανγκο…
Μήπως όλοι δεν θέλουμε να ξεχωρίζουμε; Να υπερέχουμε; Να είμαστε η κουκκίδα στο πλήθος; Ο καθένας σε διαφορετικό τομέα, άλλα όλοι θέλουμε. Κάθε μας πράξη, είναι μια προσπαθεια διαφοροποίησης… Οταν έμαθα να υπερασπιζομαι ό,τι αγαπώ ανεξαρτήτως απο το πόσο ξεχωριστό ή σπάνιο ή πρωτοποριακό ήταν, άρχισα να κοιμάμαι λίγο καλύτερα τα βράδυα…
Μπα, με το εγώ μου συμφιλιώθηκα και πάλι. Η αυτοκριτική όμως παίζει πάντα -αλλιώς χαθήκαμε, πώς να το κάνουμε και γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε.
Το προηγούμενο ήταν για τον Geom. Immortalité, πρέπει να μου αποδείξεις δηλαδή ότι η φλυαρία μιας σελίδας μπορούσε να συνοψιστεί σε τρεις φράσεις; 🙂
η φλυαρία μιας σελίδας
Αυτό Δύτη λέγεται fishing for compliments ή είναι η ιδέα μου; 😉
Μπα, δεν νομίζω ότι είναι ελιτισμός ή ματαιοδοξία να σ’αρεσει «εκείνο που δεν ξέρουν οι πολλοί». Υποπτεύομαι ότι απλώς κάτι το οποίο γίνεται ευρύτατα γνωστό χάνει τη γοητεία του διότι για να γίνει ακριβώς ευρύτατα γνωστό πρέπει να γίνει πιο ευκολοχώνευτο, να λειανθεί.
Μα ακόμα κι η ποιότητά του καθ εαυτή αν δεν αλλάξει, μόνο και μόνο το ότι θα περάσει από τον παραμορφωτικό φακό των μμε πχ θα συμβάλει στην απομάγευσή του.
Immor, βλέπω το παίζεις στα δάχτυλα πια το html για πλάγια και μπολντ! 🙂 Ιδέα σου είναι, το κείμενό μου είναι φλύαρο.
Herr K., σωστή η παρατήρηση. Από την άλλη, ωστόσο, η όποια απομάγευση ή ευρύτερη γνώση δεν μεταβάλλει την ουσία του αντικειμένου. Το Libertango, ας πούμε, μένει το ίδιο, είτε το παίζει η τηλεόραση είτε το ακούς από πειρατική κασέτα. Οπότε, διαμάντια στη στάχτη ή διαμάντια στο μουσείο, πάντα διαμάντια μένουν.
Από την άλλη, πράγματι κάτι χάνει η απόλαυση από την απομάγευση. Ποιος φταίει όμως, δεν ξέρω.
Πρέπει να παραδεχτώ οτι έχω καλό δάσκαλο 🙂
Για τον εαυτό σου μπορείς να πιστεύεις ό,τι θες, παντως εγώ λίγες φορές έχω διαβάσει τοσο περιεκτικά κείμενα όσο τα δικά σου. Τοσο περιεκτικά και ταυτόχρονα τόσο ταξιδιάρικα…
[φατσούλα που κοκκινίζει, ποτέ δεν μπορώ να τη θυμηθώ]
😳 = : oops: χωρις το κενό μεταξύ της πρώτης ανω και κάτω τελείας και του ο. 🙂
Σας αφήνω και πάω… Αυτή την επαιτειακή μέρα έχει εκνευριστικά πρωινό ξύπνημα… 😦
Πολύ μαστιγώνεις τον εαυτό σου.
Για μας τους άντρες ειδικά, είναι απόλυτα OK να θες να ξεχωρίζεις από το πλήθος, είναι απαραίτητο σαν το οξυγόνο («Δεν προσμετρήθηκα»). Οι μόνοι δύο όροι που θέτει το ΔΝΤ είναι:
1) Να σ’ αρέσει πραγματικά ο Πιατσόλα, ο Πύντσον etc.
2) Να ισορροπείς πού και πού και με κάτι mainstream.
Ανδρικό χαρακτηριστικό, λες; Προβλέπω εμφύλιο στα σχόλια…
Δύτη, πάλι μεγάλο θέμα άνοιξες.
Ο Βιντάλ Νακέ κάπου γράφει ότι το συναρπαστικό με τους αρχαίους Έλληνες είναι πως οι αντιφάσεις τους είναι σε πρώτο επίπεδο, λίγο πολύ συνειδητοποιημένες και αναγνωρισμένες ως αντιφάσεις και από τους ίδιους. Καλό είναι λοιπόν να βγάζουμε τις αντιφάσεις μας στη φόρα: είναι φυσιολογικό να υπάρχουν, ας τις βγάζουμε πού και πού μια βόλτα στον ήλιο να παίρνουν τον αέρα τους. Με αυτή τη λογική, μου φαίνεται πως η ανάγκη της ένταξης στο σύνολο και η ανάγκη της διάκρισης από το σύνολο μια χαρά μπορούν να συνυπάρχουν, αν βρίσκουν εφαρμογή με ειλικρίνεια και χαρά, όπως λέει κι ο Ηλίας. Ιδίως όταν είμαστε μικρότεροι, πρέπει να κυνηγάμε τα περίεργα (πώς αλλιώς; αφού το μέινστριμ των άλλων δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να μας αφορά), τώρα που μεγαλώσαμε, λογικό είναι να απολαμβάνουμε και το μέινστριμ (πώς αλλιώς; αφού, μεταξύ άλλων, μεγαλώσαμε μαζί με τους κυνηγούς των πρώην περίεργων). Η αναλογία των δύο τάσεων είναι θέμα καθαρά ατομικής χημείας, αλλά και οι δύο τάσεις έχουν μια χρησιμότητα, αν το δεις από ανθρωπολογική οπτική γωνία.
Οι παθογένειες εντοπίζονται μόνο στις εμμονικές περιπτώσεις: στον ραδιοφωνικό παραγωγό που θα ακούσει και θα παίξει μόνο τα άγνωστα συγκρότηματα της πρωτοεμφανιζόμενης πανκ σκηνής του Όσλο, στον κινηματογραφιστή που θα φτιάξει μια ταινία μόνο και μόνο για να δείξει πόσο διαφορετικά μπορεί να κινηματογραφήσει από το Χόλυγουντ, στον αναγνώστη που θα απαξιώσει τον ξεπερασμένο Σεφέρη, τον κατάλληλο μόνο για τα αναγνωστικά, στον κουρασμένο υπάλληλο που θα ακούσει μόνο τη Βανδή ως μουσικό χαλί στη μηχανική του ξεκούραση, στον πρώην πρωτοποριακό καλλιτέχνη που έχει μετατραπεί σε κυνικό υπερασπιστή του χυδαίου ποπ προϊόντος and the list goes on.
δύτη θα συμφωνήσω με herr k. αναπόφευκτα.
καταλαβαίνω τους προβληματισμούς σου, αλλά σκέψου ας πούμε τον Ρόκκο να τραγουδάει το «να μ’ αγαπάς» ή τη Μιμή να λέει ότι λατρεύει τον Κούντερα. Θες να κρατήσεις αποστάσεις.
Το mainstream έχει την τάση να μετατρέπει τα πάντα σε νερόβραστες σούπες.
ο Βακαλόπουλος το λέει κάπως έτσι (- από μνήμης): «τα ραδιόφωνα να μεταδίδουν το ίδιο τραγούδι συνεχώς έτσι ώστε αυτό να μην γνωρίσει καμία προνομιούχα στιγμή και να γίνει ένα με τη γεύση του χάμπουργκερ»
Ας μην πιάσουμε τον Κούντερα που ούτως ή άλλως δεν είναι και ο αγαπημένος μου και να κάνουμε το παράδειγμα ακόμα πιο προβοκατόρικο · αν η Μιμή πει ότι λατρεύει τον Μπόρχες, εγώ που τον λατρεύω επίσης τί κάνω; Αισθάνομαι ένα με τη Μιμή, αρχίζω ν’ αναρωτιέμαι μήπως ο Μπόρχες είναι τελικά πολύ mainstream, αναρωτιέμαι αν όντως τον έχει διαβάσει; ή μήπως λέω μπράβο της δεν της τό χα;
Καταληκτικά, από την παραπάνω υπόθεση εργασίας βγαίνει κερδισμένη η Μιμή ή χαμένος ο Μπόρχες; Και ‘γω; Πού είμαι εγώ ανάμεσα;
Και για να το κάνω ακόμα χειρότερο· την Πριγκηπέσσα εδώ και δέκα χρόνια την έχουν πει οι πάντες και χειρότερα όλων ο Καρράς. Τι σημαίνει αυτό για το τραγούδι; για τον Μάλαμα; και τι σημαίνει για μένα που το αγαπάω; Έγινε άραγε το τραγούδι πιο «ευκολοχώνευτο»; «Λειάνθηκε» με κάποιο τρόπο;
Τις αποστάσεις θαρρώ, τις κρατάμε διαλέγοντας τι θ’αγαπήσουμε. Ούτε κοιτώντας ποιος δηλώνει τι μην τυχόν και ταυτιστούμε μαζί του, ούτε ψάχνοντας τι δεν έχει ακόμα προβληθεί για να ξεχωρίσουμε…
@ Π2 Οι παθογένειες εντοπίζονται μόνο στις εμμονικές περιπτώσεις
Είδες Δύτη, ο Π2 τα είπε όλα σε μια φράση 😉
Herr hartman
Μου θυμισες εκεινο τον παλιο καλο καιρο που διψασμενοι για περιεργα και διαφορετικα αναζητουσαμε(εμεις στην κρητη τοτε κι εσεις στο βορα)καταφυγιο στους καταστασιακους, στο μπαμπασακη, στο θαναση παπακωνσταντινου, στο τανγκο, στη τζαζ, στον μπορχες στον κορτασαρ, στο τζαρμους, στο λυντς…κλπ,κλπ. Η ηδονη φυσικα βρισκεται στη ιδια την αναζητηση ,με την καβαφικη εννοια , ισως πηγαζει απο την ηδονη του »εγω-ανηκω-αλλου», η σε εκεινη τη φραση του καρκαβιτσα:’ζουνε ταχα κι εκεινοι…
Ελιτισμος λοιπον; ναρκισσισμος, μυστικισμος; δεν ξερω.Παντως ο,τι και να’ναι μετατρεπει ευθυς το χρυσαφι που βρισκεται στα χερια ολων σε αδιαφορη, γυαλιστερη αχρηστη σκονη…
Γραφοντας για Μπορχες και Κορτασαρ ,θα ηθελα να προτεινω στο δυτη να κανει μια βουτια στον Ρομπερτο Μπολανιο και στο κινημα του υπορελισμου(infrαrelismo) στο Μεξικο του ’70
αισθάνομαι ότι αυτή η κουβέντα πάει κάπου που κανείς μας δεν θα θελε να παει.
π2, δεν ξέρω -για μια ακόμα φορά- αν έχω να προσθέσω ή να αλλάξω τίποτε σε όσα έγραψες.
βυτίο, ναι, αλλά απ’ την άλλη, αν δεν ακούς Ρόκκο; Θα γίνω μονότονος, αλλά θα θυμηθώ το Σαββόπουλο που κάποια στιγμή έλεγε: «Θα σας πω και ένα τραγούδι του Νότη Σφακιανάκη». Το Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή. Και θυμήθηκα έτσι ένα φαντάρο στην προπαίδευση που είχε γράψει τους στίχους στις γκέτες του κι εγώ χάρηκα και κείνος μου είπε «Νότης!» και εγώ στην αρχή τσαντίστηκα και μετά προσπαθούσα να του εμφυσήσω τι εστί (για μένα) ο Σαββό, και πάντως τώρα ακούω το τραγούδι και δεν σκέφτομαι τον Σφακιανάκη.
Παρόμοια το λέει και η Ιμόρ. (που ξεσάλωσε με τα πλάγια!) 🙂
Marialiakovna (σε κατάλαβα!), ε ναι, δυσπιστούμε-έως-και-αηδιάζουμε με το μέινστριμ γιατί κυριαρχεί σε μια κοινωνία που μας προκαλεί δυσπιστία-έως-και-αηδία. Ανέφερες όμως τον Μπαμπασάκη με τον οποίο έχω ένα μικρό πρόβλημα, την αλαζονεία του μυημένου που επιδεικνύει, λες για να εικονογραφήσει το άλλο άκρο του εκκρεμούς· δες το λινκ που δίνω παραπάνω (τέλος της δεύτερης παραγράφου)…
Herr K., όπως διαβάζουμε στο Λούκυ Λουκ «δεν καταλαβαίνω πού το πας – Ναι, γίνε λίγο πιο σαφής». 🙂 Κάτι υποπτεύομαι: ότι μεγαλώνοντας γινόμαστε λίγο-πολύ μέινστριμ, ή κάνω λάθος; Γιατί αυτό βέβαια, συμφωνώ, μπορεί να προκαλέσει κάποιου είδους συνειδησιακά προβλήματα..
κάνω εξάσκηση! 😉
Πάλι σήμερα σε κάποιο μαγαζί άκουσα το Libertango, παρεμπιφτού. Άκουσα όμως και κάτι άλλο στο ατέλειωτο ζάπινγκ πριν την Ελληνοφρένεια: ειδήσεις του Σταρ. Αν και εφόσον αυτό είναι το μέινστριμ, καταλαβαίνει κανείς όλη τη συλλογιστική του ενός μου μισού. Αυτό που μου έκανε εντύπωση, είναι ότι οι στίχοι του νέου κομματιού της Βανδή, οι οποίοι περιέχουν τουλάχιστον δύο πλήρεις στροφές (σε αντίθεση με τα περισσότερα παρόμοια που περιέχουν το πολύ δύο πλήρεις στίχους) και μιλούν για τη θέση της γυναίκας (Κορίτσι πράμα), θεωρήθηκαν πολύ δυσνόητοι. Όσοι από τους ερωτώμενους (κάτι χαζοχαρούμενα, ξέρετε τώρα) θεώρησαν ότι τους κατάλαβαν, υπέθεσαν ότι αναφέρεται στη θέση της γυναίκας σε παλιότερες εποχές.
Μα πόσο ακατοίκητος μπορεί να γίνει ένας εγκέφαλος;
(ιδού και ένα σχετικό μπόνους: http://ironprison.blogspot.com/2009/05/blog-post_18.html Προσέξτε τα σχόλια!!)
Καλά ρε φιλαράκι θα μας τρελάνεις τώρα; ανοίγετε ένα μπλόγκι και νομίζετε ότι κάτι κανετε; Και μας λέτε ότι δεν ασχολείστε με ότι βλέπει ή διαβάζει ο άλλος κόσμος και μας το παίζετε ιστορία και καλά; Και αν δε σου αρέσει η Βανδή άκου αυτή την Αριστοτέλους Πλάτωνος πως τη λένε….αντε γιατί έχω να πάω και σινεμά τώρα…
ΥΓ Είπα να κάνω την αρχή…
α) Οι ειδήσεις του Σταρ δεν είναι μαίινστρημ, μην τρελλαθούμε κιόλας
β) αυτό το τραγούδι όντως υπάρχει;
γ) Πολύ. Πάρα πολύ. Απέραντα πολύ.
Και καλά κατάλαβαν, ρε φίλε, τα χαζοχαρούμενα. Μιλάν αυτά τα στιχάκια για σημερινά κορίτσια;
Στον αδερφό μου λέγαν όταν ήταν μικρός
Σαν μεγαλώσεις επιστήμονας θα γίνεις λαμπρός
Σε μένα από την άλλη μου ‘λεγαν μικρή
Κοίτα να βρεις κανά καλό παιδί να σε παντρευτεί
Γιατί είμαι γένους θηλυκού
Και έχω χαμηλό IQ
Κι όταν μυαλά έβρεχε ο Θεός
Κρατούσ’ ομπρέλα δυστυχώς
Αναρωτιεμαι αν ο δυτης κοιμηθει αποψε η αν συνεχισει λογω κεκτημενης ταχυτητας να προσπαθει να βρει την ακρη ενος κουβαριου που αμφιβαλλω αν υπαρχει..
»ο φορος της διανοιας πληρωνεται με αγρυπνια!’
Geom, είσαι καλός μαθητής!
Ιμόρ, το τραγούδι υπάρχει και έχει ενδιαφέρον.
Μαρία, έλα ντε. Πιο πολύ εντύπωση πάντως μου έκανε ότι οι στίχοι θεωρήθηκαν δυσνόητοι.
marialiakovna, ο Δύτης αντιθέτως πήγε σινεμά και είδε την τελευταία ταινία του Πολάνσκι, γιαυτό δεν απαντούσε στα σχόλια! Αν ενδιαφέρεστε, ήταν πολύ καλύτερη από τις τελευταίες του, και είχε και άρωμα από τον αγαπητό μου Τζον Λε Καρέ.
Δύτη, οι στίχοι είναι επιεικώς απαράδεκτοι. Και να δεις που θα λανσάρονται για φεμινιστικοί.
Την ταινία την είδα, μια καλογυρισμένη περιπέτεια, αφού ο Πολάνσκι του μωρού και του ένοικου έχει πεθάνει προ πολλού.
Μαρία, το σχόλιό σου ήρθε ακριβώς τη στιγμή που σκεφτόμουν αν άξιζε τον κόπο να γράψω ένα ποστάκι επί τούτου. Για τον Πολάνσκι, εννοώ. Θέλω να πω, ένα ατού της ταινίας ήταν ότι ΔΕΝ έπαιζε η Εμανυέλ Σενιέ.
Η γνώμη μου είναι (το έχω ξαναπεί εμμέτρως) ότι ο Π. πήρε την κάτω βόλτα ήδη από το Φράντικ, όταν τάφτιαξε με τη Σενιέ και την έβαλε να παίζει ενώ είναι εντελώς ατάλαντη. Το ίδιο ακριβώς συνέβη με το Βέντερς, που άρχισε να κάνει ταινίες με την παρομοίως ατάλαντη (αν και συμπαθέστερη) Σολβέιγ Ντομαρτέν. Και στις δύο περιπτώσεις, επρόκειτο για την τελευταία καλή ταινία τους (Φράντικ και τα Φτερά του έρωτα, αντίστοιχα).
Το ερώτημα είναι: πρέπει να τους καταδικάσουμε χάριν της τέχνης (όπως έκανα μέχρι τώρα, που σκέφτηκα το παρακάτω), ή να τους συγχωρήσουμε επειδή θυσίασαν την τέχνη τους στον έρωτα;
Α μπα, αγάπησαν οι άνθρωποι; Δε τα παρακολουθώ αυτά. Το Φράντικ δεν το είδα και του Βέντερς μετά τα φτερά νομίζω οτι έχω δει σε ντιβιντί μόνο το κουβανέζικο.
Τέτοιο δίλημμα πάντως δεν το είχα φανταστεί.
Ούτε γω το είχα φανταστεί μέχρι σήμερα, που έτυχε. Για τον Βέντερς θυμάμαι με πόση προσμονή πήγα να δω το «Τόσο κοντά, τόσο μακριά», την αμέσως επόμενη δηλαδή από τα Φτερά, και έπεσα πάνω σε ένα χυλό με Αβορίγινες, αγγέλους, Γκορμπατσόφ, εμπόρους όπλων και Λου Ριντ ατάκτως ερριμένους. Εδώ που τα λέμε, όταν ξαναείδα τα Φτερά του έρωτα μου άρεσαν λιγότερο πια -το κέρδος μου είναι μάλλον η γνωριμία μου με τον απίστευτο Μπρούνο Γκαντς.
Και λες οτι τον κατέστρεψε ο έρωτας; Μια ηθοποιός όσο ατάλαντη κι αν είναι δε σου χαλάει την ταινία. Συνήθως συμβαίνει το αντίθετο. Με ένα καλό σκηνοθέτη η ηθοποιός φαίνεται λιγότερο ατάλαντη. Εκτός κι αν εννοείς οτι η σχέση ήταν καταστροφική, ανεξάρτητα απ’ το επάγγελμα των γυναικών (για όλα φταιν οι γκόμενες…).
Την Αλίκη στις πόλεις, που την πεθύμησα, την έχεις δει;
Τον απίστευτο Μπρούνο Γκαντς.
μας τον ξαναέδειξε προ ολίγου ο Στάζυ 🙂
Για δες, το ίδιο ακριβώς για τους Πολάνσκι και Βέντερς και τις ολέθριες σχέσεις τους έλεγα και γω σε φίλους μου τις προάλλες. Κακό για μας, καλό για εκείνους βέβαια: θυμάμαι έντονα τον Βέντερς σε συνεντεύξεις στη Σολβέιγ περίοδο πόσο χαρωπός και κατασταλαγμένος έδειχνε. Καμιά σχέση με τον σκυθρωπό μπακούρη Βέντερς που είχα συνηθίσει. Οπότε, ποιος την μπιπ την τέχνη…
Ίδια αντίδραση είχα κι εγώ με τα Φτερά του Έρωτα χρόνια μετά. Στεκόταν ακόμη βέβαια, αλλά η αίγλη της είχε ξεθωριάσει στα μάτια μου. Είναι ενδιαφέρον (για να το συνδέσω και με το θέμα της ανάρτησης) πόσο, πώς και ποιες από τις ταινίες που είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε στα κινηματογραφικά μικράτα μας ως κατά κάποιον τρόπο σημαντικές στέκουν ακόμη με το κριτήριο της απόλαυσης. Ένα καλό παράδειγμα μου φαίνεται ο Φασμπίντερ. Ποτέ δεν μου άρεσε πολύ, αλλά είχα συνηθίσει (ίσως λόγω peer -σινεφίλ- pressure) να θεωρώ αξιοπρόσεκτες τις ταινίες του. Είδα πρόσφατα κάποια από τις παλιές του ταινίες και μ’ έπιασαν τα γέλια. Σίγουρα δε δεν είναι τυχαίο που, για μένα, αυτό από τα έργα του που στέκουν ακόμη είναι το Berlin Alexanderplatz, μια από τις πιο μέινστριμ δουλειές του. Αμείλικτη κρησάρα ο χρόνος.
«Εκείνο που δεν ξέρουν οι πολλοί;»
Μα πάντα θα υπάρχει ένα «εκείνο» που το ξέρουν μόνο οι λιγότεροι απ’ τους λίγους που ξέρουν κάτι άλλο, οι οποίοι με τη σειρά τους είναι λιγότεροι απ’ τους σχετικά αρκετούς που δεν γνωρίζουν ούτε το εκείνο το κάτι άλλο των λίγων, ούτε φυσικά το εκείνο των λιγότερων των λίγων.
Πάντα αυτά που δεν ξέρουμε θα είναι περισσότερα απ’ αυτά που ξέρουμε.
Ουτως ή άλλως, το ζητούμενο είναι η λαϊκή τέχνη που θα αφυπνίσει τις μάζες, τα επαναστατικά κλαρίνα και τα ελευθεριακά νταούλια κι οι ζουρνάδες.
Μαρία, ναι, την έχω δει την Αλίκη. Μια και είχα χτες μια κουβέντα για τα σινεμά της Θεσσαλονίκης, στο Μακεδονικόν ήτανε. Τον Γκαντς μας τον έδειξε ο Στάζυ, αλλά φαίνεται να μην τον πολυβλέπουμε στο μέλλον -όχι σε παρωδίες τουλάχιστον.
Κάποτε θα γράψω για τη βαθύτερη αιτία που μ’ αρέσει τόσο ο Γκαντς. Δεν το κάνω τώρα γιατί -αν θυμάσαι- έχω μια μικρή φήμη ως μάντης κακών, και φοβάμαι ότι θα πεθάνει. 😦
π2, ενδεχομένως έχεις και την απάντηση στο ερώτημα της Μαρίας: μπορεί ένας χαρούμενος και κατασταλαγμένος άνθρωπος να βγάλει καλή τέχνη; Ίσως, μόνον αν είναι μεγαλοφυία -καλός και ο Πολάνσκι και ο Βέντερς, αλλά μεγαλοφυίες δεν θα τους έλεγα. Εμένα πάντως ο Φασμπίντερ εξακολουθεί να μ’ αρέσει (όπως κι ο μαθητής του, ο Φατίχ Ακίν). Εντάξει, δεν είναι και Μπέργκμαν βέβαια!
Πιο πολύ το παθαίνω με τη μουσική αυτό που περιγράφεις, την απομάγευση.
πάνωΚ, μ’ άρεσε ο τρόπος που σκέφτεσαι! 🙂 Και τον οδηγώ στο απώτατο όριο: ξέρω αυτό που τελικά ξέρει μόνον ένας -ο εαυτός μου. Γιαυτό προτιμώ να διαβάζω τον Δύτη στις ελεύθερες ώρες μου. Τι; τον διαβάζουν κι άλλοι; Γαμώτο.
Είμεθα οι πιο φανατικοί μας αναγνώστες, λέμε.
Αγαπητέ Δύτη, Τις απαντήσεις στα ερωτήματά σου μπορείς να τις βρεις ξεκάθαρα -αλλά και ενίοτε επώδυνα- εκφρασμένες από τον άνθρωπο που χρησιμοποιείς σαν αναφορα, το Μάνο Χατζηδάκι. Είχε το αισθητήριο να επισημαίνει τα καίρια είτε βρισκόντουσαν στην κοινή αποδοχή -mainstream στα ελληνικά- είτε ακόμα και αν ήσαν αποσυνάγωγα. (Ρεμπέτικα, Φλωρινιώτης). Είχε όμως τη γνώση μόλις κάτι αποκτούσε «πολλή συνάφεια» να κρατάει τις αποστάσεις του και από τις τάσεις και από τα άτομα.
Ο Χατζιδάκις ήταν φυσικά snob με την αρχική καλή έννοια. Μοιάζει να εξέφραζε με τη στάση του την άποψη που έχει εκφράσει ο Santayana ¨For an idea ever to be fashionable is oiminous since it must afterwards be always old-fashioned».
Γιατί άραγε από το κειμενό σου λιγότερο και από κάποια από τα σχόλια περισσότερο, μοιάζει να τίθενται ή/ή ερωτήματα; Βρίσκω εξαιρετικά εκνευριστική τη γαλλική σχολή των νεοφιλοσοφούντων.
Έτσι για να ανατριχιάσει η Ιμμόρ, μπορεί να σου αρέσει και ο Μάλαμας και ο Καρράς!
Και πριν το παρόν μετατραπεί σε σεντόνι μια φράση για να ανατριχιάσουμε όλοι μαζί: Το δελτίο το αποκαλούμενο ειδήσεων του Σταρ με κριτήριο τα ποσοστά θεματικότητας και αναφοράς είναι σίγουρα mainstream. Άλλωστε και ο κομπέρ Λιάτσος ήταν υποψήφιος για τον τίτλο του καλύτερου παρουσιαστή ειδήσεων. Η ειρωνεία είναι ότι νόμισαν ότι βράβευσαν κάτι διαφορετικό με την απονομή του βραβείου στον Χατζηνικολάου.
ΥΓ Είμαι βέβαιος ότι ξέρεις το If του Κίπλινγκ. Αναζήτησε τη μετάφραση του Καρβούνη.
-Οσο και αν η αναφορά σε ιερά τέρατα απαιτεί προσοχή θα τολμήσω να πω ότι ο Φλωρινιώτης ήταν απλώς επιλογή του Χατζηδάκι. Οχι καίρια επισήμανση.
-Αν γνωρίσεις κάποιον που να του αρέσει και ο Μάλαμας και ο Καρράς παρακαλώ να μου τον συστήσεις. Και να μην πιάσουμε τί εννοούμε «αρέσει». Καταλαβαινόμαστε θέλω να πιστεύω.
– Ολοι ξέρουμε πως προκύπτουν τα ποσοστά της τηλεθέασης. Και σεις Αλφρεντ σαν δημοσιογράφος ένα παραπάνω. Αρα αν αυτό είναι το κριτήριο του mainstream, μπάζει λίγο.
–Βρίσκω εξαιρετικά εκνευριστική τη γαλλική σχολή των νεοφιλοσοφούντων. Περισσεύει εξήγηση για όσους δεν τα πιάνουν με την πρώτη;
Για να μην ψάχνεις Δύτη…
Ο Congreve έχει προειδοποιήσει: …nor hell a fury like a woman (admirer of Malamas) scorned. 😳
Κι όμως κάποιες ερμηνείες του Καρρά είναι αξιοπρόσεκτες και κάποια τραγούδια του Μάλαμα αδιάφορα.
Δεν ξέρω τι υπονοείτε με τη φράση «όλοι ξέρουμε πως προκύπτουν τα ποσοστά». ΕΓΩ δεν ξέρω κάποιο υπονοούμενο. Οι μετρήσεις είναι ένας αρκετά αξιόπιστος καθρέφτης των επιθυμιών του κοινού. Η αξιοπιστία τους επιβεβαιώνεται από την αποτελεσματικότητα των διαφημίσεων που εμφανίζονται στα δημοφιλή προγράμματα.
Να είστε βέβαιοι (όλοι) ότι αν οι μετρήσεις ήσαν αναξιόπιστες τότε οι διαφημιζόμενοι δεν θα ρισκάριζαν τα ωραία τους εκατομμύρια για να δικαιώσουν εκείνους που υποτίθεται ότι μαγειρεύουν τα αποτελέσματα.
Τώρα αν εμένα μου αρέσει αυτή η κατάσταση; Με προσβάλετε μόνο και να το ρωτήστε!
Είχε επίσης συμπληρώσει, Heaven has no rage like love to hatred turned αλλά για να είμαι ειλικρινής για το Μάλαμα δεν θυμάμαι να ειχε κάτι αναφέρει… Κάνω διακριτικά ένα βήμα στο πλάι και αρνούμαι να μπω σε συγκρίσεις και αναλύσεις για «αξιοπρόσεκτες ερμηνείες του Καρρά και τραγούδια του Μάλαμα αδιάφορα». Θα ήμουν άλλωστε εκτός θέματος.
Φυσικά και αν θεωρείτε ότι το κοινό που παρακολουθεί συστηματικά τηλεόραση είναι το «σύνολο» τότε ναι το ποσοστό αυτού που παρακολουθεί το δελτίο του Σταρ είναι μαίινστρημ. Αλλά δεν εννοούσα αυτό ακριβώς.
Και δια της σιωπής σας διαπιστώνω ότι δεν περισσεύουν εξηγήσεις… Tant pis…
Κάτω τα χέρια απ’ τον Καρά και το Ζαφείρη Μελά.
Αλφρέδε, ίσως είσαι ο μόνος που χωρίς να παρασυρθεί από την παλιά διαφήμιση του χρεοκοπημένου πλέον ταξιδιωτικού γραφείου έπιασε το αρχικά αθέλητο και κατόπιν ηθελημένο παιχνίδι με το όνομα του Χατζιδάκι.
Αλλά σημαντικότερο: το σχόλιό σου ήταν το υπ’ αριθ. 3000! Τα συγχαρητήρια, τις ευχαριστίες μου, και ένα μπουκάλι της επιλογής σου (μολότοφ included) διαδικτυακά κερασμένο!
Δύτη λόγω και διαφημστικού παρελθόντος έχω ανοσία στις μετά-χρήσεις διαφημιστικών slogan! Αλλά επιπλέον έχω πάρει πολλά μαθήματα από τον Χατζηδάκι και κυρίως στο πόσο προστάτευε τον εαυτό του και τους φίλους του από τη φθορά.
Τώρα μια που μιλάμε οι δυό μας ( 😉 ) υπήρξε κάποια στιγμή που μου μετέδωσες αντίστοιχα ερωτήματα όταν βρήκα την αναφορά σου στο Jules et Jim.
Υπάρχει κάπου η φράση: «Θα μπορούσε η στιγμή να είναι στις 23 Iανουαρίου 1928, οπότε γεννήθηκε η Jeanne Moreau η υπέροχη πρωταγωνίστρια της ταινίας του Truffaut “Jules et Jim”. Tην ταινία αυτή, όταν πρωτοπαίχτηκε στην Eλλάδα το 1962, πρέπει να την είδαμε τουλάχιστον 20 φορές με το Σπύρο, τον Άλκη, το Διονύση, τον αδικοχαμένο Kώστα και τον επίσης πρόωρα χαμένο Λάκη. Δεκάδες ώρες αναλύσεων και κόντρα αναλύσεων στα διάφορα στέκια της εποχής. Tο κεντρικό τραγούδι κυκλοφορούσε τότε σε δισκάκια 45 στροφών και ούτε μια στιγμή δεν ξεχνώ τη χαρακτηριστική του μελωδία και τους χαρακτηριστικότερους στίχους του κεντρικού θέματος Le Tourbillon.»
Και ξαφνικά βρήκα εσένα τον αγέννητο τότε να εκτιμά την ίδια ταινία. Για ελάχιστο «ενοχληθηκα» και μετά χάρηκα που υπερκαλύφθηκε το χάσμα των γενεών.
Τώρα μένει η μικρή λεπτομέρεια της παραλαβής του δώρου μου -αφού σου ευχηθώς και στα επόμενα 1000 σχόλια. (Για μολότοφ διααθέτω το βιβλιαράκι που κυκλοφόρησε ο Λεωνίδας Χρηστάκης κατά τη Δικτατορία με συνταγές και με τίτλο «Οδηγίες για τους αγωνιστές της Κύπρου»!)
Δύτη, σπάνια έχω διαβάσει κείμενο που να συμπυκνώνει με τόση ενάργεια ένα σωρό δικές μου σκέψεις. Εξίσου ευθύβολες και οι απαντήσεις των αναγνωστών σου (ξεχωρίζω ιδίως τα σχόλια των π2 [υπ’αρ. 12] και βυτίου [υπ’αρ. 13]· αλήθεια δεν θα διευκόλυνε να είναι τα σχόλια αριθμημένα;).
Να προσθέσω κι εγώ δυο τρία τετριμμένα; Η αυτοαναρώτηση είναι καλό πράγμα και είναι απαραίτητο να γίνεται. Είναι το χαλινάρι που συγκρατεί τον Πήγασο, γιατί δεν πρέπει να χάνουμε την επαφή με την πραγματικότητα. Από την άλλη, όταν η «μοναχική πορεία» γίνεται από εσωτερική ανάγκη, επειδή προς τα εκεί οδηγεί η αναζήτηση, και δεν γίνεται μόνο και μόνο για να ξιπάσει (που δεν πιστεύω ότι συμβαίνει εδώ), τότε προς τι οι ενοχές; Ίσα ίσα που τροφοδοτεί την αυτοεκτίμηση. Φυσικά δεν έχει νόημα να είναι κανείς μοναχικός οδοιπόρος, έχει ανάγκη να συμμερίζεται τις προτιμήσεις και τις απαρέσκειές του με άλλους, και δεν έχει ποτέ σημασία αν είναι «λίγοι και εκλεκτοί». Με αυτούς πορευόμαστε όλοι. Μα δεν το είπε κι ο τραγουδοποιός καλύτερα από κάθε άλλον; Στην Ελλάδα (και, μη προς παρεξήγηση, παντού στον κόσμο) την ιστορία τη γράφουν οι παρέες.
Κι αν καλά τα καταφέραμε ώς εδώ, με πληρότητα εσωτερική, ας ευλογήσουμε τα χούγια μας. Ό,τι είναι για μας εκλεκτό, αυτό και μας κρατάει. Αφήνουμε στην άκρη τους Σαββόπουλους να προωθούν Καλομοίρες, κλείνουμε τ’ αφτιά στο Ρόκκο που πιάνει στο στόμα του Σιδηρόπουλο («Να μ’ αγαπάς»), αλλάζουμε κανάλι όταν η Βανδή αποχαιρετά το κοινό της στο Λυκαβητό με Ξύλινα Σπαθιά*, σωπαίνουμε όταν ένας Μητροπάνος συναγελάζεται με Πέγκη Ζήνα κι όταν της γράφει τραγούδια ένας Μάνος Ελευθερίου. Αν ήταν να με κεντρίσει κανείς να συμπυκνώσω τα παραπάνω σε μια φράση, άλλο δεν έχω παρά να θυμίσω τον αλησμόνητο τίτλο των Τζένεσις: “I know what I like and I like what I know” . Αυτό είναι το σύνθημα μιας ζωής.
Κι αν το ερώτημα είναι πώς να πορευτούμε παρακάτω, εγώ λέω με την ίδια συνειδητότητα, χωρίς υποχωρήσεις, απλώς με την αναγνώριση μιας προαιώνιας αλήθειας:
«Ό,τι είναι στερεό εξαερώνεται· αυτός είναι ο νόμος της φύσης. Ό,τι είναι ιερό βεβηλώνεται· αυτός είναι ο νόμος της ιστορίας» ή, κατ’ άλλη απόδοση, «Καθετί στέρεο κι ακλόνητο το παίρνει ο άνεμος, καθετί ιερό βεβηλώνεται, και οι άνθρωποι είναι πια αναγκασμένοι να αντικρίσουν με βλέμμα νηφάλιο τις συνθήκες της ζωής τους και τις μεταξύ τους σχέσεις». Κάρολος Μαρξ, Φρειδερίκος Έγκελς, από το Μανιφέστο της Ένωσης των Κομμουνιστών (1848).
*Κρίμα και πάλι κρίμα, γιατί την άκουσα στο κρυφό κονσέρτο που μετέδωσε το Mad και έχει πολύ καλή φωνή (τραγούδησε από Αρίθα Φράνκλιν μέχρι Γιουρίθμικς).
Εärion (καλωσήρθες, αν και τώρα κατάλαβα πως είχες ξανασχολιάσει με άλλο όνομα! 🙂 ), καθετί ιερό βεβηλώνεται πράγματι, αν και συμβαίνει επίσης τα βέβηλα να καθοσιώνονται μερικές φορές. Και πάλι όμως, γιατί τα γούστα μας να καθορίζονται -θετικά ή αρνητικά- από το τι θέλουν hoi polloi (αυτό το φραγκοελληνικόν, μια και αναφέρθηκαν παραπάνω γαλλικές σχολές); Ας καταλήξω σε μια, ας πούμε, διττή απάντηση: σε ατομικό επίπεδο, δεν υπάρχει λόγος να ασχολούμαστε. Σε συλλογικό επίπεδο, ο ιστορικός ή ο ξερωγώ αναλυτής πρέπει να ασχολείται. Κι έτσι, έχει μια σημασία το αν τραγούδησε Σαββό ο Notis, κι ας μην επηρεάζει τη δική μου άποψη ή απόλαυση.
Πάντα αντιφατικός ο Δύτης, βλέπετε.
Πληροφοριακά, το Libertango του Piazzolla είχε διασκευαστεί με αγγλικό στίχο το 1981 από την Grace Jones ως «I’ve seen that face before» γεγονός που συνέβαλε πολύ στο να γίνει ευρύτερα γνωστό σε πιο mainstream/pop κοινό, ώστε σήμερα να αποτελεί κατά κάποιον τρόπο (για να παραπέμψω και στον τίτλο του ποστ) το αντίστοιχο «Παιδιά του Πειραιά» της δισκογραφίας του Αργεντίνου.
Στα περί εστετισμού ζητήματα, να προσθέσω ότι μου φαίνεται πως σήμερα και λόγω ίντερνετ, είναι πλέον αρκετά πιο δύσκολο κάτι να μείνει κτήμα «λίγων και εκλεκτών». Ακόμη κι αν δεν είναι με καμία έννοια mainstream είναι σίγουρο ότι θα υπάρχουν κάπου διάφορες κοινότητες που θα ασχολούνται με ενθουσιασμό μαζί του, δίνοντάς του ακόμη και την ψευδαίσθηση του μαζικού φαινομένου.
Ο Πολάνσκι αρκετά καλός ήταν για τα πρόσφατα δεδομένα του και είχε ενδιαφέρον πως επαναλάμβανε το γνωστό του μοτίβο «ανυποψίαστος ήρωας που μπλέκει σε σκοτεινές συνωμοσίες» χωρίς να γίνεται κουραστικός, αλλά αυτή η γκρίζα διαφήμιση του συστήματος πλοήγησης της BMW δεν καταπινόταν εύκολα.
Α μπράβο, κι έλεγα πού το είχα ξανακούσει αλλιώς…
Ωραία η παρατήρηση για τις μικρές ενθουσιώδεις κοινότητες. Κι εδώ άλλωστε αυτό δεν κάνουμε;
Αγαπητέ μου Δύτη, ομολογώ πως δεν διάβασα όλα τα σχόλια, το κείμενο όμως το ρούφηξα και ταυτίστηκα και λιγάκι.
Λιγάκι όμως. Καταρχάς θα συμφωνήσω (ω ναι! συμβαίνει και αυτό!) με τον Χερρ Κ.
Δεύτερον όμως, θα σου πω το εξής. Το τι σου αρέσει είναι κάτι που εξαρτάται από το πώς και με τι μεγάλωσες και ποια είναι η ψυχοσύνθεση και η ιδιοσυγκρασια σου.
Αν αυτό το στοιχείο το προβάλεις, υποτιμώντας όσους στερούνται καλού γούστου σαν του δικού σου, εκεί είναι που αρχίζει ο ελιτισμός και ο σνομπισμός (και αυτή η πρόταση δεν ξέρω αν βγάζει νόημα!).
Και στην τελική, πού ακριβώς είναι το κακό με τον ελιτισμό; Προσωπικά διόλου δεν με ενοχλεί όταν είναι αυθεντικός (γιατί υπάρχει και η δηθενιά, αλλά δε μιλάμε γι’αυτό).
Πιατσόλα και λίμπερτάνγκο λοιπόν -και τα μυαλά στα κάγκελα, γιεεεεεε!!!! 🙂
Πάλι στον Χατζιδάκι, λοιπόν (παράδειγμα αυθεντικού ελιτισμού). Γιατί όχι;
Δεν είναι ακριβώς σχετικό, είναι περίπου σχετικό, αλλά μόλις διάβασα αυτό: http://themotorcycleboy.blogspot.com/2010/04/blog-post_23.html
respect στο Motorcycle για το κείμενο. Το είπα κι εκεί, στο λέω κι εδώ, έχω το ένα παρόμοιο πρόβλημα.
Ουκ εν τω πολλώ το ευ.
Προφανώς και ήταν ελιτιστής ο Χατζηδάκις. Αυτό δεν του αφαιρεί τον τίτλο του σπουδαιότερου σύγχρονου έλληνα μουσικού και ενός από τους σπουδαιότερους αν όχι του σπουδαιότερου πνευματικού ανθρώπου. Μπράβο σε όσους είναι «και του λιμανιού και του σαλονιού» αλλά δεν το σηκώνουν όλοι αυτό -και αν είσαι αυθεντικός και αληθινός σ’όποια κατηγορία κι αν ανήκεις, αξίζεις.
όχι;
Μα, φυσικά, γιαυτό έγραψα και γιατί όχι;, λέμε! 🙂
Επηδή έπεσαι πολλή κουλτούρα σ’αυτώ το μπλόγκι είπα να σας δοσω κάτι μπας και ξελαμπικάρεται. Άκου τους στοίχους Βουτηχτί κι ισος βρης απαντισεις. Ηναι και χορεφτικο
Ε, είσαι προβοκάτορας, τελείωσε. 🙂
Με κολακεβης 😉
Πω πω! Τι απίστευτο παρεάκι έχετε κάνει εδώ πέρα!! Την έχασα τη συζήτηση μετά τον Πολάνσκι για να είμαι ειλικρινής! Μπράβο, πάντα τέτοια!
Μια και η Ελευθεροτυπία πρόκειται να μοιράσει και το εξαιρετικό «Ριφιφί», ιδού ο Ντασέν, άλλη μια περίπτωση σκηνοθέτη που έπαψε να κάνει σπουδαίες ταινίες όταν άρχισε να γυρίζει φιλμ για τη γυναίκα του…