Το ποίημα είναι του φίλου μου του Σταμάτη Πολενάκη, από εδώ. Άλλα ποιήματα του Σταμάτη, εδώ.
Δεκαπέντε ετών, νεκρός
Ξέρω ότι έφθασα αργά όπως αργά φθάνουμε πάντα στον τόπο του δράματος αν και
ταξιδεύουμε γεμάτοι αγωνία μέρες και νύχτες αδιάκοπα διασχίζοντας χιονισμένες εκτάσεις
ξέροντας ότι η έγκαιρη άφιξή μας θα μπορούσε ίσως να αποτρέψει μια καταστροφή και όμως
χιλιάδες εμπόδια μεσολαβούν και σκοτεινά βουνά υψώνονται απροσπέλαστα έτσι ώστε όταν
κάποτε φθάνουμε κατάκοποι ελπίζοντας ακόμα σ’ ένα θαύμα το φοβερό γεγονός έχει ήδη συμβεί
και στεκόμαστε μπροστά του βουβοί και ανήμποροι
Ξέρω επίσης ότι δε μπορούμε πια πουθενά να καταφύγουμε, οι Θεοί είναι τυφλοί και μας ποδοπατούν
στο άτσαλο πέρασμά τους και αυτό που προσπαθώ εδώ να πω δεν είναι ποίημα, το ξέρω, αλλά μόνο
μια επιστολή που κάποιος έγραψε βιαστικά σε γλώσσα άγνωστη και σου την απευθύνω επειδή σου ανήκει
μεσολαβώ απλώς ταχυδρομώντας την ή μάλλον την αφήνω αιωρούμενη ελπίζοντας να βρει κάποτε
το δρόμο της και να πέσει στο σκουριασμένο γραμματοκιβώτιο της ποίησης το οποίο ίσως ανοίξουμε
εσύ και εγώ τη μέρα που θα συναντηθούμε έξω από το χρόνο
Κανένα ποίημα δεν ξέγέλασε ποτέ το θάνατο και ίσως όλα αυτά να μην είναι παρά ανόητες προφάσεις
τίποτε άλλο από μια μάταιη προσευχή για της δικής μου μαύρης ψυχής τη σωτηρία, για τη δική σου και για
την ψυχή όλων για να βρει η δική σου ψυχή τουλάχιστον ένα είδος γαλήνης.
Πω πω αμηχανία! Έπεσε κι η σωτηρία τόσων ψυχών…
Μαρία, ξέχασα να σημειώσω ότι το ποίημα είναι γραμμένο πέρσυ τέτοιες μέρες.
Φαίνεται Δύτη. Απλώς εγώ κάτι παθαίνω με τις επετείους.
…μα της καρδιάς σου ο σπαραγμός
δε βόγκηξε κι εγίνη
το νόημα που στον κόσμο δίνει
έναστρος ουρανός.