Είναι λίγο μπαγιάτικο -αλλά συγχρόνως επίκαιρο.
Ο σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης («Σπιρτόκουτο», «Ψυχή στο στόμα», αυτός), στην ερώτηση «Τι θα μείνει από τη δεκαετία». (αντιγράφω από εδώ).
«Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας.
Μετά από αυτό η Αθήνα έγινε αισθητικά μεγαλύτερο τέρας απ΄ ό,τι ήταν. Το εξωτερικό δημόσιο χρέος έφτασε στον Θεό. Όλα τα λαμόγια στον πλανήτη ροκανίσανε ό,τι μπορούσαν. Κι από εκεί και πέρα χάθηκε και η τελευταία ελπίδα να σηκώσει κεφάλι η χώρα. Μπούρδες αποδείχτηκαν και τα περί εθνικής ανάτασης. Οι αθλητικές επιτυχίες μας ήταν του φαρμακείου. Λες και κάποιος συνωμότησε εναντίον αυτού του τόπου ώστε να ζούμε τον κακό απόηχο για χρόνια. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν για την Ελλάδα η τελευταία κλοτσιά στο χαντάκι».
Και το σχόλιο του δημοσιογράφου (Γιώργος Δ. Κ. Σαρηγιάννης, ο θεατροκριτικός):
Μέσα σε 89 λέξεις ο Γιάννης Οικονομίδης συνόψισε με τρόπο αξιοθαύμαστο την απόλυτη, κατά τη γνώμη μου, αλήθεια. Και τη δικαίωση των σκεπτικιστών μπροστά στην τότε «εθνική ανάταση». Κι ήρθε να συναντήσει την απορία μου, που όσο ακούω να μου διεκτραγωδούν την οικονομική κατάσταση της χώρας τόσο φουντώνει: για την ταμπακιέρα των Ολυμπιακών και πόσο πολύ συνέβαλε γιατί κανένας δε μιλάει;
Προσυπογράφω, με χέρια και με πόδια, που λένε.
Πού να υπογράψω κι εγώ;
Έλα ντε…
Είπαμε, για κάποια πράγματα κανείς δεν μιλά.
Το θέμα είναι ότι αργά ή γρήγορα τα περισσότερα μαθαίνονται…και όσο περνάει ο καιρός άλλο τόσο μαθαίνουμε τόσες πολλές ρεμούλες από τόσους πολλούς συμπολίτες μας. Κι επειδή πολλοί από εμάς πέσαμε τότε στη λούμπα, να πιστέψουμε δηλαδή ότι μπορεί και κάτι να αλλάξει σε αυτόν τον βρωμότοπο, προσωπικά με χέρια και πόδια δεν υπογράφω, μουτζώνομαι…
Το να πει κανείς «κι εγώ που ήμουν απ’ αυτούς που τάλεγαν από πριν» τι νόημα έχει; Απλώς χάνουμε μια ζωή. Προφανώς εμείς φταίμε, κι όχι οι νικητές.
Μα προς θεού, Δύτη! Τη στιγμή που πάμε κατά διαόλου, κάτι πρέπει να έχουμε για να ανεβάζει την εθνική μας αυτοπεποίθηση – πώς να αμφισβητηθούν οι ολυμπιακοί αγώνες; 🙂
Ώρες-ώρες αναπολώ τον Σουλτάνο (çok yaşa!): δεν γίνεται να δημεύονται οι περιουσίες πρώην υπουργών και βουλευτών, που είναι κοινό μυστικό ότι μας έχουν κατακλέψει;
(Ρητορικό το ερώτημα: ξέρω ότι και λαϊκιστικό είναι και αντίκειται στο κράτος δικαίου, αλλά ώρες-ώρες δεν αντέχω).
Ν΄ αλλάξω όνομα; σε Κάσσανδρος, π.χ.;
Όταν έλεγα εκείνα τα χρόνια ότι δεν υπήρχε μεγαλύτερη καταστροφή για την χώρα, μου λέγανε ότι ζηλεύω και πράσινα άλογα.
Και να ήμουν μόνος; η πραγματικότητα μιλούσε. Μόλις μαθαίναμε ότι είκοσι χρόνια μετά κατάφεραν οι Καναδοί να ξεχρεώσουν εκείνο το άτιμο το Montréal ’76, το θυμάστε; Ο Καναδάς έκανε είκοσι ολόκληρα χρόνια, για φανταστείτε αυτή την μικρή την κακόμοιρη τη χώρα πόσα χρόνια θα κάνει (Συλλυπητήρια!)
Κι αν οι Ολυμπιακοί αγώνες αντιπροσωπεύουν κάποιο ιδεώδες, γιατί δεν τους δώσανε στην Ελλάδα το 1996 για την εκατονταετηρίδα;
Ακόμη και αυτό το βόδι:
http://fr.wikipedia.org/wiki/Marielle_Goitschel
είχε πει κάτι σωστό πριν την Ατλάντα:
να πληρώσει η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, που έχει χεστεί στο χρήμα για να γίνουν στην Ελλάδα το 1996 και αντί να κάνει δημοπρασίες, να βάζει το χέρι στην τσέπη για να γίνονται και σε χώρες και ηπείρους που δεν έχουν γίνει ποτέ (διάβαζε Αφρική, …).
Τι έμεινε από την ολυμπιάδα της Αθήνας; αυτό το έκτρωμα του κωλοτράβα; πόσο κοστίζει η συντήρηση κάθε χρόνο;
Και ποια είναι η καλύτερη ανάμνηση από αυτούς τους «αγώνες»; Ο αγώνας δρόμου με μηχανάκι με δύο αναβάτες (Θάνου-Κεντέρης);
Ή μήπως αυτή:
Τελικά, φορούσε βρακάκι η Αννούλα ή όχι;
Ευχαριστώ για τα σχόλια! Σκέφτομαι τώρα ότι όποιος αμφισβητεί το τι έγινε με τους Ολυμπιακούς, αμφισβητεί και το σλόγκαν «όλοι μαζί, όταν θέλουμε, τα καταφέρνουμε», που ακούγεται κατά κόρον τώρα με την κρίση.
Τι καταφέρνουμε όμως; Αθάνατο ελληνικό γένος με τα μεγαλεία σου.
Nicolas, παλι καλα που σου ειπανε οτι ζηλευεις και πρασιν’ αλογα, γιατι εμενα «πεσανε να με φανε» οταν τολμησα να εκφρασω τετοια αποψη (απαιτειτο εθνικη ομοψυχια).
Δυστυχως, ειναι απο τις περιπτωσεις που δικαιωνεσαι αλλα δεν μπορεις να το χαρεις.
Αγαπητε μου Δυτη, προσυπογραφω με τα μπουνια!
ΥΓ. Νικολας, μελετησα επισταμενως το βιντεο αλλα δεν καταφερα να καταληξω σε εμπεριστατωμενο συμπερασμα.Φορουσε ή δεν φορουσε, fuck my curiocity;
Αυτο το μαραζι θα με φαει!!!!
Μα, αυτό με το βρακί δεν ήταν με την Παπαρίζου, στην άλλη μεγάλη εθνική επιτυχία;
αὐτὸς γύρισε τὸ σπιρτόκουτο; συγγνώμη, ἀλλὰ παίρνει μὲ διαφορὰ τὸ χρυσὸ βατόμουρο!
Νομίζω η βασική διαφορά του τότε με το τώρα είναι ότι εκείνη την εποχή υπήρχε σάλιο – πολύ σάλιο! 😛
Ψιλοάσχετο: είχα γελάσει με μια ατάκα που είχε πει ο Οικονομίδης σε μια παλιότερη συνέντευξη του˙ ήταν στο πλαίσιο αφιερώματος όπου καλούνταν διάφοροι καλλιτέχνες να τοποθετηθούν ως προς το «τι είναι αυτό που τους φοβίζει σήμερα». Ο ίδιος δήλωσε: «φοβάμαι μην πέσω στον κυνισμό». Βέβαια, εννοούσε να μην έχει πια όρεξη και κίνητρο να γυρίζει ταινίες, αλλά δεδομένου του είδους των ταινιών που έχει κάνει μέχρι σήμερα, μου φάνηκε αρκετά αστείο.
ΥΓ. Α, επίσης έχει πει ότι θαυμάζει τη μουσική του Σαββόπουλου (για να ενώσουμε κι αυτό το ποστ με το ίδιο υπόγειο νήμα που διαπερνά όλες της δυτονιπτηροαναρτήσεις).
Δυτη, υπονοεις οτι η Παπαριζου πηρε την Γιουροβιζιον αβρακωτη; Εχεις ντοκουμεντα; Καταθεσε τα αυθις και παραχρημα!
Παίδες, μην υπογραφετε τέτοια κείμενα!!!
Δημιουργείστε!!!
Τα χάλια μας είναι γνωστά. Οι ρεμούλες , η απαξίωση, η συνηδειτή κατρακύλα κυβερνώντων και παρατρεχάμενων.
Μη μπούμε στο παιχνίδι τους.
Δημιουργείστε.
Δεν υπάρχει άλλη λύση.
Επίτηδες δεν σχολίαζα χτες τη νύχτα, περίμενα κάποιον να κάνει το σχόλιο αρ. 2000. Ο κλήρος έπεσε στον Αλέξανδρο! Κερνάω virtual ρακή αγαπητέ συμπολίτη -και κάποτε πραγματική, πού θα πάει!
Κορνήλιε, έχω δει μόνο το μισό -το έπαιζε κάποτε η τιβί πολύ αργά, και δεν άντεξα. Μου άρεσε όσο είδα, αλλά θα αποφύγω να εκφέρω συνολική γνώμη. Ωστόσο εκτιμώ πάντα τον Οικονομίδη όποτε τον ακούω ή τον διαβάζω να μιλάει.
Head, άραγε υπήρχε σάλιο όντως τότε; ή δανειστήκαμε πάλι τα κέρατά μας, και τα πληρώνουμε τώρα; Δεν είμαι σίγουρος. Αχ, αυτό το Σαββοπουλικό νήμα -θα κάνω συλλογή. 🙂
Voulagx, νομίζω το είχε πει ο Δανίκας, όχι εγώ. Εγώ δεν υπονομεύω τέτοιες προσπάθειες.
Αλέξανδρε, μα δεν υπάρχει κάποιο κείμενο προς υπογραφή. Υπάρχουν όμως συχνά εθνικές συναινέσεις στις οποίες οι προδότες αποδεικνύονται το αντίθετο. Θέλω να πω, δημιουργούμε μεν -να λέμε και τη γνώμη μας όμως, αν μη τι άλλο.
Αναφερόμουν κυρίως στο σχόλιο αρ. 1
Φυσικά και να λέμε τη γνώμη μας. Μας έχουν φτάσει όμως εδώ και πολλά χρόνια, να ασχολούμαστε συνεχώς με τα κακώς κείμενα και η γνώμη μας να αφορά μόνο αυτά. Κάνουμε συνεχώς (κι εγώ συχνά) ανέξοδη κριτική και γκρίνια κι άμα δούμε και τίποτε καλό να γίνεται υποψιαζόμαστε πως κάποια κομπίνα κρύβεται.
Και που έχουμε υιοθετήσει μια τέτοια στάση αλλάζει τίποτα; Όχι μόνο κανείς δεν τιμωρείται, αλλά ξεφυτρώνουν όλο και περισσότερα λαμόγια.
Μάλλον θα πρέπει να αφήσουμε κάπως τη σαπίλα αυτής της χώρας και ν΄αρχίσουμε να βλέπουμε και τα θετικά της. Δεν μπορεί να μην υπάρχουν. Κι όπου δεν υπάρχουν, ας τα δημιουργήσουμε εμείς.
Συγγνώμη Δύτη, αλλά μια μικρή περίπου διαφωνία: «Για κάποια πράγματα δεν μιλά κανείς», γράφεις. Το ζήτημα είναι ότι τότε, πριν απ’ την ανάληψη και κατά την προετοιμασία, κάποιοι μιλούσαν και παραμιλούσαν. Απλώς αυτοί οι κάποιοι, νομίζω, ταμπελοποιήθηκαν ως μονίμως μίζεροι γκρινιάρηδες, αριστερίστικες ή αντιεξουσιαστικές μειοψηφίες, και προφανώς κανείς απ’ τους άλλους διαφωνούντες, απ’ τη μεγαλύτερη σιωπηλή ομάδα διαφωνούντων συνειδητοποιημένων πολιτών, που γενικότερα έχουν μια αλλεργία και φοβούνται μην καπελωθούν, ταμπελοποιηθούν, κακοχαρακτηριστούν, δεν συγκινήθηκε απ’ τις αντι-Ολυμπιακές δράσεις τους.
Και στην τελική δεν είναι απαραίτητο να μιλήσει κάποιος καλλιτέχνης ή διανοούμενος για να υπάρχει επισήμως αντίδραση απ’ την κοινωνία. Εχει παρέλθει προ πολλού, νομίζω, η εποχή που περιμέναμε απ’ αυτούς να αποτελέσουν την πρωτοπορία.
Κατα τ’ αλλα, εννοείται αυτό, μια χαρά τα λέει ο κ. Οικονομίδης, του οποίου το Σπιρτόκουτο, ειρήσθω-πώς-το-λένε, με άρεσε πολύ.
Αλέξανδρε, μου φαίνεται η απάντηση ενυπάρχει στο σχόλιο του ΠάνωΚ. Όλοι δημιουργούμε -ή προσπαθούμε- με την οποιαδήποτε δουλειά μας, τα μπλογκ μας, τα σέα και τα μέα μας, αλλά ένα είδος δημιουργίας είναι και η παρέμβαση στα δημόσια. Αν οι ελάχιστες εκείνες ηρωικές φωνές είχαν ακουστεί τότε -που δεν υπήρχε περίπτωση- θα είχαμε γλυτώσει πολλή κιτσαρία και -το σημαντικότερο εν προκειμένω- πολύ σάλιο. Σάλιο το οποίο έφυγε αφενός σε πράγματα χωρίς κανένα νόημα, αφετέρου σε τσέπες γκόλντεν μπόις και εργολάβων. Παρεμπιπτόντως, κανείς (διορθώνω πάλι: σχεδόν κανείς) δεν μιλούσε για τα ολυμπιακά εργατικά ατυχήματα -όλα χάριν του εθνικού σκοπού.
Δεν υπήρχε σάλιο, Δύτη. Και τότε δανειστήκανε τα κέρατά μας. Παράδειγμα σπατάλης, το διαβόητο σύστημα ασφαλεία C4I από τη Siemens, που και μοσχοπληρώθηκε και ποτέ δεν δούλεψε! Ή οι διάφορες εγκαταστάσεις στο Ελληνικό και την Καλογρέζα, που τις τρώει ο σκόρος. Ή το Ολυμπιακό χωριό, που ακόμα δεν μπορεί να κατοικηθεί ανθρωπινά. Ή… ή. … ή…
Προσυπογράφω με χέρια, πόδια και ουρά!
Να διασαφηνίσω ότι γράφοντας για το πολύ σάλιο παραπάνω δεν το εννοούσα με τη Λοβερδική έννοια, αλλά με την πατροπαράδοτη: του άπειρου γλειψίματος που έπεφτε (η «Ισχυρή Ελλάδα», ο «Νέος Εθνικός Στόχος», «Όλοι Μαζί Μπορούμε» κτλ).
Α, παρντόν, εγώ το κατανόησα λοβερδιστί. 🙂
Ας μου επιτραπεί να παραθέσω τον εαυτό μου σχετικά: «…μια εύρωστη τότε μεσαία τάξη, που ένιωσε δυνατή στην περιφέρειά της θερίζοντας οικονομικά τα Βαλκάνια, και έβγαλε αυτή την νεοαστική της αυτοσυνείδηση με έργα όπως το μετρό, το Μουσείο Ακρόπολης, τα ολυμπιακά έργα κλπ. Τώρα τα παιδιά αυτής της τάξης κληρονόμησαν την έπαρση του ευρωπαϊκού urban attitude, τα γούστα του νεόπλουτου (βλ. Βωβός, Λάλας, ΔΟΛ…) και γύρισαν την πλάτη στην επαρχία, που βίωσε το ίδιο σύντομο οικονομικό θαύμα καταστρέφοντας τη δική της ύπαιθρο, τις πλατείες της κλπ. Μια σειρά πολιτισμικά φαινόμενα νομίζω ότι συνδέονται με αυτή την ιστορία, όπως η φαινομενική επιστροφή στις ρίζες (με πανάκριβα deli που πουλάνε λαδοτύρι Μυτιλήνης).» Ευχαριστώ.
Είχα βάλει και τη tongue-in-cheek μπουγελόφατσα γι’αυτό – υπάρχει και μια άλλη πιο κατάλληλη με γλώσσα που κουνιέται, αλλά δεν ξέρω αν είναι ενεργοποιημένη στη wordpress…
Α, και ένα σχετικό τραγούδι από την εποχή των Ολυμπιακών (παρόλο που με το ελληνικό χιπ-χοπ δεν τα πολυπάω καλά, αυτό μου είχε αρέσει):
ΥΓ. Πολύ ωραίο το αυτοαναφορικό απόσπασμα!
Για να σε προβοκάρω, στα κλπ περιλαμβάνεται ο Σαββόπουλος στο Παλλάς;
Χαρά τα κοριτσάκια εκείνη τη χρονιά: «με πήραν εθελόντρια» λες κι είχαν πιάσει τον Νταλάρα απ΄ τα φρύδια.

Και το χειρότερο απ΄ όλα, όταν έδωσαν τη φλόγα στους επόμενους:
Το λίκνο της Δημοκρατίας έδινε τη φλόγα στην χειρότερη δικτατορία του πλανήτη!
Ασυγχώρητο!
Μαρία, ο Δύτης δεν τσιμπάει στις προβοκάτσιες. Αγαπάει Σαββόπουλο, τέλος. 🙂 (κατά διαβολική σύμπτωση, άκουγα μόλις τη «Ρεζέρβα» μετά από καιρό. Ξέρω, πρέπει να το γράψω επιτέλους αυτό το ποστ για να ανάψουν τα αίματα…)
Νικολά, «τον Νταλάρα απ’ τα φρύδια»…!!! Καλό!
Οι ολυμπιακοί αγώνες ήτανε παραμύθι για τα κορόιδα
Για κάποια πράγματα δεν μιλά κανείς, αλλά υπάρχει και συνέχεια με τους Μεσογειακούς το 2013.
Ε, και τότε θα ξανασυνυπογράφουμε, αλλά θα είναι και πάλι αργά.
Greek Rider (καλωσήρθες!), και πολλά άλλα δυστυχώς.
Γρηγόρη, δεν έχει τέλος αυτό το πανηγύρι (έμμονες ιδέες…)
Δεν το είχα προσέξει το κειμενάκι σου, ω Δύτα, για τους νεοαστούς που μόνο καταστρέφουν χωρίς να χτίζουν και κανένα Συγγρού, όθεν αισθάνομαι περισσότερο την ανάγκη να συνυπογράψω εκείνο σου το κειμενάκι, ένεκα που το κυρίως κείμενο… εεε, το οποίον … τι λέγαμε;
Α, ναι, ενώ λοιπόν ήμουν λυσσαλέος κατά της ανάληψης των Ολυμπιακών, είχα χαρεί με την έναρξη, και επειδή απείχε πολύ από αυτό που φοβόμουν ότι θα ήταν και διότι στο μεταξύ τα έπαιρνα με τα εξυπνακίστικα σχόλια των αγγλικών φυλλάδων και των αλλοδαπών συναδέλφων που με ρωτούαν αν ήταν αλήθεια ότι θα διατηρούσαν τη θερμοκρασία των κολυμβητηρίων (των πισινών ντε) με παγάκια και άλλα τέτοια χαριτωμένα.
Όχι πως δεν έχω απωθημένα και με τις στρατιές των ενορχηστρωμένων γλύφτηδων που φρόντιζαν να στιγματίζεται όποιος αντιδρούσε, όχι τίποτ άλλο αλλά γιατί πολλές φορές εκείνο το καλοκαίρι αναγκάστηκα να καταπιώ τη γλώσσα μου και να το παίξω ξανθιά, για να μην καταλήξω να τον παίζω γενικότερα… αλλά ας μην το κάνουμε ακατάλληλο.
Εν ολίγοις
Σ’ ευχαριστώ, Νιπτηροδύτα,
Εν αφθονία μου παρέχεις
Του νου τροφή με τη μαρμίτα,
Σ’ ευχαριστώ, Νιπτηροδύτα!
Βλέπεις γιατί πρέπει να παρακολουθούμε προσεκτικά το Δύτη, λοιπόν; Άντε μη σας βάλω κάνα τεστ! 🙂
Ούνα φάτσα ούνα ράτσα. Οι γείτονες έτοιμοι να επιδοθούν στην ίδια αυτοκαταστροφική κοροϊδία: http://www.enet.gr/?i=news.el.a8lhtismos&id=126313
Δια τούτο και οι μοναδικοί Ολυμπιακοί με τους οποίους συντάσσομαι είναι οι γαύροι;-)
Ο Χέγκελ έγραφε ότι η κουκουβάγια της Αθηνάς πετάει νύχτα, το γνωρίζεις, δύτη μου. Πάντα αργά, πολύ αργά, κάνει την εμφάνισή της η επίγνωση. Εκτός από λίγες, εξαιρετικές συνθήκες όπου «η συγκέντρωση ανάβει, και όλα είναι συνειδητά.»
Σε ασπάζομαι,
Α.
Καλέ μου Radical Αντώνη, εδώ, όπως ξέρεις, δεν είναι όλα συνειδητά -αυτή τη στιγμή. Και η επίγνωση ακόμα κρύβεται, τείνουμε να μην τη σκεφτόμαστε καν. Ο τυφλοπόντικας της ιστορίας, ως φαίνεται, σκάβει ακόμα βαθιά…
Όμως, άλλο είναι να έρχεται αργά η επίγνωση κι άλλο είναι να μην βγαίνουν, να μην αφήνονται να βγουν, τα επιβεβλημένα συμπεράσματα από ένα γεγονός. Το ότι αυτή τη στιγμή πληρώνουμε σε μεγάλο βαθμό τη λυπητερή του 2004 δεν έχει ειπωθεί και δεν έχει ακουστεί.
Δεν είναι μόνο οι αγώνες καθεαυτοί που συνέβαλαν στην κατάντια της χώρας, αλλά και το πώς τους διαχειριστήκαμε. Θυμίζω ότι αφήσαμε χρόνια να περάσουν χωρίς να γίνει τίποτα από πλευράς υποδομών ή άλλης προετοιμασίας και τρέχαμε την τελευταία στιγμή να τα προλάβουμε όλα τσάτρα-πάτρα πληρώνοντας όσο-όσο.
Κι έχει δίκιο ο ΠάνωςΚ: Κάποιοι εγκαίρως τα λέγαμε, από την εποχή της υποβολής της υποψηφιότητας ακόμα. Αλλά, ως είθισται, η αντίθετη άποψη δαιμονοποιήθηκε και εξωπετάχτηκε στο περιθώριο. Αν θυμάμαι καλά βασική αιτία της εκπαραθύρωσης του Γ. Μαρίνου από την διεύθυνση του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» ήταν η σφοδρή αντίθεσή του στην συγκεκριμένη διοργάνωση.
Η χαλάρωση και η παχυλότητα που επέφεραν οι αγώνες στην ήδη χαλαρή και παχυλή κοινωνία, είναι άλλο μεγάλο θέμα κι ακόμα πιο δύσκολο να μετρηθεί από την οικονομική διάσταση: Εθιστήκαμε στο παραμύθι ότι «Εμείς οι Έλληνες τα καταφέρνουμε καλλίτερα υπό πίεση». Μάθαμε να είμαστε ικανοποιημένοι με την την βιτρίνα της «Ισχυρής Ελλάδας», που κρύβει τα σκουπίσια και την καχεξία της κάτω από το χαλί. Το αίσχος της «πολιτιστικής» Ολυμπιάδας -για την αισθητική της, την «επιτυχία» της, το κόστος της, ποιοι επωφελήθηκαν κι από ποιους δεν έχει ειπωθεί τίποτα. Κι άλλα, κι άλλα…
(Ζητώ συγγνώμη για το παραληρηματικό τόνο του σχολίου-σεντονιού, αλλά: 1. χτύπησες μια ευαίσθητη χορδή 2. είμαι σε ένα περίεργο περιβάλλον αυτή τη στιγμή)
Νίκο και Φώτη, συμφωνούμε. Δεν έχει ειπωθεί ούτε ακουστεί -αυτό ακριβώς είπα κι εγώ (ή, για να είμαι δίκαιος, ο Οικονομίδης και ο Σαρηγιάννης· σκέφτομαι ότι κι εγώ είχα ξεχάσει εντελώς την Ολυμπιάδα, λες και δεν έγινε, παρόλο που ήμουν κι εγώ πολύ αντίθετος κτλ. κτλ.). Α, Φώτη, τόχω ξαναπεί, μ’ αρέσουν τα σεντόνια!
Ο γρηγόρης στ. το είπε πιο πάνω, αλλά εξακολουθεί να περνά απαρατήρητο.
Βέβαια, εκεί που διαφωνώ μαζί του, είναι στο τι μπορούμε να κάνουμε από δω και πέρα. Νομίζω τίποτε ή πολύ λίγα. Φάγαμε κι αυτό το αγγούρι, τι αγγούρι, γαϊδουρόπ..τσα είναι, οπότε μόνο για βαζελίνη έχει μείνει χρόνος.
Ας θυμηθούμε:
Φ. Συρίγος: Οι Μεσογειακοί του 2013, το νέο τάμα του έθνους!
Ιδού πεδίον δόξης λαμπρό: Έχουμε τη μαγκιά να τους επιστρέψουμε;
Για να δούμε τι σάλιο θα βρεθεί τώρα… Είμαι πολύ περίεργος.
Πάντως επειδή το 1995-96 ήμουν «στο πόδι» στην Αθήνα είχα ζήσει τότε όλους εκείνους τους «πανηγυρισμούς». Ήταν αθλίως μαραμμένοι, χωρίς συμμετοχή του κόσμου, πέρα από καμιά 200 χούλιγκαν ανήλικους που στο Καλλιμάρμαρο έκαναν ρίμα με το επώνυμο του πανούργου Ιταλιάνου «Νεμπιόλο» (για όσους τον θυμούνται).
Ο περισσότερος κόσμος αδιάφορα το είχε πάρει… τόσο, που αναγκάστηκε το επίσημο κράτος να ξοδέψει ένα τεράστιο ποσό σκηνοθετημένων δήθεν πανηγυρισμών με ανύπαρκτους στην πραγματικότητα πολίτες που περίμεναν στο ράδιο και στο άκουσμα της λέξης Greece πετάγονταν όρθιοι…
Στην πραγματικότητα ουδείς πανηγύρισε και βεβαίως κανένας με τον διορισμό της κας Γιάννας Δασκαλάκη Αγγελοπούλου ως προέδρου του Αθήνα-2004.
Ίσως από άγνοια, οι περισσότεροι ανησυχούσαν, ότι είναι οικοδεσπότες σε ένα πανάκριβο εστιατόριο σε ένα τραπέζι που άλλοι θα φάνε και οι ίδιοι απλά θα πληρώσουν το λογαριασμό…
Nikiplos, καλωσήρθες καταρχάς! Μπορεί να ήταν κι έτσι, εγώ δεν ήμουν στην Αθήνα τότε -στη συνέχεια πάντως δούλεψε καλά το σύστημα ούτως ώστε το 2004 πια όλοι πλην ελαχίστων εξαιρέσεων να είναι έμπλεοι εθνικής υπερηφάνειας και όντως να πανηγυρίζουν, νομίζω. Τώρα όλοι ξεχνούν, ειδάλλως «στερνή μου γνώση». Αλλά ποιος φταίει; Μήπως δεν ζούμε στην Ελλάδα γι αυτή την ψευδαίσθηση μεγαλείου; Μήπως δεν θαυμάζουν όλοι αυτή την κιτσαρία, το μουσείο της Ακρόπολης, και δεν θα ήθελαν να έχτιζαν ένα τέτοιο σπίτι; Ε, καλά να πάθουμε, λοιπόν, λέω· αλλά να το ξέρουμε, τουλάχιστον.
τι νόημα έχει να κλαίμε πάνω από το χυμένο γάλα;
κ που είσασταν όλοι εσείς/εμείς τότε που το να μιλήσετε/ουμε θα είχε κάποια ελπίδα; θα μπορούσε δηλαδή το πράγμα να είχε γίνει αλλιώς ή κ καθόλου;
Κ τέλος, μου φαίνεται απίστευτα υποκριτικό το να κάνω τον γκρινιάρη μόνο τώρα που τελείωσαν τα λεφτά που χαιρόμουν από αυτό κατά του οποίου γκρινιάζω… χμφ χμφ χμφ
(συμφωνώ επί της ουσίας, αλλά κάνω κ τον αντβοκάτους ντιάβολη λίγο)
Πρόβατέ μου, καλά κάνεις και κάνεις τον αντβοκάτους ντιάβολη -χρειάζεται! Όπως λέει και παραπάνω ο Στάζυ, «Το να πει κανείς «κι εγώ που ήμουν απ’ αυτούς που τάλεγαν από πριν» τι νόημα έχει; Απλώς χάνουμε μια ζωή. Προφανώς εμείς φταίμε, κι όχι οι νικητές.» Προσωπικά (που λένε), κι εγώ τάλεγα, στους φίλους και γνωστούς μου· και τι έγινε; Και να πεις ότι δεν είχα τρόπο; Ήξερα από αρκετά κοντά τις ισχνές κινήσεις ενάντια στην Ολυμπιάδα, αλλά πρακτικά δεν έκανα τίποτα. Οπότε…
Για το δεύτερο, εγώ που η πιο κοντινή μου σχέση με τον αθλητισμό είναι σκάκι-τάβλι, άντε και κάνα μουντιάλ, δεν μπορώ να πω ότι χάρηκα τίποτα (α, μ’άρεσε να χαζεύω το ζέπελιν· χωρίς πλάκα, μου θύμιζε το διαφημιστικό ζέπελιν της GoodYear όταν ήμουν παιδάκι…). Επειδή όμως ξέρω ότι είσαι τρανός κολυμβητής, πάω πάσο. 🙂
«Τι να σου πω, εμείς Απόλλων Καλαμαριάς είμαστε…» :))
Άστα, Δύτη, είπα να το γυρίσω στην πλάκα μια που έθιξες και την άλλη μεγάλη φούσκα, το νέο μουσείο της Ακρόπολης. Το επισκέφτηκα πρόσφατα και ενώ ήμουν προϊδεασμένη και απο δω:
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=256368&ct=34&dt=22/02/2009, βρήκα τα πράγματα πολύ χειρότερα. (Λες να το κάνουν επίτηδες, για να υποχρεώνουν τον κόσμο να πληρώνει ξεναγό; είπε αφελώς μια γνωστή μου.)
Είμαι θυμωμένη και στενοχωρημένη μαζί.
Το καφενείο πάντως θα δουλέψει καλά.
Και πού να σκεφτείς ότι είχε υποβάλει πρόταση και ο μακαρίτης ο Κρόκος… Αλλά θέλαμε ξένο, γνωστό και μνημειώδη, για να συνδιαλέγεται επαξίως με τον Παρθενώνα, ένα μουσείο ωραίο και επιβλητικό ως Έλλην.
Ίσως θυμάσαι καλύτερα (εγώ δεν είμαι σίγουρος) τι είχε ακουστεί για το Βυζαντινό Μουσείο της Θεσσαλονίκης, του Κρόκου, όταν είχε χτιστεί. Τι παράγκα, τι ξέρω γω.
Τα λέγαμε και στα καστρόπληκτα.
Δύτη, αναφέρομαι κυρίως στη μουσειολογική μελέτη που έγινε εκ των υστέρων, την τελευταία στιγμή και δευτερευόντως στο κτίριο.
Για το βυζαντινό δε θυμάμαι τίποτα.
Χμμμ… έψαξα λίγο και δεν βρήκα τίποτε στο ίντερνετ σχετικά. Μπορεί και να θυμάμαι λάθος. Είχα την εντύπωση ότι κάποιοι (στο δημοτικό συμβούλιο, μάλλον) είχαν θεωρήσει τα σχέδια του Κρόκου πολύ «φτωχικά» για την μεγάλη βυζαντινή ελληνοχριστιανική παράδοση της πόλης κλπ. κλπ.
Και πάλι ο Συρίγος, από τους λίγους τότε με δημόσιο λόγο που αντιτάχθηκε στη μανία: http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=130276
Φρέσκος «Ιός του Σαββάτου» σχετικά:
Το μόνο που δεν τολμά να θίξει κανείς σ’ αυτή την ατέρμονη ανταλλαγή αλληλοκατηγοριών για τον τρόπο που διογκώθηκε το δημόσιο χρέος είναι το μεγάλο ταμπού της περασμένης δεκαετίας, η υλοποίηση του «εθνικού οράματος», δηλαδή η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του ’04.
Και ξανά-μανά ο Συρίγος: http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=158530
Αν και δεν έχω ούτε λόγο ούτε πρεμούρα να υπερασπιστώ τον Παυλόπουλο, τον άκουσα χτες να λέει (και να το προσπερνάνε ΟΛΟΙ οι υπόλοιποι) ότι η εκτίναξη των δημοσίων εξόδων μετά το 2005 συμπεριλαμβάνει και τοκοχρεωλύσια και μπορεί (έστω εν μέρει) να αποδοθεί στα τεράστια δάνεια που πήραμε εξτρά για να γίνουν οι Ολυμπιακοί. Βρε λες;
Έτυχε να το ακούσω κι εγώ, και μου φάνηκε πολύ φτηνό ως δικαιολογία. Τι «ομερτά» είναι αυτή, να μην μπορεί να δώσει συγκεκριμένο νούμερο; «Δανειστήκαμε τόσα από το 90τόσο μέχρι το 2004, αποπληρώνουμε ως τότε με αυτούς κι αυτούς τους τόκους». Νομίζω πυροτεχνήματα και μπούρδες πετάνε όλοι, έχουν βρει και τους ΔΥ βολικούς για κατηγόρια και μάδημα*, όλα καλά…
*π.χ., δες Μισθοί Δημοσίων Υπαλλήλων: Review