Μετά από πολύ καιρό, έκατσα ένα βράδι στην Αθήνα· είπα λοιπόν να πάω σινεμά. Ταλαντεύτηκα ανάμεσα στον «Ειρηνοποιό» του Γούντι Άλλεν και το «Μερικοί το προτιμούν καυτό» (και τα δύο τα έχω δύο πάνω από μια φορά, και η κωμωδία στο σινεμά δεν είναι το φόρτε μου, την προτιμώ στη μικρή οθόνη), σκέφτηκα λίγο το «Είμαι περίεργη: κίτρινη» για ιστορικούς λόγους, τελικά αποφάσισα να ξαναδώ τις «Δύο Αγγλίδες στην Ευρώπη», ή, όπως είναι ο κανονικός τίτλος, «Δύο Αγγλίδες και η Ευρώπη» -η Ήπειρος, κατά λέξη (Les deux anglaises et le Continent) του καλού μου Τρυφώ.
Ναι. Το 1971, αντίθετα με τον άσπονδο εχθρό του (πλέον) Γκοντάρ και τους άλλους παλιούς συνεργάτες και φίλους της Νουβέλ Βαγκ, ο Τρυφώ αποφασίζει να γυρίσει άλλη μια ταινία «εποχής», αυτό το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του γιατρού Ανρί-Πιερ Ροσέ, κάπου δέκα χρόνια μετά το προηγούμενο, το «Ζυλ και Τζιμ». Οι δύο ταινίες είναι απόλυτα συμμετρικές, εξάλλου κατά κάποιο τρόπο η μία εμφανίζεται εγκιβωτισμένη στην άλλη (ο «Κλωντ Ροκ» γράφει το «Ζερόμ και Ζυλιέν»), τις ενώνει επίσης η μουσική του Ζωρζ Ντελρύ (που κάνει και ένα σύντομο πέρασμα στην ταινία) αλλά κυρίως το κοινό θέμα: στο «Ζυλ και Τζιμ», η φιλία δύο αντρών έρχεται αντιμέτωπη με τη γυναίκα-κυκλώνα, τη Ζαν Μορώ που αγαπά και τους δύο· στις «Δύο Αγγλίδες», ο Ζαν-Πιερ Λεώ ταλαντεύεται ανάμεσα στις δύο αδελφές. Κοινά επίσης είναι η εποχή, το χαρακτηριστικό μοντάζ των ταινιών του Τρυφώ με την επιλεκτική αφήγηση και τα κυκλάκια που σβήνουν, αντί για fade-out, αλλά και κάτι άλλο: η βία.
Υποτίθεται ότι ο Τρυφώ (έτσι είχε πει) είχε θεωρήσει το «Ζυλ και Τζιμ» πολύ λεπτεπίλεπτο και ήθελε να κάνει κάτι πιο «σωματικό» (physique), και έτσι έκανε τις «Αγγλίδες». Εμένα μου φαίνεται ότι και στις δύο ταινίες, με μεγάλη τέχνη, δούλεψε ένα κομψοτέχνημα εποχής, με τους ήρωες που μιλούν όπως σε μυθιστόρημα του 18ου αιώνα, με τις μηχανικές (ή αμήχανες) κινήσεις, με τις γεμάτες κατανόηση μητέρες του παλιού καιρού και τα λοιπά και τα λοιπά· συγχρόνως όμως, μια ταινία (δύο ταινίες) με υπόκωφη βία, με σκληρότητα που αν την απογυμνώσεις από τις λεπτεπίλεπτες κινήσεις του ’10 και του ’20 είναι εντελώς σύγχρονη. Στις «Αγγλίδες», για παράδειγμα, νιώθεις σε όλο το πρώτο μέρος την ένταση της προσμονής, νιώθεις κάτι βίαιο έτοιμο να ξεσπάσει (να τολμήσω μια ανοίκεια σύγκριση; να την τολμήσω: όπως η εισαγωγή του I’m the walrus των Μπητλς)· και πράγματι, στο δεύτερο μέρος το βλέπεις: κάποτε είχα συγκρίνει τη βουβή βία τέτοιων ταινιών με τα τραγούδια της Λένας Πλάτωνος. Νομίζω ότι όντως, όπως δεν χρειάζονται άγριες κιθάρες και ντραμς για να βγάλεις οργή και σταθερότητα στη μουσική, έτσι και ο Τρυφώ καταφέρνει, χωρίς ούτε μια σκηνή ωμότητας ή βίας, λεκτικής ή σωματικής, να βγάλει γυμνή αυτή τη σκληρή πραγματικότητα, που περιέγραψε κάποτε κι ο ίδιος ως εξής: «το ζευγάρι δεν είναι η τέλεια λύση, είναι όμως η μόνη που υπάρχει». Κάποια παρόμοια ατάκα υπάρχει και στις «Αγγλίδες», δεν την θυμάμαι τώρα, την αποδίδει περίπου ο τίτλος του ποστ: κομμάτια που δεν ταιριάζουν μεταξύ τους, αυτή είναι η ζωή, και είναι αυτή που έχουμε.
Μην ξεγελαστείτε λοιπόν από την ευγένεια των τρόπων, την ηπιότητα του λόγου ή την θεατρικότητα των κινήσεων. Οι «Δύο Αγγλίδες», κάθε άλλο παρά είναι «η θλιμμένη ιστορία ενός ρομαντικού, ανεκπλήρωτου ερωτικού τριγώνου… μια όμορφη, λυρική ταινία [σκηνοθετημένη] με ευαισθησία και ποιητική διάθεση», όπως την περιγράφει ένας κριτικός γνωστός για την αναισθησία του, κατά τη γνώμη μου. Είναι μια ταινία σκληρή, σωματική, απελπισμένη. Κι ας προτιμώ το αξεπέραστο «Ζυλ και Τζιμ».
Υ.Γ. Για να μην σας καταθλίψω πολύ, υπάρχει ένα ορισμένο χιούμορ του Τρυφώ ως σκηνοθέτη που μ’ αρέσει πολύ: στο «Πυροβολήστε τον πιανίστα» ο απαγωγέας λέει κάποιο απίθανο ψέμα στο παιδάκι και ορκίζεται «αν λέω ψέματα, να πεθάνει η μάνα μου»· στην επόμενη σκηνή, μέσα σε ένα οβάλ πλαίσιο σαν κάδρο του παλιού καιρού, μια γηραιά κυρία παθαίνει συγκοπή. Στις «Αγγλίδες», ακούμε το ημερολόγιο της μιας αδελφής, της Μύριελ, να το αφηγείται η ίδια κοιτώντας πού και πού την κάμερα καθώς περπατά στο δρόμο. Προσπερνά ένα λονδρέζο αστυφύλακα, που γυρνά και την κοιτάζει, και μετά κοιτά κι αυτός το κοινό. Γιατί γέλασα μόνον εγώ στο σινεμά, δεν ξέρω.
Μου άρεσε που ο Τρυφώ είναι «ο καλός σου ο Τρυφώ», γιατί είναι και ο δικός μου «ο καλός μου ο Τρυφώ». Την ταινία που αναφέρεις δεν τη γνωρίζω, δεν είναι καθόλου άσχημη ιδέα πάντως για απόψε 🙂
Και λίγη κατάθλιψη ακόμα: Στην πρώτη επίσκεψη μου στο Παρίσι, τον περισσότερο χρόνο μου τον πέρασα στα τοπικά και περιφερειακά νεκροταφεία, λιγότερο για λόγους ατμοσφαιρικούς και περισσότερο για κοινωνικούς: που θα ξαναβρεις τόσους πολλούς μαζεμένους σελέμπριτις;; (Όσκαρ Γουάιλντ, Τζιμ Μόρισον, Σοπέν, Μπωτλαίρ, Γκοντάρ…). Ε, στο πιο μικρό και παραμελειμένο νεκροταφείο (αυτό της Μονμάρτης) βρήκα και τον Τρυφώ και πολύ συγκινήθηκα γιατί τότε ήταν ο «πιο καλός μου…» Διατίθενται και φωτογραφίες!
Υ.Γ. 1 Η αναφορά στον Γκοντάρ ήταν αστείο…
Υ.Γ. 2 Καημένε Μικελίδη, έγινες και αναίσθητος τώρα…:)
Silentcrossing, καιρό είχα να σε πετύχω εδώ! Οι κριτικές του Μικελίδη προσφέρονται για film review generator, ξέρεις, αυτό που βγάζει αυτόματα κείμενο στο στιλ του συγγραφέα. «Μια ευαίσθητη, με καλές ερμηνείες ταινία…» «…σκηνές που ο [χ] γύρισε με ερωτισμό αλλά και ποιητική διάθεση…» κ.ο.κ.
Να τη δεις την ταινία, ακόμα καλύτερα αν έχεις δει (ή ξαναδεί) πρόσφατα το «Ζυλ και Τζιμ».
Αν και από ‘δω περνάω συχνά, είπα να σου αφήσω μήνυμα σήμερα γιατί έχουμε μείνει λίγοι εδώ μέσα και πρέπει να είμαστε συνασπισμένοι! Το «Ζυλ και Τζιμ» το έχω «ξαναδεί» όχι λίγες φορές, αλλά ευχαρίστως να το ξαναματαδώ και αυτό το καλοκαίρι…
Ναι, το βλέπω κι εγώ ότι πέφτει νέκρα τον Αύγουστο…
(και δικαίως! μόνο που εγώ επειδή ζω επαρχία, συνδυάζω δουλειά και διακοπές…) 🙂
Πριν από μια δεκαετία περίπου, ήμουνα ακόμα φοιτητής, είχε γίνει ένα μεγάλο αφιέρωμα στον Τριφό: Η εταιρία διανομής κυκλοφόρησε σε ευρύ κύκλωμα τις ταινίες του σε καινούργιες κόπιες. Ήταν μια πραγματική αποκάλυψη για μένα. Βλέπεις και στην δική μου συνείδηση ο γαλλικός κινηματογράφος είχε καταγραφεί σαν μυοχαλαρωτικό. (Το μεγαλύτερο κακό βέβαια το έχουν προξενήσει οι κριτικοί κινηματογράφου: Αν διαβασεις τις αναλύσεις τους, έχεις την αίσθηση ότι ο Τριφό ή ο Φελίνι, γύριζαν κουλτουροταινίες για λίγους.) Πόσο πολύ λάθος έκανα… Ειδικά το «Ζιλ και Τζιμ» το ερωτεύτηκα. Ομολογώ ότι τώρα, διαβάζοντας το κείμενό σου, αντιλήφθηκα τα παράλληλα με τις Αγγλίδες. Ελπίζω να την πετύχω κι εγώ κάπου…
Τον «Ειρηνοποιό» τον παίζουν κάθε -μα κάθε, κάθε, κάθε- καλοκαίρι. Μαζί με τις «Μπανάνες». Και μόνο που βλέπω τους τίτλους τους στις εφημερίδες, βαριέμαι.
Το «Μερικοί το προτιμούν καυτό» όμως… Ο Γουάιλντερ είναι από τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες…
Τα παράλληλα των δύο ταινιών ξεκινούν από τα αντίστοιχα βιβλία. Είχα πάρει κάποτε το «Ζυλ και Τζιμ» στα γαλλικά, και δυστυχώς εξαφανίστηκε. Έχω την εντύπωση ότι ο Ροσέ έγραψε πρώτα αυτό, και μετά από αρκετά χρόνια τις «Δύο Αγγλίδες», αυτοβιογραφικό. Στην ταινία τουλάχιστον, φαίνεται καθαρά ότι ο ήρωας βγάζει το πρώτο βιβλίο εν μέρει για να βγάλει από μέσα του τις βασανιστικές του εμπειρίες με τις δύο αδελφές. Γιαυτό, υποθέτω, η πρώτη ταινία τελειώνει δραματικά, όντας μυθοπλασία, ενώ η δεύτερη συνηθισμένα και τραγικά: ο ήρωας χρόνια μετά κοιτά τον καθρέφτη, και μονολογεί: «Μα πόσο γέρος φαίνομαι».
(Ουφ! βραδιάτικα!…)
Όχι πολύ διαφωτιστικό, αλλά χρήσιμο:
http://en.wikipedia.org/wiki/Henri-Pierre_Roch%C3%A9
[…] Κίτον αντί για αβάν-πρεμιέρ. Την περασμένη φορά, ήταν ο Τρυφώ· προχθές (στο ίδιο σινεμά, κατά σατανική σύμπτωση), Ο […]
[…] το καλοκαίρι για τις «Δύο Αγγλίδες στην Ευρώπη» του Τρυφώ, μια […]