Έχει και βίντεο:
Πινκ Φλόιντ, 1968, όταν ακόμα ο Γουώτερς έγραφε μουσική σαν τον Μπάρετ -και ένα πείραμα για τις αναγνωσιμότητες (η ιδέα μου ήρθε από τον Πρόβατο)…
Ξέρω, έχω ρίξει το επίπεδο. Δεν φταίω εγώ που κανείς δεν τσίμπησε στη φιλοσοφική μου πρόταση της περασμένης βδομάδας. Περιμένετε όμως στο ακουστικό σας πολύ σύντομα!
άντε για να ανεβεί το επίπεδο
http://www.imdb.com/title/tt0177858/
Για να μη λέτε ότι ακούω μόνο γαλλόφωνο τραγούδι.
Πτώση του επιπέδου οι παλαιοί Πινκ Φλόιντ; Διαμαρτύρομαι, φίλτατε!
Καλή η φιλοσοφία, αλλά η μουθική χτυπάει κατάστηθα. (Κάτι ξέρει και ο Πίντσον σχετικά.)
Α όχι, η πτώση του επιπέδου αναφέρεται στο κολπάκι μου με το πείραμα. Αναρωτιέμαι πόσοι θα φτάσουν εδώ ψάχνοντας βίντεο με κάποια άλλη Τζούλια.
Αυτή τη βδομάδα αξιώθηκα να ξεκινήσω το «Ενάντια στη μέρα». Επιφυλάσσομαι να γράψω εντυπώσεις, προς το παρόν τα συγχαρητήριά μου αγαπητέ!
Δύτη μη χαίρεσαι. Οσοι ψάχνουν την άλλη Τζούλια δεν θα το γράψουν ποτέ Julia. 🙂
Οσο για τη φιλοσοφική σου πρόταση, ξέρω κάποιους που τσίμπησαν, απάντησαν, και πριν το στείλουν το τσαλάκωσαν και το πέταξαν. Δεν λέω ονόματα μην εκθέσουμε και κανένα 🙂 Στο λέω για να ξέρεις ότι τσιμπάνε περισσότεροι απ’ οσοι φαίνονται τελικά ότι τσιμπάνε. Οπότε μη μασάς. Συνεχίζεις…
Α, φαίνεται πως η κατάστασή μου (χαμένος στη μετάφραση) είναι πιο σοβαρή απ’ ό,τι νόμιζα. Ούτε που μου πέρασε από το μυαλό η σύνδεση με την άλλη Τζούλια.
Ανυπομονώ για τις εντυπώσεις. Κάθε κριτική ευπρόσδεκτη.
«……………………………………………………………………
Πως θά ‘κανα το ρεβεγιόν στο δρόμο δεν το πίστευα.
Ξανθομαλλούσα καλλονή διαβάζει Τζούλια Κρίστεβα
σ’ ένα παγκάκι στη Σταδίου. Μας ορίζουν
και οι κλοσάρ και η ποπ και η κουλτούρα.
…………………………………………………………………….. »
Χάρης Ψαρράς
«Ρεβεγιόν (Αγρυπνία)»
Ωραία η ρίμα με την Κρίστεβα, αλλά θα προτιμούσα να διάβαζε κάτι άλλο η καλλονή, με τους μεταμοντέρνους έχω μια κάποια αλλεργία.
Immortalité, τώρα με τα σχόλια και «Τζούλια» να γράψουν θα μας βρούνε. Από την άλλη, άργησα να το σκεφτώ και τώρα πια όποιος ήταν να δει το βιντεάκι το είδε. Μέχρι τώρα τουλάχιστον κανείς δεν έχει φτάσει εδώ από τους λεγάμενους.
Παρεμπ, ωραίοι οι πρώιμοι Φλόιντ, ε; Αν και μένα μ’ αρέσουν και οι ύστεροι, όσο νάναι.
Παρεμπ, εγώ είμαι πιο πολύ της γαλλόφωνης σχολής. Αλλά οι Φλοιντ πρώιμοι και ύστεροι είναι στον παράδεισο μαζί με τις παλιές αγάπες και τους αγαπάμε όπως και να χει 🙂
Ούτε εμένα μου αρέσει η Κρίστεβα, μου αρέσει όμως το σονέτο του Ψαρρά, γι΄αυτό κι αντέγραψα κάποιους στίχους του. Αν δεν τους εκτίμησες, δεν πειράζει (η απόλαυση είθισται, στις καλύτερες στιγμές της, να είναι μοναχική…)
Το προηγούμενο σχόλιο θα έπρεπε, λογικώς, να έχει βρεθεί πάνω από την Αθανασία. Δεν ξέρω γιατί βρέθηκε υποκάτω της.
Μα είπα ότι εκτίμησα την προπαροξύτονη ρίμα! Η αλήθεια είναι ότι όταν ξανακοίταζα το σχόλιο, σκέφτηκα ότι ένα θαυμαστικό στο τέλος ή μια φατσούλα θα έδειχνε καλύτερα το νόημα. Ορίστε λοιπόν:
!!!! 🙂
Δυστυχώς στη δική μου περίπτωση σε πρόδοσε ο reader. Πιο πολύ πέρασα να ακούσω παλιούς καλούς Floyd. Να που βγήκε και κάτι καλό από τις πονηριές σου!
Silent, εγώ πάντως τους θυμήθηκα από την επικαιρότητα, βασικά δηλαδή από το ποστ του Πρόβατου. Στο μεταξύ, ούτως ή άλλως, δεν έχει τσιμπήσει κανένας στο πείραμα, οπότε όντως μένουν μόνον οι Φλόιντ. Καλύτερα!
…και ξέχασα να πω ότι έστω και καθυστερημένα από χτες το βράδυ ανακάλυψα τον Google reader. Τι μεγάλη ευκολία!
Δυτη, βλεπω αρκετους φιλους των πρώϊμων Πινκ Φλόυντ,
ας θυμηθουμε κατι απο το umma gumma:
1) :http://www.youtube.com/watch?v=p0u1SeWAASc
2)http://www.youtube.com/watch?v=46JqCLMbZq8
ΥΓ. Εχεις δει το «Ζαμπρίνσκι πόϊντ»;
φακ μάι χάι τεκ!!
Κοίτα να δεις, κι εγώ θυμόμουν το Ουμμαγκούμμα χτες. Σκεφτόμουν ότι, εντάξει, ο Γκίλμουρ είναι αντιπαθητικός και σκυλόφατσα, αλλά έχει γράψει ένα καταπληκτικό κομμάτι: την προσωπική του συνεισφορά στο Ummagumma, πώς το έλεγαν;
…if you want to rest for a little bit
rest your aching limbs for a little bit…
Στο σάουντρακ του Ζαμπρίσκι Πόιντ, το Eugene ονομάζεται Come in number 51, your time is up ή κάπως έτσι. Με τον Αντονιόνι, ωστόσο, έχω ένα μικρό πρόβλημα, που ίσως συζητήσω μια άλλη φορά.
Ναι, The narrow way:
και
γιατί μου έφαγε το τρίτο μέρος;
Σκατά, δεν ξαναδοκιμάζω, εγκαταλείπω. Γουγλίστε Ummagumma Narrow way youtube studio album, και παίξτε part 1, 2 3. Α μα πια την τεχνολογία μου. 😦
1
2
3
Πότε θα συζητήσουμε το πρόβλημά σου με τον Αντονιόνι; (μπας και τα έχεις γενικά με τους ιταλούς; 😛 )
Μπράβο βρε Στάζυ!
θα πω για τον Αντονιόνι τη Δευτέρα το βράδυ που θα έχω χρόνο και καλό δίκτυο, το υπόσχομαι!
Cirrus Minnor.
καλό απόγευμα.
Λοιπόν, για τον Αντονιόνι, όπως υποσχέθηκα: δεν είναι ότι δεν μου αρέσει ακριβώς. Πάντα απολαμβάνω τις ταινίες του, αν και πρέπει να πω καταρχήν ότι δεν ξέρω πολύ τις παλιότερες, Κόκκινη έρημο κλπ. Το πρόβλημά μου είναι ότι έχω την εντύπωση πως η, όχι τεχνική ακριβώς, η μορφολογική τελειότητα -ο αδερφός μου έλεγε ότι κάθε πλάνο του Blow Up (παρεμπιαυτό, βασισμένο σε διήγημα του Κορτάσαρ) είναι σαν υποδειγματικά καδραρισμένη φωτογραφία- είναι τόσο αξεπέραστη που ρίχνει το περιεχόμενο. Το οποίο περιεχόμενο είναι σχεδόν πάντα κάπως νεφελώδες: βλέπεις όλο το Blow Up για να καταλάβεις ότι υπάρχει κάποιος προβληματισμός σχετικά με την εικόνα και το βλέμμα, το Επάγγελμα Ρεπόρτερ σχετικά με την ταυτότητα, ή το Ζαμπρίσκι Πόιντ σχετικά με τον ακτιβισμό και την Αμερική του ’68, αλλά, αλλά: ποιος προβληματισμός; Αυτό δεν φαίνεται πουθενά! Σαν να θέλει κάποιος να γράψει ένα δοκίμιο σχετικά με την εικόνα, πιχί, και να γράφει ένα υπέροχο μίγμα έξοχης πρόζας και στίχου που το νόημά του συνοψίζεται στα εξής: τι πρόβλημα η εικόνα, ε;
Αυτές περίπου είναι οι αντιρρήσεις μου για τον Αντονιόνι. Στην πραγματικότητα, δεν έχω καταλήξει ότι δεν μου αρέσει, απλά κάτι δεν μου πάει. Α, ωστόσο εξαιρώ τη Νύχτα που μου φάνηκε πιο ουσιαστική.
Α, και Στάζυμπε, με τους Ιταλούς γενικά όχι, πώς σου μπήκε η ιδέα; Ο αγαπημένος μου σκηνοθέτης ever είναι ο Φελίνι.
Ξεκινώ ανάποδα· πείραγμα ήταν, με αφορμή παλιότερη κουβέντα για τον Μπερτολούτσι. Αν στοιχημάτιζα σε αγαπημένο σου Ιταλό, πάντως, θα διάλεγα τον Φελίνι…
Κοίτα, κι εγώ πέρασα καλύτερα -χαλαρότερα, ίσως- στις αίθουσες με την έγχρωμη «τριλογία» παραγωγής Πόντι, όμως προτιμώ την ασπρόμαυρη Περιπέτεια – Νύχτα – Έκλειψη. Που για κάποιο αδιόρατο λόγο την κάνω τετραλογία στο μυαλό μου με το Ρενέ και το Πέρυσι στο Μάριενμπαντ, και κολλάω κι από πίσω και Μπροχ και Αθώους. Μεγάλα άλματα, ίσως με υποκειμενική, παρά αντικειμενική συνοχή.
Αυτό που περιγράφεις, πώς θα το ονόμαζες; Είναι πολύ εγκεφαλικός στις ταινίες αυτές; ή πολύ του μέσου για το μέσο και μόνο; Το να απαιτεί προσοχή μια ταινία στις λεπτομέρειες δεν με πειράζει, και από τις ταινίες που μου αρέσουν πολλές είναι αυτές που «συμπλήρωσα» στην τρίτη και τέταρτη θέαση…
Είχα ξεχάσει τα περί Μπερτολούτσι (εδώ)…
Δεν ξέρω αν με πειράζει το «εγκεφαλικός», αυτό πρέπει να το σκεφτώ λιγουλάκι. Το μέσο για το μέσο, ναι· εννοώ, να γυρίζεις δύο ή δυόμισυ ώρες ταινίες απίστευτης τεχνικής (ή μάλλον μορφικής) τελειότητας για να πεις απλά ότι προβληματίζεσαι πάνω σε κάτι, μου θυμίζει λίγο Αγγελόπουλο, ας πούμε. Θα προσπαθήσω να τον φρεσκάρω λίγο τον Αντονιόνι και να επανέλθω.
Στο μεταξύ, βρε Στάζυ, τι μου θυμίζεις τώρα. Μπροχ και Αθώους. Θα με τρελάνεις… πού σε βρήκα! 🙂
Μόλις θυμήθηκα ότι στη Νύχτα η Μόνικα Βίτι (νομίζω) διαβάζει τους Υπνοβάτες του Μπροχ.
Στάζυ και Δύτη με εντυπωσιάζετε! Προτιμώ κι εγώ την ασπρόμαυρη τριλογία που είδα σε μετεφηβική ηλικία (τα έχουμε ξανασυζητήσει Δύτη) αλλά βέβαια ούτε που θυμόμουν οτι η Βίτι διάβαζε Μπροχ. Βλέπω τώρα στη βιβλιοθήκη μου οτι οι Υπνοβάτες μεταφράστηκαν το 87-88, οπότε με τέτοια διαφορά φάσης τι να κάνω η καψερή.
Και πού τις είδατε, ρε παιδιά αυτές τις ταινίες; Σε ντιβιντιά;
Κατά κύριο λόγο σε 3 κινηματογραφικές λέσχες (η μία και με βιντεοπροβολές), και μετά σε DVD, αλλά σε πανί, φυσικά. Ευτυχώς τα περισσότερα μας τα έδωσαν, πλέον, οι φυλλάδες.
Απο φυλλάδα έχω μόνο την περιπέτεια.
Και παράλειψη: Ένας γνωστός μου, μεγάλος θαυμαστής του Αντονιόνι έδωσε στο γιο του το όνομά του.
Άντε να σε βρω εδώ ψηλά που σχολίασες!
Εγώ σε σινεμά είχα δει την «Κραυγή» και το Ζαμπρίσκι Πόιντ, τις άλλες σε ντιβιντί (έδινε η Καθημερινή πριν από λίγα χρόνια), και κάποιες στην τηλεόραση.
Υπέροχοι παλιοί Floyd, καί η Τζούλια και ο Ευγένιος!
Μπορούμε να ανοίξουμε και την άλλη μεγάλη συζήτηση, Μπαρετικοί εναντίον Γουωτερσικών… 🙂
Δύτη πριν ανοίξει αυτή η συζήτηση και βγουν για τα καλά τα μαχαίρια (ξέρεις να ανάβεις τα αίματα!) εγώ νομίζω ότι πρόκειται για δύο διαφορετικά συγκροτήματα στην ουσία (δεν βάζω τη μία τους περίοδο πάνω από άλλη, τους αγαπώ εξίσου). Βέβαια το set the controls… τα σπάει όσο τίποτα, αλλά το Dark Side και το Wall ας τα αφορήσουν οι ψαγμένοι, εγώ τα αγαπώ…
Και κάτι ακόμα: η σύγκριση του Αντονιόνι με τον Αγγελόπουλο με πλήγωσε κάπως, καθώς τον πρώτο τον θεωρώ φριχτό (από τις λίγες ταινίες που άντεξα να δω). Φριχτό όμως 🙂
και το δικό μου δώρο:
Α, δεν παίρνω θέση. Κι εμένα μ’ αρέσει η περίοδος Μπάρετ, μ’ αρέσουν και οι σόλο δίσκοι του Μπάρετ, μ’ αρέσει και ο πρώιμος Γουώτερς του Ummagumma ή του More, μ’ αρέσει και ο ύστερος του Animals π.χ. Όντως μοιάζουν με δύο συγκροτήματα, το πρόβλημα είναι πού θα βάλεις την τομή. Φαντάζομαι στο Dark Side of the Moon, μάλλον.
Δεν θα αποφύγω όμως να σε στενοχωρήσω, γιατί εγώ δεν αντέχω τον Αγγελόπουλο, ούτε ως σκηνοθέτη ούτε ως άνθρωπο (αυτή η υπεροψία που ξεχειλίζει, το στυλ «μόνο οι Ευρωπαίοι καταλαβαίνουν τι κορυφαίος σκηνοθεταράς είμαι»). Με εξαίρεση ίσως τον Θίασο. 😦
Να πω και γω! 🙂 Η θέση σου για τον Αγγελόπουλο Δύτη “εγώ δεν αντέχω τον Αγγελόπουλο, ούτε ως σκηνοθέτη ούτε ως άνθρωπο (αυτή η υπεροψία που ξεχειλίζει, το στυλ “μόνο οι Ευρωπαίοι καταλαβαίνουν τι κορυφαίος σκηνοθεταράς είμαι”)”, μου θύμισε μια ιδιωτική κουβέντα λιγες μέρες πριν όπου υποστήριζα την ίδια θέση λέγοντας ότι “δεν μπορεί να σου αρέσει κάποιος που δεν εκτιμάς” . Και η αλήθεια είναι ότι εγώ προσωπικά έχω ενα ζήτημα με το θεματάκι. Σε αντιδιαστολή όμως η παρέα μου, μου υπενθύμισε ότι “υπάρχουν χιλιάδες δημιουργοί (συγγραφείς, ζωγράφοι, συνθέτες, ο,τι θες) οι οποίοι είναι πασίγνωστο ότι διαθέτουν δύο στοιχεία: Το πρώτο ότι είναι από τους καλύτερους στο métier τους και το δεύτερο ότι είναι σκατοχαρακτήρες. Παραδείγματα δεν χρειάζονται. Απολαμβάνουμε τα έργα τους και αποδεχόμαστε ότι ο χαρακτήρας τους μας είναι αδιάφορος.Έχω βιβλία του Céline στη βιβλιοθήκη μου αλλά δεν θα τον ήθελα συνομιλητή μου στο σαλόνι μου”.
Τώρα γιατί τον Céline ειδικά δεν ρώτησα αλλά, αν και όπως είπα, εγώ εχω ένα ζήτημα, δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω ότι η “ανάγκη” μας να εκτιμάμε τον δημιουργό και ως ανθρωπο έχει μέσα μας πατήματα προσωπικής ηθικής και προβάλει την ενδιάθετη αγωνία μας να μην δίνουμε πόντους σε ανθρώπους που απέχουν απο τα κριτήρια που έχουμε θέσει για τον εαυτό μας και για τους άλλους. Ο θαυμασμός ενός έργου τέχνης, σε όποια μορφή τέχνης κι αν ανήκει, δεν συμβαίνει ποτέ με “αντικειμενικά” κριτήρια. Με αντικειμενικά κριτήρια προσπαθούμε να τον εξηγήσουμε και να τον μοιραστούμε. Μας συμβαίνει όμως επειδή αναγνωρίζουμε στο έργο στοιχεία που συγκινούν την ψυχή και το μυαλό μας. Και είναι επόμενο νομίζω να θέλουμε αυτός που το δημιουργησε ν’ ανταποκρίνεται και στα κριτήρια μεγαλείου που θέτουμε για ό,τι θαυμάζουμε και μας ξεπερνάει. Από την αλλη δεν θα μπορούσα παρά να παραδεχτώ ότι, σε ό,τι με αφορά, η ματιά μου σ’ ένα έργο τέχνης ήταν πάντα πιο ελεύθερη και προσωπικά “αντικειμενική” όταν δεν γνώριζα στοιχεία για την προσωπικότητα του δημιουργού. Ετσι σιγά σιγά προσπαθώ να αποστασιοποιούμαι από το πρόσωπο για ν’ αγαπήσω ή όχι το έργο γι αυτό και μόνο, γι αυτό που μου δημιουργεί, ανεξάρτητα από γενικότερη αποδοχή του δημιουργού ή και του ίδιου του έργου.
Πάντως Δύτη εσύ μια κουβέντα είπες και γω την έκανα λάστιχο 🙂
Σχετικά με τον Αγγελόπουλο τώρα μπορώ να σου πω ποιες ταινίες μ’αρεσαν και ποιες όχι τόσο αλλά δεν νομίζω ότι ειναι το θέμα μας. Ουτε και αυτά που έγραψα θα μου πεις είναι το θέμα μας και θα χεις και δίκιο…
καλά πότε το γραψα όλο αυτό! Παρντον δεν είχα συναίσθηση του μάκρους της σινδόνης…
Immortalité, μεγάλο θέμα έβαλες. Και ο Σελίν (ή ο Πάουντ) είναι ωραίο και κλασικό παράδειγμα. Ωστόσο η κύρια διαφωνία μου με τον Τεό δεν είναι θέμα χαρακτήρα: αφενός έχω την ίδια αντίρρηση που έχω με τον Αντονιόνι, παραπάνω· αφετέρου με ενοχλεί η μεγαλοστομία, ας πούμε, των ταινιών του, αυτό το βαρύγδουπο «κάνω μια ταινία για τα Σύνορα», «μια ταινία για την Ιστορία», αυτά τα κεφαλαία βρε παιδί μου. Κάπως έτσι, μου φαίνεται, την πάτησε ο Κισλόφσκι στα τελευταία του: μια ταινία για την Ισότητα, μια για την Ελευθερία, μια για την Αδελφοσύνη (μπλε-κόκκινο-άσπρο, δεν θυμάμαι τη σειρά), και το αποτέλεσμα μηδέν, το λέω με σιγουριά γιατί τις ξανάδα πρόσφατα. Εξαιρώ τη Λευκή, που κάπως διασωζόταν.
Ο νεκρός δικαιώνεται, ή κάπως έτσι. Αυτά που πρόλαβε να βγάλει ο Μπάρετ είναι λίγα για να ξέρουμε τι θα ακολουθούσε. Η δε συνθετική συμμετοχή του στους πρώτους Π.Φ. δεν είναι μεγαλύτερη του Γουότερς. Δεν γράφανε απομονωμένοι μεταξύ τους μουσική…
Σίγουρα, ξαναλέω -εν μέσω του αγωνιστικού δίωρου (;) της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ- ο πρώιμος θάνατος είναι βολικός για εξιδανικεύσεις -άμα έχει και (αυτο)καταστροφή ακόμη καλύτερα…
Αχά! ακριβώς το επιχείρημα (ή μάλλον, απ’ την ανάποδη) που χρησιμοποιούσα παλιά στις ολονύχτιες συζητήσεις περί Σαββόπουλου: αν είχε πεθάνει γύρω στο ’75 ή έστω το ’80 όσοι τον βρίζουν σήμερα θα τον είχαν για θεό όπως έχουν τον Σιδηρόπουλο.
Κλείνει η παρένθεση. Κι εγώ είμαι Γουωτερσικός. Θυμάμαι φίλους μου να υποστηρίζουν ότι ο Γ. τρέλανε επίτηδες τον Μπάρετ με LSD για να πάρει τη θέση του στη μπάντα. Τέλος πάντων. Η αλήθεια είναι ότι οι δυο-τρεις σόλο δίσκοι του Μπάρετ έχουν διαμαντάκια που δείχνουν τι θα μπορούσε -ενδεχομένως- να ακολουθήσει, και επίσης ότι ίσως θα μπορούσε κανείς να δει ένα πιο «αγγλικό» στοιχείο στα κομμάτια του (π.χ. Mathilda mother, The Gnome, ή ακόμα και Astronomy dominé, καθώς και στον τίτλο του πρώτου δίσκου [The piper at the gates of dawn] από το βικτωριανό παιδικό μυθιστόρημα The wind in the willows που εγώ το θυμάμαι ως υπέροχη σειρά στην τηλεόραση). Απ’ την άλλη, πράγματι, ποιος ξεχωρίζει ότι το Take up thy stethoscope and walk στον πρώτο δίσκο είναι του Γουώτερς; Εγώ πάντως όχι.
Εγώ θα συμφωνήσω (ξανά) με την Immortalité. Επειδή μικρότερος μέτραγε πολύ για ‘μένα η προσωπικότητα του δημιουργού, απέκλεισα από νωρίς (και στερήθηκα κατ’ επέκταση) καλλιτέχνες που μετά από χρόνια με σημάδεψαν. Άρα, ας είναι ό,τι θέλει να είναι ο Αγγελόπουλος (για παράδειγμα), εγώ αγαπάω (κάποιες από) τις ταινίες του.
Και μία παρατήρηση: στην περίπτωση του Μπάρετ δεν ισχύει ακριβώς το «ο νεκρός δικαιώνεται», αφού πέθανε μόλις πρόπερσυ. Απλά δημιουργήθηκε ένας υπερβολικός μύθος (αντάξιος της μουσικής του ωστόσο) που συντηρήθηκε από τα μέσα για δεκαετίες, ενώ η πραγματικότητα ήταν υπερβολικά πεζή (στο σπίτι της μαμάς του ήταν το παιδί 🙂 )
Δύτη παρεπιπτόντως χαίρομαι πολύ που οι αναγνώστες σου αγαπούν τους Φλόιντ!
Εκεί αναφερόταν το «ή κάπως έτσι»: νεκρός μουσικά.
Α, οκ Stazybo. Mea culpa!!
Εδώ χρωστάμε κι άλλες απαντήσεις:
Τον Μπροχ τον ανακάλυψα μέσα από τη Νύχτα, και τον διάβασα μετά την ταινία. Δεν ήταν η πρώτη φορά, φυσικά, που το ένα έφερνε το άλλο (πολύ πριν την πρακτική υλοποίηση του hypertext και των hyperlink με το web 🙂 )
Είμαι κι εγώ υπέρ του δημιουργήματος, και όχι του δημιουργού, αλλά του συνολικού δημιουργήματος. Παναπεί, δεν μου αρκεί ένα, αλλά θέλω περισσότερα, για να σχηματίσω τη δική μου εικόνα και να αποκτήσω τη δική μου οικειότητα με το δημιουργό, και να τον αισθανθώ φίλο, ή συνομιλητή -πιο πολύ φίλο. Αλλιώς τα μεμονωμένα έργα τα ξεχνάω σύντομα.
Έτσι κι εγώ οδηγήθηκα στον Άλμπαν Μπεργκ μέσω του Κορτάσαρ, και στον Μάλερ μέσω του Βισκόντι.
Συμφωνώ για το συνολικό δημιούργημα, το πρόβλημα προκύπτει όταν δεν είσαι σίγουρος από ποιον αριθμό και μετά κακά ή μέτρια μεμονωμένα έργα χαλάνε το συνολικό… Η προσωπικότητα, πάλι, όσο νάναι μετράει. Απλά μερικές φορές το έργο μπορεί και να την υποσκελίσει (έτσι ο Σελίν, ο Πάουντ ή και άλλοι λιγότερο φρικαλέοι).
Στάζυμπε αυτό που λες είναι ενδιαφέρον μου φαίνεται όμως λίγο αντιφατικό αν και μπορεί και να μην το πιασα. Αν το συνολικό έργο ενός δημιουργού σου κάνει και δημιουργήσεις μαζί του την προσωπική οικειότητα που λες, η οικειότητα αυτή θεμελιώνεται με το δημιουργό του έργου ή με πραγματική προσωπικότητά του ατόμου του δημιουργού; Δεν είμαι σίγουρη ότι έγινα απολύτως σαφής βέβαια…
Δύτη αν κατάλαβα καλά τελικα η διαφωνία σου με τον Τεό είναι θέμα χαρακτήρα. Η μεγαλοστομία και η αμετροέπεια είναι εντελώς θέμα χαρακτήρα. 🙂
Silentcrossing είσαι ο ορισμός της απλότητας. Σε δύο φράσεις είπες ότι εγώ σε μια σελίδα…
Ναι, είμαι χωμένος μέσα στις αντιφάσεις μου… 🙂 Θα προσπαθήσω να το πω πιο καλά.
Το έργο από μόνο του δε μου λέει τίποτα. Πίσω από το έργο, φαντάζομαι -τα βρίσκω με το δημιουργό του. Όπως,όμως, τον πλάθω μέσα από το έργο του. Όταν, λοιπόν, βρεις έναν καινούργιο κολλητό -και δε χρειάζεσαι και την αποδοχή του καν- ψάχνεις μετά το επόμενο έργο, και το επόμενο. Για να συνεχίσεις να μιλάς μ’ αυτόν. Δεν ψάχνω το συγγραφέα – αληθινό πρόσωπο στη ζωή· ψάχνω τον δημιουργό – δικό μου σύντροφο. Δεν περιμένω όλα τα έργα ίδια, τα περιμένω όμως για συζήτηση. Τώρα, η επόμενη ταινία, το επόμενο βιβλίο ή δίσκος μπορεί να μη μου μιλήσουν. Ε, θα μείνει για λίγο ή περισσότερο το ένα έργο μόνο του, αλλά πάντα οι κολλητοί μου θα είναι αυτοί που η σχέση κρατάει παραπάνω. Για λίγες εξαιρέσεις, έχει φτάσει και η περίπτωση του μοναδικού έργου… Σταματάω, πάω για τα χάπια μου 🙂
Δύτη και οι μέτριες κουβέντες, και τα σαχλαμαρίσματα, στο πρόγραμμα με τους συντρόφους σου είναι. δεν ψάχνω διαρκώς το αριστούργημα, κούραση σκέτη θα είναι…
Εντάξει Στάζυμπε έγινες εντελώς σαφής και πριν πάρεις τα χάπια 🙂
Λοιπόν όσον αφορά το πείραμα για τις αναγνωσιμότητες απέτυχε πλήρως, μόνο σήμερα ήρθε κάποιος από το εξής:
http://blogs.sync.gr/searchposts/julia/6/index.html
Καλύτερα, φυσικά! και μάλιστα αν σκεφτούμε τις δύο μεγάλες κουβέντες που γίνονται σ’ αυτό το νήμα. Αλλά με τρώει το χέρι μου να γράψω αυτό που έλεγε σήμερα η Ελληνοφρένεια: φαγώθηκαν οι ηθικολόγοι επειδή το κοινό της Τατιάνας (λέει) χειροκροτούσε τη Τζούλια (όχι των Φλόιντ, την άλλη). Θεωρούν δηλαδή δείγμα υγείας ότι πολύ περισσότεροι άνθρωποι χειροκροτούν τον Παπανδρέου ή τον Σαμαρά;
Ε, μα πια.
Πως να πετύχει το πείραμα βρε δύτη, που οι μισές σελίδες για τη Τζούλια γράφουν. Που να πρωτομπεί δηλαδή κανείς;
(άσε που μόλις συνειδητοποίησα ότι όλη αυτή η φιλολογία και παραφιλολογία γύρω από το σινεμά ξεκίνησε από τις λάθος προθέσεις-ε κι εσύ με τους αναγνώστες που μαζεύεις τι περίμενες; καλοκαιρινό στο κάναμε…)
Σωστό κι αυτό. Το να ξεφεύγουν τα σχόλια δεν με πειράζει, ωστόσο -αντιθέτως! αρκεί να γίνεται καλή κουβέντα. Που γίνεται. 🙂
Με τα πολλά το πείραμα πέτυχε. Δύο φορές σήμερα έφτασε κόσμος εδώ γκουγκλάροντας: «ΘΕΛΩ ΝΑ ΔΩ ΤΟ ΝΤΙΒΙΝΤΙ ΤΗΣ ΤΖΟΥΛΙΑΣ»
και σήμερα μόλις: «να δω ολο το ντιβιντι της τζουλιας»…
Αρχίζω και τους λυπάμαι. 🙂
Αρχίζεις να τους λυπάσαι που η αναζήτησή τους καταλήγει σε σένα ή που θέλουν να το δουν; 😉
όχι, που άλλο ψάχνουν και πέφτουν σε Φλόιντ και Αντονιόνι…
Είναι που η μαλακία θριαμβεύει, ακόμα και σε μέρες σαν τη σημερινή…
(με το μπαρδόν η «μαλακία»)
είδες;…
@Δυτης
Βρηκα – με μεγαλη καθυστερηση – αυτο το ποστ σου.
Μου αρεσαν πολυ οι Pink Floyd πριν γινουν εμπορικοι με το καταπληκτικο Dark side of the moon.
Εγραψες καποτε :
«το Ζαμπρίσκι Πόιντ σχετικά με τον ακτιβισμό και την Αμερική του ’68, αλλά, αλλά: ποιος προβληματισμός; Αυτό δεν φαίνεται πουθενά! »
Δανειζομαι την «αναρχοκομμουνιστικη» κριτικη του Ριζοσπαστη , επισημαινοντας τις σκηνες και την μουσικη του φιναλε.
ΜΙΚΕΛΑΝΤΖΕΛΟ ΑΝΤΟΝΙΟΝΙ
Zabriskie Point (1970)
Και μόνον για τη σκηνή του φινάλε η ταινία αξίζει την αγάπη του κόσμου. Ο καπιταλισμός και οι ηθικές αξίες του πρέπει, οπωσδήποτε, να τιναχτούν στο αέρα. Εδώ δε χωράει κανένας συμβιβασμός. Το καπιταλιστικό σύστημα και οι άνθρωποί του, οι πολυεθνικές, τα χρηματιστήρια, οι τράπεζες, οι εταιρείες αγοράς και πώλησης γης, τα πανεπιστήμια, η αστυνομία, τα ΜΜΕ, τραβάνε κατά τη δύση και ο λαός, οι λαοί του κόσμου, κατά την ανατολή! Είναι δυο πράγματα τελείως διαφορετικά! Από άλλον πλανήτη.
[…]
https://www.rizospastis.gr/story.do?id=4557625
Η μετεπειτα τραγικη ιστορια του βασικου ηρωα, ερασιτεχνη ηθοποιου , Mark Frechette
Rolling Stone #199
Nov. 6, 1975, p. 32
https://www.trussel.com/lyman/frech5.htm
Πρέπει να είναι του Νίκου Αντωνάκου αυτή η κριτική στο Ριζοσπάστη.
Εχει πολυ ενδιαφερον η μετεπειτα τραγικη ιστορια του βασικου ηρωα, ερασιτεχνη ηθοποιου , Mark Frechette.
Αγαπηε Δυτη,
σ΄ευχαριστω για την μνεια του Ν.Α..
Στην μνημη του Νίκου Αντωνάκου
http://www.katiousa.gr/politismos/kinimatografos/deka-chronia-choris-to-niko-antonako/