Καιρό έχει ο Δύτης να πιάσει κάποιο οθωμανικό θέμα και δεν κάνει. Αμαρτία, και θα χάσουμε και τη φήμη μας. Από τα τεφτέρια μου λοιπόν ψάρεψα μια ιστοριούλα, που έχει να κάνει με καταραμένα αντικείμενα, σαν παραμύθι (ή σαν ιστορία του Σκρουτζ Μακ Ντακ).
Για τον οθωμανό ιστορικό Πετσεβή, που έζησε στα τέλη του 16ου και στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα, είχα μιλήσει και αρκετά παλιότερα, για την ακρίβεια τον περασμένο Απρίλιο. Ο Πετσεβή λοιπόν, ένας από τους πιο γλαφυρούς Οθωμανούς αφηγητές που ξέρω, ταξίδευε το 1606 μαζί με τον αδελφό του Μεγάλου Βεζίρη για τα σαντζάκια της Ναυπάκτου, του Ευρίπου και του Καρλί-ιλί (Αιτωλοακαρνανία), όπου ο ίδιος είχε διοριστεί ως απογραφέας. Και διηγείται:
«… φτάσαμε στον Εύριπο (Χαλκίδα). Μια μέρα, ενώ καθόμασταν στο κάστρο πλάι στη θάλασσα, [ο αδελφός του Βεζίρη] έβγαλε από τον κόρφο του ένα πολύτιμο ρολόι, στολισμένο με πετράδια. Κοιτάξτε αυτό το ρολόι, να το δείτε, μου είπε. Πράγματι δεν είχα ξαναδεί ρολόι σαν κι αυτό, και το εκτίμησα δεόντως. Έχει όμως την ιστορία του, συνέχισε, να σας την πω; Απάντησα ορίστε. Και άρχισε να διηγείται: Την εποχή του σουλτάνου Μουράτ [του Γ΄, 1574-95] ζούσε ένας μάστορας ρολογάς, ονόματι Ρουστέμ Αγάς· τον ήξερα. Ήταν πολύ διάσημος τότε. Έφτιαξε τούτο το ρολόι για τον καπού αγασί Γαζανφέρ Αγά, μάλιστα ο τελευταίος του έδωσε ο ίδιος τα πετράδια για τη διακόσμηση. Όταν ο Γαζανφέρ Αγάς εκτελέστηκε, ο δήμιος πήρε το ρολόι από τον κόρφο του και το πούλησε στον Τιρνακτσή Χασάν Πασά. Όταν κι εκείνος εκτελέστηκε, πάλι το πήρε ο δήμιος και το πούλησε, αυτή τη φορά στον Κασίμ Πασά. Κι εκείνος εκτελέστηκε· ο αδελφός μου το αγόρασε πάλι από τους δήμιους. Τώρα που έπρεπε να ταξιδέψω για δω πέρα, μου έδωσε δυο-τρία ρολόγια για το καράβι, μαζί τους κι αυτό. Αμέσως άφησα το ρολόι, που το κρατούσα μέχρι εκείνη τη στιγμή στο χέρι μου! Τέτοιο κακότυχο, γρουσούζικο πράγμα δεν το χαρίζεις ούτε στον εχθρό σου, όχι να το πάρεις στο χέρι σου, είπα. Πράγματι, έφερε κι εκείνος μια τανάλια και ξεχώρισε τα πετράδια· έκανε το ρολόι κομμάτια και πέταξε τα γρανάζια του στη θάλασσα. Τέτοια κακορίζικη δύναμη έχουν κάποια αντικείμενα.»
Σκέφτομαι, βέβαια, ότι ο αγαπημένος μου Κορτάσαρ θα το έλεγε αλλιώς. Ως εξής (Ιστορίες των Κρονόπιο και των Φάμα, μετάφραση Ελένη Χαρατσή, Αθήνα: Ύψιλον 1983):
Όταν σου κάνουν δώρο ένα ρολόι, σου κάνουν δώρο μια ανθισμένη κόλαση… Δεν σου κάνουν δώρο ένα ρολόι, εσύ είσαι το δώρο, εσένα κάνουν δώρο στα γενέθλια του ρολογιού… Εκεί στο βάθος είναι ο θάνατος, αλλά μη φοβάστε. Κρατήστε το ρολόι με το ένα χέρι, πιάστε με τα δυο δάχτυλα την άκρη του ελατήριου, θέστε το ελαφρά σε παλινδρομική κίνηση.
και
Είναι γνωστή η ιστορία του περιοδεύοντος εμπόρου που άρχισε να του πονάει ο αριστερός καρπός, ακριβώς κάτω από το λουράκι του ρολογιού. Βγάζοντας το ρολόι, ξεπήδησε το αίμα: η πληγή είχε τα ίχνη πολύ λεπτών δοντιών.
Είδα κι εγώ «το παλιό ρολόι» στον τίτλο και περίμενα… «το παλιό ρολόι του μικρού σταθμού» 🙂
Ωραία ιστορία!
(Παρεμπιπτόντως, μια κι ο λόγος για ρολόγια, έχεις διαβάσει το «Ινστιτούτο Ρύθμισης των Ρολογιών» του Αχμέτ Χαμντί; Αριστούργημα!)
Α, για τους τίτλους μου καμαρώνω πιο πολύ απ’ ό,τι για τα ποστ μου! 🙂
Του Αχμέτ Χαμντί (Τανπινάρ) έχω διαβάσει μόνο το Mahur Beste. Δεν μπορώ να πω ότι το θυμάμαι, μου έχει μείνει μόνο η αίσθηση ενός ωραία δουλεμένου εσωτερικού μονόλογου.
Νά φταιγε το καημένο το ρολογάκι για τις απανωτές εκτελέσεις; Μάλλον εκείνο θα πρεπε να διαμαρτύρεται για την άσχημη μοίρα του. Το περίεργο θα ήταν αν κατάφερνε να σώσει τη ζωή αυτών που το κατείχαν (θυμάσαι πια ήταν η μεγαλύτερη κατάρα που μπορούσες να πεις την εποχή του Σελίμ του Α’, δε νομίζω να άλλαξε τόσο ριζικά η κατασταση). Και στην τελική δεν φταίνε τα ρολόγια που περνά ο χρόνος, πληρώνουν όμως το τίμημα της αλήθειας.
ΥΓ. Πριν δύο μήνες αγόρασα τον Πετσεβί από ένα παλαιοβιβλιοπωλείο αλλά δε βρήκα ακόμη το χρόνο να τον διαβάσω.
Η κατάρα επί Σελήμ Α΄, του επονομαζόμενου και τρομερού (ο Χάμμερ τον χαρακτηρίζει ως εξής: «Σελίμ ο Α΄, ο ωμός, ο ποιητής, ο δορικτήτωρ, ο οπιοφάγος, ο μυστικός φιλόσοφος, ο τύραννος, ο ανεψιοκτόνος, ο αδελφοκτόνος και ο πατροκτόνος»): «α που να γίνεις βεζίρης του Σελίμ!» (και να χάσεις το κεφάλι σου οσονούπω, δηλαδή)
ΦΙΛΕ ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ.ΤΟΛΜΩ ΝΑ ΠΩ ΠΩΣ ΕΧΕΙΣ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΙΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΑ, ΜΕ ΠΛΟΥΣΙΟ ΚΑΙ ΠΟΙΚΙΛΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ. ΜΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΔΙΑΒΑΖΩ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΣΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΗΛΗ: ΟΘΩΜΑΝΙΚΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ.
Αγαπητέ dimis82, ευχαριστώ πολύ για τα καλά λόγια. Τα «Οθωμανικά και άλλα» είναι και μένα από τις αγαπημένες μου ασχολίες, μόνο που όσο περνά ο καιρός τελειώνουν τα έτοιμα και πρέπει να ψαχουλεύω όλο και περισσότερα δυσκολομετάφραστα κιτάπια…
γιατί δε γράφεις κάτι για τον Ηλία Καψάλη;…
Δύτη καλημέρα! Καθώς είναι το πρώτο σχόλιό μου για το 2010 να ευχηθώ ό,τι καλύτερο για τη νέα χρονιά σε σένα, στους σχολιαστές και στους αναγνώστες του ιστολογίου σου.
Νομίζω ότι η τάση να προσδίδεται σε ορισμένα αντικείμενα (συχνά, αλλά όχι πάντα, μεγάλης αξίας και υψηλής αισθητικής) η ιδιότητα του να φέρνουν κακοτυχία και συμφορές στον κάτοχό τους είναι οικουμενική και διαχρονική. Θα είχε ενδιαφέρον να καταγράψουμε πρόχειρα κι άλλες τέτοιες περιπτώσεις (το αγουροξυπνημένο μυαλό μου θυμάται άμεσα μόνο το «μαχαίρι» του Καββαδία).
Από την άλλη, ο Κορτάσαρ εκφράζει κάτι διαφορετικό: την απέχθεια προς (ή τον φόβο για) το όργανο μέτρησης του χρόνου και σύμβολό του, άρα και σύμβολο της ίδιας της αναπότρεπτης πορείας προς τη φυσική παρακμή και τον θάνατο.
Στη μια περίπτωση το ρολόι απλώς εντάσσεται σε μια ανομοιογενή κατηγορία αντικειμένων, με μόνο κοινό στοιχείο το ότι είναι γρουσούζικα. Οι Οθωμανοί σου θα μπορούσαν να είχαν εκτελεσθεί επειδή κατείχαν ένα δαχτυλίδι ή οτιδήποτε άλλο. Στη δεύτερη περίπτωση ο φόβος και η απέχθεια αφορούν τα ίδια τα ρολόγια ως γένος.
…. και μετά την παραπάνω ανάλυση της πλάκας, επιστρέφω στο καβούκι μου
Ε, ναι -συνειρμικά κόλλησα το ένα με το άλλο, συν τοις άλλοις γιατί μου έβγαινε πολύ μικρό το ποστ…
Αντεύχομαι! (νόμιζα ότι τάχαμε πει..)
Η ωραία ιστορία του παλιού ρολογιού από τον Πετσεβή (πολύ μελαγχολική για πρώτες μέρες νέου έτους -αλλά τι να γίνει;) μου θύμισε το παραμύθι του μαχαιριού του Νίκου Καββαδία («απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο/ ένα μικρό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι…»). Δυστυχώς, το συμπέρασμα, και στις δύο περιπτώσεις, είναι το ίδιο: ό,τι αποτελεί το πιο προσωπικό, το πιο «καρδιακό» για τον έναν, μπορεί να σημάνει (και πολύ συχνά σημαίνει) το τέλος και την καταστροφή για τον άλλον…
Ενίοτε, χαλάλι τους!
(Καθυστερημένες) ευχές, Δύτη !
«Μελαγχολική για πρώτες μέρες νέου έτους» -αχ, εμένα μου είχε φανεί σχεδόν χαρούμενη. Ίσως επειδή θυμίζει παραμύθι (ή, είπαμε, ιστορία του Ντόναλντ Ντακ). Πάντως, γι αυτό ξεκίνησα το νέον έτος με καλικάντζαρους, σκαντζόχοιρους και σκίουρους (θα μου πεις, πάλι με κάτω κόσμο είχε να κάνει· ήταν όμως ευχάριστη ιστορία).
Καλή χρονιά λοιπόν, χωρίς καταραμένα αντικείμενα ει δυνατόν!
Ψάχνοντας να διαβάσω κάτι περισσότερο για τον Πετσεβή (όχι για να διορθώσω αλλά για να… εμπεδώσω/-πού να μπορούσα και να εμπαιδώσω!) βρίσκω μια ωραία φράση και μπαίνω στον πειρασμό να στην αντιγράψω εδώ:
Μιλώντας για τα καφενεία της (εμπορικής) περιοχής του Ταχτακαλέ στην Πόλη -του Ξυλοκάστρου, δηλαδή, καλέ-, γράφει ότι εκεί άρχισαν να μαζεύονται κάποιοι «ναρκομανείς φίλοι της χαράς και ιδίως πολλοί ευγενείς από την τάξη των εγγραμμάτων»…
Δεν είναι ωραία;
(Αυτά μήπως και διαλύσω την -όποια- υποψία μελαγχολίας των προηγουμένων μας σχολίων…)
Δες το πιο αναλυτικά και στο λινκ που έδινα στην αρχή:
https://dytistonniptiron.wordpress.com/2009/04/24/pecevitutun/
(και τώρα, ίσως κατάφερες να εντοπίσεις ποιος είμαι, αφού φαγώθηκες… 🙂 )
-Πόσο έχει;
-Μόνο φράγκα 7. Αφού το θέλεις πάρτο!
Αλέξανδρε, το μαχαίρι θυμήθηκε και ο Ρογήρος παραπάνω. Εμένα μου έρχεται στο μυαλό και μια ιστορία με καταραμένο διαμάντι, νομίζω από τις «Χίλιες και μια νύχτες».
Καλού κακού, ας πετάξουμε τα ρολόγια μας: μυστηριώδες αντικείμενο περνά ξυστά από τη γη ΤΩΡΑ!
http://www.in.gr/news/article.asp?lngEntityID=1094225&lngDtrID=252
Ε, όχι Σκρουτζ και Ντόναλντ, βρε Δύτα μου, με τόσους αποκεφαλισμούς και άγρια φονικά. Μικρός που τρεφόμουν με μικυμάους έψαχνα, θυμάμαι, με μεγεθυντικό φακό να βρω αχνούς υπαινιγμούς θανάτου και είχα προσέξει ότι όχι μόνο δεν πέθαινε ποτέ κανένας αλλά ακόμα και ως υπαινιγμός ήταν πολύ σπάνιος, ότι κάποιος είχε πεθάνει δηλαδή ή σκοτωθεί, ακόμα χειρότερα. «Έλλειψη ρεαλισμού» το είχα ονομάσει, όταν έμαθα τη λέξη ρεαλισμός, μετά βέβαια έμαθα ότι υπήρχε σκεπτικό πίσω από αυτό, όπως και το ότι όλοι ήσαν ανίψια και θείοι, δηλαδή και η γέννα απουσίαζε ως έννοια.
Ηλεφού δίκιο έχεις, φυσικά -εννοούσα την ιστορία με καταραμένα αντικείμενα, ή το ανάποδο, την τυχερή δεκάρα.
ΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑΦΙΚΑ
…ονειρεύτηκα πως διασχίζω με τον Ρέτε- που μόλις έγινε υφηγητής-, κουβεντιάζοντας συναδελφικά, τις μεγάλες αίθουσες ενός μουσείου, του οποίου είναι προϊστάμενος. Ενώ συνομιλεί με έναν υπάλληλο σε διπλανή αίθουσα, πλησιάζω μια προθήκη. Δίπλα σε άλλα, σκόρπια, μάλλον μικρότερα, αντικείμενα, στέκει εκεί μέσα στο μεταλλικό ή σμαλτωμένο, σχεδόν φυσικού μεγέθους μπούστο μιας γυναίκας που αντανακλά θαμπά το φως, παρόμοιο με τη λεγόμενη Φλόρα του Λεονάρντο στο μουσείο του Βερολίνου.
Το στόμα της χρυσής αυτής προτομής είναι ανοιχτό, και στα δόντια της κάτω σιαγόνας είναι απλωμένα, σε τακτές αποστάσεις, κοσμήματα που κρέμονται λίγο έξω απ’ το στόμα. Δεν αμφέβαλλα ότι επρόκειτο για ρολόι.-(Θέματα του ονείρου: το κοκκίνισμα της ντροπής- χρυσάφι έχει η αυγή στο στόμα- » La tete, avec l’ amas de sa criniere sombre/ Et des ses bijoux presieux/ Sur la table de nuit, comme un renoncule, /Repose «. Baudelaire.)
Αυτή η εικόνα είναι από τον «Μονόδρομο» του Μπένγιαμιν. Καληνύχτα.
Συνειρμικά, μου ήρθε αυτή η σκηνή στο μυαλό:
Πολύ μου άρεσε πάλι ο Πετσεβή, αλλά τα αποσπάσματα του Κορτάσαρ στο τέλος ήταν όλα τα γρόσια. 🙂