Τρίτη, νομίζω, φορά στη ζωή μου ξανάπιασα το Πόλεμος και Ειρήνη του Τολστόι. Η πρώτη φορά ήταν στην πρώτη Λυκείου, και μου άφησε κυρίως τα παρένθετα δοκίμια περί της κινητήριας δύναμης της ιστορίας (όχι τα πρόσωπα, ούτε καν οι αποφάσεις, μόνον άπειρες θελήσεις και συνιστώσες που συγκλίνουν σε αποτέλεσμα· χρόνια μπροστά από την εποχή του, αλλά αυτό είναι θέμα για άλλο ποστ). Η δεύτερη ήταν σε ένα δεκαπενθήμερο διακοπών πάνε τώρα δέκα χρόνια, και μου άφησε το βύθισμα, μετά από πολύ καιρό, σε ένα μεγάλο μυθιστόρημα. Πριν από τέσσερα χρόνια, πάλι σε διακοπές, ξεκίνησα ανόρεχτα την Άννα Καρένινα (ή μάλλον, Καριένινα)· και τότε κατάλαβα πραγματικά πόσο μεγάλος συγγραφέας είναι ο Τολστόι. Διάβαζα λοιπόν τώρα ξανά τις ιστορίες αυτών των αριστοκρατών της παλιάς Ρωσίας, του σοφού-άσοφου γίγαντα Πιερ, της καημένης της Σόνιας, του λίγο αντιπαθητικού Νικολάι Ροστόφ, και έμενα ξανά άφωνος μπροστά στην τόση ψυχολογική διεισδυτικότητα (που δεν έχει, ας πούμε, ο σύγχρονός του Ουγκώ).
Ξέρω ότι θα στενοχωρήσω πολλούς λέγοντας ότι ο Τολστόι, τώρα, μου φαίνεται ίσως μεγαλύτερος συγγραφέας από τον Ντοστογέφσκι. Τρομάζω λίγο που το γράφω, και δεν είμαι και τόσο σίγουρος, αλλά θα προσπαθήσω να εξηγηθώ: ο Ντοστογέφσκι γράφει κάτι σαν δοκίμιο σε μορφή μυθιστορήματος. Κάθε ήρωας εκπροσωπεί μια ιδέα, όπως θα έπρεπε να είναι· κάτι σε Σοφοκλή ένα πράμα. Γι αυτό και οι πρωταγωνιστές των βιβλίων του (με εξαίρεση τον Ρασκόλνικοφ) είναι κάπως μονοδιάστατοι και ανούσιοι, ή μάλλον ανύπαρκτοι. Ε, ναι: βαριέμαι τον Αλιόσα Καραμαζόφ, και ο Μίσκιν μου μοιάζει ψεύτικος· αντίθετα, γοητεύομαι από τους Ντμίτρι και τους Ραγκόζιν, που ωστόσο πάλι έχουν κάτι το μη-πραγματικό. Οι πιο πραγματικές μορφές είναι οι γυναίκες, αυτές οι φοβερές Ναστάζιες Φιλίποβνες και Γκρούσενκες: η σύζευξη των γυναικών με τους αμφιλεγόμενους μισοκακούς φτιάχνει, νομίζω, τις πιο ωραίες σκηνές του Ντοστογέφσκι, όπως το γλέντι στην παγωμένη στέπα λίγο πριν τη σύλληψη του Ντμίτρι Καραμαζόφ, βουτηγμένο στη βότκα, στη διαφθορά και την αγνότητα (συγχρόνως).
Ο Τολστόι όμως; Ο Τολστόι δεν θέλει να πει κάτι, θέλει να δείξει μια κατάσταση, και έτσι προσέχει εξίσου τους χαρακτήρες του. Είναι ικανός να μπει με την ίδια διεισδυτικότητα στο μυαλό και τις σκέψεις του αντιπαθούς Καριένιν και του ιδανικού Μπαλκόνσκι. Κοιτάξτε τι ωραία που δίνει τη σκέψη ενός κλασικού λαμόγιου του 1812:
Ο πρίγκιπας Βασίλειος δε λεπτολογούσε τα σχέδιά του. Και πολύ λιγότερο σκεφτόταν να βλάψει άλλους για να ωφεληθεί αυτός. Είταν μονάχα ένας άνθρωπος του κόσμου που προόδεψε στην κοινωνία και που αυτή του η πρόοδος τούγινε συνήθεια. Ανάλογα με τις περιστάσεις και με τις σχέσεις του με διάφορα πρόσωπα πρόβαλλαν και συνθέτονταν διάφορα σχέδια και προϋποθέσεις που κι ο ίδιος δεν τις εξέταζε καλά-καλά, μα που αυτές αποτελούσαν όλο το ενδιιαφέρον της ζωής του. (…) Δεν έλεγε άξαφνα μέσα του:
-Ο άνθρωπος αυτός τώρα έχει ισχύ. Πρέπει να κερδίσω την εμπιστοσύνη του και τη φιλία του και με το μέσο το δικό μου να πετύχω κάποιο καλό επίδομα.
Μα τύχαινε να συναντήσει τον άνθρωπο με την ισχύ και την ίδια στιγμή το ένστιχτό του τού υπαγόρευε πως ο άνθρωπος αυτός θα μπορούσε να του φανεί χρήσιμος, κι ο πρίγκιπας Βασίλειος τον πλησίαζε και στην πρώτη ευκαιρία, χωρίς καμιά προετοιμασία, μα ενστιχτώδικα τον κολάκευε, τούδειχνε εξαιρετική οικειότητα και τούλεγε εκείνο πούθελε. (Πόλεμος και Ειρήνη, Τρίτο Μέρος, Ι)
Όταν μπαίνει πάλι στο, ας πούμε, «συνειδησιακό ρεύμα» των ηρώων του, τύφλα να έχουν οι μοντέρνοι και ο Τζόυς. Η περιγραφή της αποπλάνησης και (νοερής) απιστίας της Νατάσας από τον επιπόλαιο γόη Ανατόλ, που ξεκινά με μια καταπληκτική σκηνή στην όπερα, είναι λες και έχει γραφτεί με μιαν ανάσα (πιάνει ένα αρκετά μεγάλο κεφάλαιο) και διαβάζεται πάλι με μιαν ανάσα, γιατί ο αναγνώστης μπαίνει κατευθείαν στο ταραγμένο μυαλό της μικρής. Θυμάμαι μια καταπληκτική περιγραφή από την Άννα Καριένινα, όπου κάποιος (ο Καριένιν; ) βρίσκεται σε τόση σύγχυση που βλέπει το μεγάλο ρολόι και δεν μπορεί να διαβάσει την ώρα. Διαβάστε και αυτό, πάλι από το Πόλεμος και Ειρήνη:
Μόλις άρχιζε να σκεφτεί ο,τιδήποτε άλλο, ξαναγύριζε πάλι στα ίδια εκείνα που δεν μπορούσε μήτε να τα λύσει, και μήτε να τα διώξει απ’ τη σκέψη του. Σάμπως να λασκάρησε μέσα στο κεφάλι του κείνη η κυριότερη βίδα που πάνω της κρατιόταν όλη του η ζωή. Η βίδα δεν έμπαινε παραμέσα, μήτε έβγαινε έξω, παρά στριφογύριζε χωρίς να πιάνει τίποτα, πάντα στην ίδια βόλτα κ’ είταν αδύνατο να πάψει να τη στριφογυρίζει. (Πέμπτο Μέρος, Ι)
Εδώ λες, κοίτα που μπήκε στο δικό μου το κεφάλι ο μάγκας ο κόμης. Και τι να πεις για αυτή την απλή περιγραφή:
Εκείνο, που γι’ αυτό ήθελε να κλάψει τώρα, είταν η τρομερή αντίθεση, που ξαφνικά τόσο ζωηρά την ένιωσε, η αντίθεση που υπήρχε ανάμεσα σε κάτι απέραντα μεγάλο και αόριστο που φώλιαζε μέσα του και σε κάτι στενό και υλιστικό, που είταν αυτός ο ίδιος κι ακόμα κ’ η Νατάσα. Η αντίθεση αυτή είταν που τον βασάνιζε και τον χαροποιούσε την ώρα που η νέα τραγουδούσε. (Έκτο Μέρος, ΧΙΧ)
Αυτό που ακολουθεί θα ήθελα να το ανεβάσω χωριστά με τίτλο «Σημείωση για την αλλαγή της οπτικής γωνίας, ΙΙ»:
Ο Μπεργ χαμογέλασε απ’ τη συναίσθηση της υπεροχής του μπροστά στην αδύνατη γυναίκα και σώπασε γιατί σκέφτηκε πως όσο νάναι αυτή η αγαπημένη του σύζυγος είταν μια αδύνατη γυναίκα, που γι αυτήν είταν ανέφικτο να κατανοήσει όλα εκείνα που αποτελούν την αξία του άντρα – το νάσαι άντρας. Η Βιέρα χαμογέλασε κι αυτή με τη συναίσθηση της δικής της υπεροχής μπροστά στον ενάρετο και καλό σύζυγό της, που όμως, όσο νάναι, σαν όλους τους άντρες, αντιλαμβανόταν λαθεμένα, κατά τη γνώμη της, τη ζωή. Ο Μπεργ, κρίνοντας απ’ τη γυναίκα του, θεωρούσε όλες τις γυναίκες, όντα αδύνατα και ανόητα. Η Βιέρα πάλι, κρίνοντας απ’ τον άντρα της και γενικεύοντας την παρατήρησή της αυτή, νόμιζε πως όλοι οι άντρες έχουν την ιδέα πως αυτοί τα ξέρουν όλα ενώ πραγματικά τίποτα δεν καταλαβαίνουν και έχουν έπαρση και εγωισμό από πάνου. (Έκτο Μέρος, ΧΧ)
Κάπου αλλού (Άννα Καριένινα, II, 4) ο Τολστόι παρατηρεί με αντίστοιχη οξυδέρκεια ότι οι κοσμικοί κύκλοι της Πετρούπολης αρέσκονταν να περιφρονούν τον ημίκοσμο (demi-monde) μολονότι τα γούστα των δύο αυτών κόσμων ήταν όχι απλώς παρόμοια αλλά ταυτόσημα. Δείτε και αυτό, πολλαπλών χρήσεων (μιλά για τον Κουτούζοφ, το νικητή του Ναπολέοντα):
«Αυτός τίποτα δικό του δε θα παρουσιάσει. Τίποτα δεν θα επινοήσει, τίποτα δε θα επιχειρήσει», στοχαζόταν ο πρίγκιπας Αντριέι, «όμως όλα θα τ’ ακούσει, όλα θα τα θυμηθεί, όλα θα τα βάλει στη θέση τους· δε θα εμποδίσει τίποτα το ωφέλιμο και δεν θα επιτρέψει τίποτα το βλαβερό. Καταλαβαίνει πως υπάρχει κάτι το πιο δυνατό και πιο σημαντικό απ’ τη θέλησή του, κι αυτό είναι η αναπότρεπτη πορεία των γεγονότων και ξέρει να διακρίνει τα γεγονότα, ξέρει να κατανοεί τη σημασία τους, κ’ έχοντας υπόψη τη σημασία αυτή, ξέρει ν’ απέχει από κάθε συμμετοχή σ’ αυτά στρέφοντας θεληματικά αλλού την προσοχή και την ενέργειά του…» (Πόλεμος και Ειρήνη, Δέκατο Μέρος, XVI)
Άλλα: λεπτό χιούμορ (που δεν έχει ο Ντοστογέφσκι), όπως εδώ: Παρ’ όλο που ένα σωρό γιατροί τον επισκέφτονταν, του έκαναν αφαιμάξεις και τούδιναν διάφορα φάρμακα, ο Πιερ έγινε καλά (Δέκατο Πέμπτο Μέρος, ΧΙΙ). Και αυτό το απόσπασμα που εύκολα αγγίζει όποιον έχει πρόσφατη απώλεια:
Εξακολουθούσαν πάντα να μην αναφέρουν ποτέ στις κουβέντες τους εκείνον, για να μην ταράξουν με τα λόγια, όπως νόμιζαν, την ιερότητα του αισθήματος που έτρεφαν μέσα τους, και αυτή η αποσιώπηση τις έκανε, σιγά-σιγά, χωρίς κ’ οι ίδιες να θέλουν να το πιστεύουν, ν’ αρχίσουν να τον ξεχνούν. (Δέκατο Πέμπτο Μέρος, ΙΙΙ).
Πρέπει να πω εδώ, βέβαια, ότι ο Πόλεμος και Ειρήνη είναι ένα έργο κάπως άνισο. Με έναν μονάχα τρόπο: το τελευταίο εν τέταρτο του έργου -άντε το εν πέμπτο- μοιάζει να είναι γραμμένο κάπως στο πόδι. Τα δοκιμιακά μέρη αρχίζουν να βαραίνουν υπερβολικά στη ζυγαριά, η τελευταία σκηνή είναι λίγο ξεπεταγμένη στα βιαστικά, στον δε επίλογο ο Τολστόι υποκύπτει στον πειρασμό να δώσει ένα ηθικό δίδαγμα, μια υποθήκη για το μέλλον (το ίδιο κάνει και στην Άννα Καριένινα με την κάπως περιττή ιστορία του Λέβιν, αλλά εκεί σώζεται από την καταπληκτική τελική σκηνή του Βρόνσκι στο τραίνο για τη Σερβία). Τι να γίνει, κανείς δεν είναι τέλειος· στο κάτω κάτω, ο διδακτισμός είναι η λογοτεχνική αρρώστεια του 19ου αιώνα (όχι όμως στον Σταντάλ ή τον Φλωμπέρ). Ο πιο άμεσος απόγονος του Τολστόι (έτσι νομίζω), ο Τόμας Μαν, το αποφεύγει αυτό. Αν λοιπόν σας παρασύρω να διαβάσετε αυτό τον τεράστιο όγκο σελίδων και προς το τέλος νιώσετε να βαριέστε, στείλτε μου ένα σχόλιο να σας πω ποιος παντρεύεται ποιον εν τέλει, και εσείς μείνετε στην καταστροφή της Μόσχας (κάπου εκεί αρχίζει η λογοτεχνική ντεκαντάνς του έργου, μου φαίνεται). Μπορεί όμως και να διαφέρουν τα γούστα μας, οπότε … Η Άννα Καριένινα είναι πιο ισορροπημένο έργο, ίσως ετοιμάσω κάτι σχετικό τώρα που θα το ξαναδιαβάσω. Όπως καταλαβαίνετε, για μια ακόμα φορά περνάω τη ρώσικη περίοδο· το Γενάρη, σειρά έχει ο καινούργιος Πύντσον ή το Jules et Jim που το απέκτησα ξανά.
Θα μου πείτε, μέρες πούναι, με τον Τολστόι ασχολείσαι; Θα απαντήσω, ναι βέβαια· μέρες πούναι, πρέπει να καταλάβουμε.
Bonus track: η καταπληκτική ζωή του ξαδέλφου του, Φιοντόρ Ιβάνοβιτς Τολστόι, πιθανόν πρότυπο του γενναίου και σχεδόν ψυχωτικού αλητάμπουρα Ντόλαχοφ στο Πόλεμος και Ειρήνη: εδώ.
Πολύ θα ήθελα να συνεισφέρω ουσιαστικά στο ωραιότατο άρθρο σου, αλλά πέρασα πολύ μικρός τη φάση της ρώσικης λογοτεχνίας και για κάποιους παράξενους λόγους δεν ασχολήθηκα ξανά μαζί της ιδιαίτερα στη συνέχεια. Δεν ξέρω αν αυτό θα ενισχύσει τις πεποιθήσεις σου, αλλά κι εγώ προτιμούσα τον Τολστόι από τον Ντοστογιέφσκι (εδώ φαντάζομαι ότι οι ρωσομαθείς θα μας πουν ότι θα έπρεπε κανονικά να μεταγράφουμε Ταλστόι και Ντασταγιέφσκι, αλλά δύσκολο να πας κόντρα σε καθιερωμένες υπεραιωνόβιες παραδόσεις): όχι γιατί θεωρούσα τον πρώτο μεγαλύτερο από τον δεύτερο (πάντα πίστευα ότι η σύγκριση μεταξύ γιγάντων μπορεί να έχει θέση στο ποδόσφαιρο, όχι όμως και στη λογοτεχνία), αλλά γιατί οι πλούσιες και γλαφυρές «τοιχογραφίες» χαρακτήρων και γεγονότων του Τολστόι με ευχαριστούν πολύ περισσότερο από τους βασανισμένους ήρωες του Ντοστογιέφσκι. Πάντως, είναι βέβαιο ότι το έργο των δύο δημιουργών αντικατοπτρίζει τέλεια τη ζωή και την προσωπικότητά τους.
Για τους λόγους που προανέφερα ποτέ δεν συνέδεσα τον Τολστόι με τον Τόμας Μανν. Θεωρώ τον δεύτερο βαθύτερο γνώστη της ανθρώπινης ψυχής (φυσικά μπορεί να σφάλλω). Βέβαια, όταν διάβασα για δεύτερη φορά το «Μαγικό Βουνό» (ή μήπως θα έπρεπε να λέμε Μαγεμένο;) το βρήκα λιγάκι κουραστικό. Πάντα, όμως, με συνάρπαζε ο «Δρ Φάουστους», όσες φορές κι αν τον διάβαζα, κι αν κάποιος μου έβαζε το πιστόλι στον κρόταφο και μου έλεγε να διαλέξω πέντε βιβλία λογοτεχνίας, αυτό θα ήταν σίγουρα μεταξύ τους. Τέλος πάντων, απλώς περιαυτολογώ και ξεστρατίζω τη συζήτηση από το θέμα της. Ας αφήσω το βήμα σε αρμοδιότερους (… κι ας ελπίσω να πιάσεις σύντομα και τον Σταντάλ).
Ρογήρε μου, για τον Τόμας Μαν ετοιμάζω στο μυαλό μου ένα ποστ εδώ και ένα εξάμηνο, από τότε που ξεκίνησα το μπλογκ· σκέφτομαι ιδιαίτερα τους τρεις θανάτους στους Μπούντενμπροκ. Δεν έχω γράψει τίποτα, αλλά ο Μαν είναι η μεγάλη μου λογοτεχνική αγάπη (ψέματα, μία απ’ όλες).
Μια και λέμε για τον Σταντάλ, θέλω να πω ότι η «αποστασιοποιημένη» περιγραφή του Βατερλώ στο «Μοναστήρι της Πάρμας», όπου ο ήρωας δεν παίρνει σχεδόν χαμπάρι ότι βρίσκεται στο κέντρο της μάχης, είναι εξαιρετική!
Και τελειώνω με το μεταφραστικό μας: γερμανικά δεν θα έλεγα ότι ξέρω, αλλά νομίζω σωστότερο είναι «Μαγικό» και όχι μαγεμένο βουνό: Der Zauberberg, «το βουνό του μάγου». Ο δεύτερος τόμος κι εμένα με κουράζει, αλλά η ιατρικοερωτική εξομολόγηση στο τέλος του πρώτου, τι δημιούργημα!
Δυτη, μολις βουτηξα μαζι σου μεσω ημεϊλ!
Μου κανει εντυπωση η μεταφραση, τι εκδοση ειναι το βιβλιο που εχεις;
Στα χέρια μου έχω της Κοραλίας Μακρή, το έδινε η Ελευθεροτυπία πριν από δυο ή τρία χρόνια. Υπάρχει και η παλιά κλασική μετάφραση σε δύο ογκώδεις τόμους, που τώρα δεν ξέρω ποιανού είναι.
Η μετάφραση της Μακρή καλή μου φαίνεται, μόνο που δεν διατήρησε τα γαλλικά του πρωτότυπου (οι μισοί διάλογοι, κυρίως).
Η παλιά μετάφραση είναι του Σίμου Σπαθάρη με λογοτεχνική θεώρηση Κοσμά Πολίτη. Η έκδοσή μου έχει την εικονογράφηση της ρωσικής του 1957.
Όποια μεταφραστική πέτρα σηκώσεις εκείνη την εποχή, τον Πολίτη θα βρεις από κάτω… Από Κίπλινγκ και Πόε μέχρι Τολστόι.
Η εικονογράφηση διατηρήθηκε και στην έκδοση της Ελευθεροτυπίας, η οποία πρέπει να αναπαράγει την τελευταία του Γκοβόστη.
Ο Σπαθάρης μεταφράζει Τολστόι και Ντοστογιέφσκι απ’ τα ρωσικά και πάντα υπάρχει κι ένα δεύτερο όνομα, εδώ του Πολίτη αλλού του Πορφύρη.
Πολύ ωραίο ποστ Δύτη. Είναι αλήθεια ότι περίμενα κάτι για τον Τολστόι σχετικό όμως με την Άννα Καρένινα (μου ακούγεται πιο ωραίο έτσι!). Αλλά αφού το υποσχέθηκες…….Το Πόλεμος και Ειρήνη όποτε αποπειράθηκα να το διαβάσω δεν τα κατάφερα ίσως γιατί με τρόμαζε ο όγκος του ή ίσως γιατί με κούραζε αφάνταστα….Πειστικά τα επιχειρήματα σου για την αξία του έργου του Τολστόι όχι όμως και αυτά για τον Ντοστογέφσκι. Μήπως η αξία του Ντοστογέφσκι δεν έγκειται στην διάπλαση τέλειων πρωταγωνιστών αλλά στη δημιουργία, φαινομενικά, δευτέρας διαλογής προσώπων; Μήπως ο Ντοστογέφσκι (δεν έχει λεπτό χιούμορ; κι ο Ηλίθιος;) προσπαθει να δείξει τον «πραγματικό» κόσμο μέσα απο τις ιστορίες των ανθρώπων του περιθωρίου; Μήπως οι «τέλειοι» χαρακτήρες δεν είναι παρά η αντανάκλαση μιας εξιδανικευμένης ηθικής της οποίας την ύπαρξη αρνείται; Ή μήπως είναι η διαμάχη για το τι είναι το καλό και τι το κακό και αν μπορούμε τελικά να τα ορίσουμε;
Δε θα μπω στη διαδικασία να τους συγκρίνω γιατι νομίζω οτι είναι κάτι που δε μπορεί να γίνει (ποια τα κριτήρια;). Άλλωστε ο καθένας με τα γούστα του.
Παίζει να ήμουν λίγο άδικος με τον Ντ., έχω και καιρό να τον διαβάσω. Μου φαίνεται, ωστόσο, ότι (τουλάχιστον στη δική μου ανάγνωση), ενώ τα «δευτέρας διαλογής πρόσωπα» που λες κι εσύ θα έπρεπε να αναδεικνύουν ως φόντο τους πρωταγωνιστές, τελικά οι επίπεδοι ή «τέλειοι» πρωταγωνιστές, η φωνή του συγγραφέα, καταλήγουν να αναδεικνύουν τους Ραγκόζιν και τις Γκρούσενκες. Παραδέχομαι ότι η διαδικασία της σύγκρισης είναι λίγο βιαστική και επιπόλαια, ήθελα όμως να τονίσω την ψυχολογική διεισδυτικότητα και οξυδέρκεια του Τολστόι.
Κάπου μπορεί να βρεθεί η χρυσή τομή. Ο ένας κατάφερε να διεισδύσει στα εσώτερα των «ταπεινών και καταφρονεμένων» ενώ ο άλλος να ψυχογραφήσει τα ανώτερα στρώματα της ρωσικής κοινωνίας.
Αφελής ερώτηση: μήπως δεν πρέπει να τους δούμε καθ’ αντιπαραβολήν αλλά ως δύο κομμάτια ενός παζλ;
Εγώ διανύω φάση Ντοστογιέφσκι, οπότε καταλαβαίνεις και την απάντησή μου στο δίλημμα που έθεσες στην αρχή. Ειλικρινά μου είναι δύσκολο να εξηγήσω το γιατί.
Στέκομαι μόνο σε αυτό που γράφεις: «Κάθε ήρωας εκπροσωπεί μια ιδέα». Νομίζω ότι αυτή είναι μια πολύ διαδεδομένη μέθοδος για να διαβάζουμε Ντοστογιέφσκι. Μας αποκαλύπτει πολλά – μας κρύβει ένα σωρό άλλα.
Πάντα θεωρούσα τον Τολστόι το αντίστοιχο του Μπρούκνερ στη συμφωνική μουσική και τον Ντοστογιέφσκι του Μάλερ. Σύγκριση δεν μπορώ να κάνω γιατί και οι δύο μου καλύπτουν διαφορετικές ανάγκες. Η τελειότητα της γραφής των Τολστόι/Μπρούκνερ με συγκνινεί βαθιά. Όμως στο τέλος αισθάνομαι ότι δεν με άγγιξαν και πολύ σε προσωπικό επίπεδο. Αντίθετα οι Ντοστογιέφσκι/Μάλερ υπάρχουν φορές που με ενοχλούν με την υπερβολικά «γήινη» διάστασή τους, ωστόσο νιώθω να επηρεάζουν βαθύτερα τον ψυχικό μου κόσμο.
Όπως και να ‘χει, συγχαρητήρια για μια απολαυστική παρουσίαση και καλό Σ/Κ!
Εντάξει. Με πείσατε. Κάνω την αυτοκριτική μου: αυτό που ήθελα να κάνω είναι να συγκρίνω τον τρόπο γραφής του Τολστόι και του Ντοστογέφσκι, όχι την αξία τους. Θυμάμαι την εποχή που διάβαζα τον Ντοστογέφσκι σε λεωφορεία και σε τραίνα και έμενα έκθαμβος· νομίζω όμως πάντα ότι οι χαρακτήρες του Τολστόι είναι πιο πραγματικοί, ενώ ο Ντ. διαβάζεται (και γράφτηκε πιθανώς) σε μια πυρετώδη κατάσταση, ή κάπως έτσι.
Νομίζω κατάφερα να μην διαβάσω τον Ντ. βλέποντας μια ιδέα σε κάθε ήρωα, πάντως -εκ των υστέρων βλέπω ότι ο ίδιος έκανε την αντιστοίχιση, μου φαίνεται.
(καλά, μιλάμε για Επίπεδο στα σχόλια αυτού του ποστ, φτου μη μας ματιάξω!) 🙂
Νομίζω ότι κι ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι θα συμφωνούσε λίγο-πολύ με αυτό που λες τώρα. Είναι γνωστό πως έγραφε βιαστικά και γρήγορα για να προλάβει πιεστικές προθεσμίες εξαιτίας των αιώνιων χρεών του και πολύ ζήλευε τον Τολστόι που είχε την άνεση να επεξεργάζεται τα έργα του.
Το θέμα των χαρακτήρων είναι διαφορετικό. Το λέω όπως το σκέφτομαι τώρα, και δεν ξέρω αν θα μπορέσω να το υποστηρίξω στο μέλλον, αλλά νομίζω ότι ο βασικός ήρωας του Ντοστογιέφσκι ήταν ο νοσηρός, ο χολερικός, ο μνησίκακος, ο άνθρωπος που ακροβατούσε μεταξύ επιθυμίας και δέοντος, κτλ. Αντιθέτως, ο ήρωας του Τολστόι είναι -αν μη τι άλλο- πιο συγκροτημένος άνθρωπος.
Η συζήτηση δεν τελειώνει. Θα την συνεχίζουμε…
Δύτη μου τι να πώ; Είμαι στην κατηγορία του Ρογήρου-εφηβικά αναγνώσματα αλλά μου συνέβαινε ότι και στο Γεομ στο πρώτο του σχόλιο. Φαντάζομαι γιατί οι ήρωες του μπορούν να συγκινήσουν πιο εύκολα έναν έφηβο. (α ρε ύψος!)
Τον Τολστόι τον συμπάθησα στα φοιτητικά μου, για εξωλογοτεχνικούς λόγους, διαβάζοντας ένα κεφάλαιο απο το Γλώσσα και σκέψη του Βιγκότσκι, χρόνια πριν μεταφραστεί ολόκληρο το βιβλίο του.
Ο Τολστόι λοιπόν που ασχολήθηκε με την ψυχολογία της επικοινωνίας, βάζει στην Άννα Καρένινα το Λέβιν να εξομολογείται τον έρωτά του στην Κίτυ γράφοντας μόνο το αρχικό γράμμα των λέξεων. Η Κίτυ απαντάει με τον ίδιο τρόπο. Θα θυμάστε ίσως τη συνομιλία όσοι διαβάσατε το μυθιστόρημα. Αυτό που έμαθα απ’ τον Βι. είναι οτι ο Τολστόι εδώ αυτοβιογραφείται, αφού εξομολογήθηκε τον έρωτά του στη μέλλουσα γυναίκα του με τον ίδιο τρόπο.
Διότι, λέει, στα άτομα που έχουν μεγάλη ψυχολογική επαφή, η επικοινωνία με τη συντομευμένο λόγο είναι μάλλον ο κανόνας παρά η εξαίρεση
Μπορείτε να δοκιμάσετε κι εσείς.
Ο Βι. βέβαια έχει πάνω στο ίδιο θέμα κι ένα ωραίο παράδειγμα απ’ τις σημειώσεις του Ντοστο.
Ουφ, ελπίζω να μην κατέβασα το επίπεδο με την παρέκκλιση.
δηλαδὴ ἐγὼ ποὺ ξεκίνησα τὸν Ήλίθιο νὰ τὸν παρατήσω;
Μαρία, έχω την εντύπωση ότι οι Ρώσοι και Σοβιετικοί ψυχολόγοι χρησιμοποιούν συνέχεια παραδείγματα από τον Τολστόι, και δεν είναι τυχαίο: προσφέρεται! Το παράδειγμα που φέρνεις εμένα μου θύμισε τις ερωτικές εξομολογήσεις στον Τόμας Μαν: περνάν όλες από ένα «διαστρεμμένο» λόγο που παραδόξως βοηθά την αμεσότητα. Γαλλικά μιλά ο Χανς στο Μαγικό Βουνό, και η γυναίκα του Πετεφρή (όχι των Βουστασίων, του άλλου!) έχει δαγκώσει τη γλώσσα της και ψευδίζει στον Ιωσήφ.
Κορνήλιε, όχι βέβαια! αλλά όταν τον τελειώσεις, πες μου ποιος σου έκανε περισσότερη εντύπωση, ο Μίσκιν ή ο Ραγκόζιν…
Και θα δει καπάκι τον Ηλίθιο του Κουροσάβα.
Ναι, προσφέρεται απο τα πρώιμα ακόμη διηγήματά του.
Και μην ξεχάσουμε τον Τσέχοφ, τα διηγήματα εννοώ κυρίως. Άλλος μέγας ψυχολόγος.
Μόλις διάβασα ότι πέθανε ο Βιατσεσλάβ Τίχονοφ. Εγώ τον θυμάμαι ως Στίρλιτς στις «Δεκαεφτά στιγμές της άνοιξης», βλέπω όμως ότι είχε παίξει τον Μπαλκόνσκι στη μεταφορά του βιβλίου από τον Μπονταρτσούκ (την ταινία δεν την έχω δει, ο πατέρας μου λέει πως ήταν τεράστια και πολύ βαρετή· πάντως ο Πιερ με τη μορφή του ίδιου του Μπονταρτσούκ μοιάζει ακριβώς όπως θα τον φανταζόμουν).
Οι συμμαθητές μου έκαναν κοπάνα την τελευταία ώρα για να δουν το «Τόλμη και γοητεία», κι εγώ τον Στίρλιτς…
Παιζόταν δηλαδή μεσημέρι. Δε μπορώ να σε φανταστώ να κάνεις κοπάνα για τα δεις σειρά. Την ταινία την έχω μισοδεί κάποια φορά στην τηλεόραση.
Θα ήθελα να συνεισφέρω στο διάλογο, η επαφή μου όμως με τη ρώσικη λογοτεχνία είναι μικρή και αποκλειστικά επικεντρωμένη στον Ντοστογιέφσκι. Ο Ηλίθιος ωστόσο επηρέασε πολύ τον τρόπο με τον οποίο δούλευα με τα αυτιστικά παιδιά, όσο περίεργο κι αν ακούγεται αυτό…
Πολύ ωραία ανάρτηση δύτη!
Φώτη, έχεις απόλυτο δίκιο. Νομίζω ότι ακριβώς το ότι οι πραγματικοί ήρωες του Ντοστογέφσκι είναι οι νοσηροί, μνησίκακοι κλπ. που λες κι εσύ αδικεί αναγκαστικά (από λογοτεχνική σκοπιά, εννοώ, δηλ. ως ολοκληρωμένους χαρακτήρες) τους πρωταγωνιστές του που είναι αγνοί και καλοί. Μου φαίνεται γι αυτό το πιο ολοκληρωμένο λογοτεχνικά εργο του είναι το Έγκλημα και τιμωρία, όπου οι αγνοί κλπ. χαρακτήρες είναι δευτερεύοντες και έτσι πιο πραγματικοί.
Silentcrossing, σπασίμπα! Αυτό με τον Ηλίθιο, πραγματικά πολύ ενδιαφέρον, θα χαιρόμουν αν είχες χρόνο να το εξηγήσεις λίγο παραπάνω.
Γενικά υπάρχει μεγάλη βιβλιογραφία που αναφέρει ότι ο Μίσκιν του Ντοστογιέφσκι είναι στην πραγματικότητα αυτιστικός. Μάλιστα είχα κάποτε γράψει κι εγώ μία διατιβή (case study) πάνω σε ένα αυτιστικό παιδί, αντιπαραβάλλοντας τη συμπερφορά του με αυτή του Μίσκιν. Δεν μπορεί κανείς να είναι 100% σίγουρος ότι ο Φ.Ν. είχε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο όταν έγραφε τον Ηλίθιο, το θέμα είναι ότι δίνει μία πολύ πλούσια περιγραφή της σκέψης και των συναισθημάτων των ανθρώπων που ζουν με αυτισμό. (Αν και η αλήθεια είναι ότι έχει υπάρξει και μεγάλη αμφισβήτηση επί του θέματος…)
Όχι επιληπτικός, όπως ο ίδιος ο Ντ. αν θυμάμαι καλά;
Καλά θυμάσαι. Για τον Ηλίθιο το ξέρω απο φίλο μου επιληπτικό.
Οι επιληπτικές κρίσεις συχνά δεν αποτελούν πάντα αυτόνομη διαταραχή, αλλά συνοδεόυν άλλα φάσματα παθήσεων. Όπως και να ‘χει, η αυτιστικότητα του Ηλίθιου είναι απλά μια άποψη, όχι απαραίτητα δεκτή..
Κοίτα να δεις
http://fyodordostoyevsky.wordpress.com/
γερή μνήμη + γουγλιάνκα = σας βρίσκω παραπομπές για τα πάντα! Μπράβο Μαρία.
Να που μαθαίνω το μαντάτο απ το μπλογκ σου, Δύτη. Κι εγώ έβλεπα το Στίρλιτς τότε στη μεσημεριανή ζώνη της ελληνική ΤιΒι!
Πάντως, Δύτη, μου κάνει εντύπωση που αναφέρεις το σίριαλ όπως οι Ρώσοι («ο Στίρλιτς») και όχι με τον επίσημο τίτλο της. Τόσο καλτ είχε γίνει η σειρά που είχε βγει ολόκληρη σειρά ανεκδότων με ήρωα το Στίρλιτς, βασισμένη στο ύφος της σειράς και στην απιθανότητα να μην τον έχουν πάρει τόσο καιρό χαμπάρι, π.χ. : (άτεγκτη φωνή αφηγητού) Ο Στίρλιτς περπατά στοχαστικός στην οδό υπό τας Φιλύρας και προσπερνά κάποιες πουτάνες. «Πουτάνες», σκέφτεται ο Στίρλιτς. «Ο Στίρλιτς» σκέφτονται οι πουτάνες. (δηλαδή οι πάντες τον είχαν πάρει χαμπάρι εκτός από τη Γκεστάπο).
Υπάρχουν όμως σκηνές, όπως αυτή της εξ αποστάσεως συνάντησης με τη γυναίκα του και την επικοινωνία με βλέμματα που κάθε φορά που τη βλέπω γίνομαι συναισθηματικός.
Όντως κι εγώ βαρετό είχα βρει την τεράστια ταινία «Πόλεμος και Ειρήνη», τη βλέπω όμως ευχάριστα σαν ιστορικό ντοκιμαντέρ.
Με το συμπάθειο που δεν τοποθετούμαι επί του βασικού ζητήματος.
Ηλεφού, τα ανέκδοτα για τον Στίρλιτς τα ξέρω από μια φίλη Βουλγάρα. Υπάρχει και σχετικό άρθρο στη Βίκι. Τα βιβλία είναι ακόμα καλύτερα, ιδίως το πρώτο (οι δεκαεφτά στιγμές).
Ηλέφού, η σκηνή της συνάντησης: http://provatos.blogspot.com/2011/05/blog-post.html
Πού είναι αυτός ο Πρόβατος να τον φιλήσω;!
[…] (Ι, ΙΙ) […]