Μια και πρόσφατα έγινε εδώ μια συζήτηση περί καπνού, με αφορμή την πίπα του κυρίου Υλό που μεταμορφώθηκε σε ανεμόμυλο, είπα να εμπλουτίσω τα δεδομένα μας με την υποδοχή του καπνού στην οθωμανική Κωνσταντινούπολη. Να σημειώσω ότι υπάρχουν πολύ περισσότερα στην οθωμανική γραμματεία σχετικά με την υπεράσπιση ή την απόρριψη του καπνού· εδώ περιορίζομαι σε όσα γράφουν δύο ιστορικοί για τις αντιδράσεις που συνάντησε κατά την εισαγωγή του. Οι ιστορικοί μας είναι ο Ιμπραήμ Πετσεβή Εφέντη (İbrâhîm Peçevî, ή ορθότερα: Peçuylu, Efendi) (1577-1649;), ο οποίος έγραψε την ιστορία της αυτοκρατορίας από το 1520 μέχρι το 1640, και ο καταπληκτικός Κιατίπ Τσελεμπή ή Χατζή Κάλφας (Kâtib Çelebî, Hacı Halife) (1609-1657)· ο τελευταίος υπήρξε ένας πραγματικός «εγκυκλοπαιδιστής», πολυμαθέστατος και πολυγραφότατος, συγγραφέας μεταξύ άλλων μιας ογκώδους βιβλιογραφικής εγκυκλοπαίδειας και της περίφημης γεωγραφικής πραγματείας Τζιχάν-νουμά (Cihânnümâ, «εικόνα του κόσμου»). Αρχίζω με τον Πετσεβή:
Οι Άγγλοι άπιστοι έφεραν [τον καπνό] το έτος 1009 [1600/1], και τον πουλούσαν ως φάρμακο για ορισμένες ασθένειες των χυμών. Κάποιοι άνθρωποι του κεφιού και ηδονιστές είπαν: «Ιδού, κάτι ευχάριστο», και εθίστηκαν. Σύντομα άρχισαν να τον χρησιμοποιούν και άνθρωποι που δεν ήταν απλώς άνθρωποι του κεφιού. Ακόμα και διάφοροι σπουδαίοι ουλεμάδες [νομομαθείς] και άλλοι μεγιστάνες υπέκυψαν σ’ αυτό τον εθισμό. Καθώς ο όχλος των καφενείων κάπνιζε δίχως σταματημό, τα καφενεία γέμιζαν με γαλάζιο καπνό, σε σημείο όσοι ήταν μέσα να μην μπορούν να δουν ο ένας τον άλλο. Αλλά και στις αγορές και τα παζάρια, δεν άφηναν ποτέ τις πίπες από το χέρι. Καπνίζοντας ο ένας στο πρόσωπο και τα μάτια του άλλου, έκαναν τους δρόμους και τις αγορές να βρωμάνε· προς τιμήν του καπνού έγραφαν ανόητους στίχους, και τους απάγγελναν όπου τύχαινε.
Μερικές φορές διαφωνούσα με φίλους σχετικά με τον καπνό. Έλεγα: «Η αποκρουστική μυρωδιά του ποτίζει τη γενειάδα και το τουρμπάνι, το ύφασμα του ρούχου και το δωμάτιο· ενίοτε χαλιά, φλοκάτες και κουβέρτες παίρνουν φωτιά και λερώνονται με στάχτη και αποκαΐδια· με τον ύπνο, οι βλαβεροί ατμοί του ανεβαίνουν στο μυαλό· και σα να μην έφταναν αυτά, η ασταμάτητη χρήση του δεν αφήνει τους ανθρώπους να ασχολούνται με την εργασία και το κέρδος τους. Με τέτοια και άλλα βλαβερά και αποτρόπαια αποτελέσματα, τι ευχαρίστηση μπορείτε να βρίσκετε σ’ αυτή την ουσία;»
Η μόνη απάντηση που μπορούσαν να μου δώσουν ήταν η εξής: «Είναι μια διασκέδαση, και επιπλέον μια ηδονή αισθητικής φύσης». Δεν υπάρχει όμως καμία περίπτωση ο καπνός να προκαλεί πνευματική ηδονή, κάτι που θα μπορούσε να σχετίζεται με αισθητική ή γούστο. Αυτή δεν είναι απάντηση· είναι μόνο μια δικαιολογία.
Εκτός αυτού, ο καπνός πολλές φορές προκάλεσε μεγάλες πυρκαγιές στη θεοφρούρητη πόλη της Κωνσταντινούπολης. Πολλές εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι υπέφεραν από τις φωτιές αυτές. Το μόνο που μπορώ να δεχτώ είναι ότι χρησιμεύει για τη φύλαξη των σκλάβων στις γαλέρες, αφού οι φρουροί στα πλοία μπορούν, μέχρι ενός σημείου, να διώξουν τον ύπνο χρησιμοποιώντας τον· επίσης ότι διώχνοντας την υγρασία, βοηθά στην ξηρότητα [του σώματος]. Δεν επιτρέπεται όμως, σύμφωνα είτε με τη λογική είτε με την [ιερή] παράδοση, να διαιωνίζεται τέτοια μεγάλη βλάβη χάριν τόσο μικρού όφελους.
Στις αρχές πια του έτους 1045 [1635/6], η χρήση και η φήμη του καπνού ήταν πια τέτοιες που δεν μπορούν να περιγραφούν ή να εκφραστούν.
Και η άποψη του Κιατίπ Τσελεμπή:
Από την πρώτη εμφάνιση του καπνού στη χώρα, δηλαδή γύρω στο έτος 1010 [1601], μέχρι σήμερα, πολλοί ιεροκήρυκες μίλησαν εναντίον του, και πολλοί ουλεμάδες έγραψαν πραγματείες σχετικά με αυτόν· άλλοι υποστηρίζουν πως είναι ουσία απαγορευμένη [σύμφωνα με τον Ιερό Νόμο], άλλοι πως απλώς αποδοκιμάζεται η χρήση της. Οι εθισμένοι απάντησαν ότι είναι ουσία επιτρεπόμενη. Μετά από κάποιο διάστημα, ο σεΐχης Ιμπραήμ Εφέντης αφιέρωσε πολύ χρόνο και προσοχή στο ζήτημα: έκανε μεγάλες δημόσιες συζητήσεις στην Πύλη της Ευτυχίας [την Κωνσταντινούπολη], εκφώνησε προειδοποιητικές ομιλίες σε μια ειδική σύναξη στο τζαμί του σουλτάνου Μεχμέτ, κόλλησε στους τοίχους αντίγραφα φετβάδων [γνωμοδοτήσεων]. Μόχθησε μάταια· όσο περισσότερο μιλούσε, τόσο περισσότερο οι καπνιστές επέμεναν στη συνήθειά τους.
Bonus track, η αντίστοιχη αφήγηση του Πετσεβή για τον καφέ και τα καφενεία:
Μέχρι το έτος 962 [1554/5], στην θεοφρούρητη υψηλή πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη και γενικά στις ευρωπαϊκές επαρχίες (Ρούμ-ιλί) δεν υπήρχε καφές ούτε καφενεία. Το προαναφερθέν έτος ένας άνθρωπος ονόματι Χακίμ από το Χαλέπι και ένας καλοζωιστής ονόματι Σεμς από τη Δαμασκό ήρθαν και άνοιξαν στο Ταχτακαλέ [της Κωνσταντινούπολης] ένα μεγάλο κατάστημα όπου πουλούσαν καφέ. Εκεί άρχισαν να μαζεύονται κάποιοι φίλοι της χαράς και του κεφιού και ιδίως πολλοί ευγενείς από την τάξη των εγγραμμάτων, οι οποίοι κάθονταν σε παρέες των είκοσι ή τριάντα· άλλοι διάβαζαν [μεγαλοφώνως] βιβλία και ιστορίες, άλλοι έπαιζαν τάβλι και σκάκι, άλλοι έφερναν και διάβαζαν στους υπόλοιπους τα νέα τους ποιήματα. Πολλά χρήματα ξοδεύονταν έτσι, όμως ήταν ένας φθηνότερος τρόπος συνεύρεσης και διασκέδασης από το να παρατίθενται γεύματα. Σιγά σιγά στην πελατεία προστέθηκαν καδήδες [δικαστές], υπάλληλοι σε αργία που περίμεναν το διορισμό τους, καθηγητές των μεντρεσέδων [ιεροδιδασκαλείων], άεργοι και αποσυρμένοι από τα δημόσια, λέγοντας πως δεν βρίσκεται άλλος τέτοιος τόπος αναψυχής και διασκέδασης. Η φήμη των καφενείων εξαπλώθηκε τόσο, ώστε εκτός από τους υπαλλήλους άρχισαν να έρχονται και πλούσιοι που δεν είχαν ανάγκη. Ιμάμηδες, μουεζίνηδες και δερβίσηδες έλεγαν πως ο λαός εθίστηκε στα καφενεία σε βαθμό που ερήμωσαν τα τζαμιά· υποστήριζαν πως τα καφενεία είναι καταγώγια και ένα βήμα πριν τις ταβέρνες, ενώ ιδιαίτερα οι ιεροκήρυκες προσπάθησαν πολύ για την απαγόρευση του καφέ και οι μουφτήδες έβγαλαν φετβάδες [γνωμοδοτήσεις], όπου αποφαινόντουσαν πως κάθε απανθρακωμένη τροφή είναι αμαρτία. Ο μακαριστός σουλτάνος Μουράτ Γ΄ (ειρήνη σ’ εκείνον!) στην τιμημένη εποχή του διέταξε την απαγόρευση του καφέ· ωστόσο, τα καφενεία συνέχισαν να λειτουργούν παράνομα με την ονομασία «καφενεία του ποδιού», σε μικρά αδιέξοδα και στα πίσω δωμάτια κάποιων καταστημάτων. Τα μαγαζιά αυτά δεν κατέστη δυνατό να απαγορευτούν, καθώς οι ιδιοκτήτες δωροδοκούσαν τις αστυνομικές αρχές. Εν τέλει τόσο διαδόθηκε ο καφές ώστε οι ουλεμάδες [νομομαθείς] και οι ιεροκήρυκες αναγκάστηκαν να παραδεχθούν τη νομιμότητά του· τώρα δεν έμεινε κανείς που να μην πίνει, ουλεμάδες, σεϊχηδες, βεζίρηδες και αξιωματούχοι.
Πολύ καλό άρθρο. Απόλαυσα και τους δύο ιστορικούς. Η περιγραφή των καφενείων ήταν καταπληκτική … και βλέπουμε με ενάργεια την κουλτούρα που κληρονομήσαμε ( Παρά την κρίση… τον καφέ μας στην καφετέρια δεν τον χάνουμε με τίποτα.) Έχω μια απορία…είχα την εντύπωση πως το μουσουλμανικό ημερολόγιο ξεκινά από την Εγίρα που αν δεν κάνω λάθος χρονολογείτε το 622 (το τέλος). Βλέπω όμως πως και στα δύο κείμενα οι χρονολογίες δεν συμπίπτουν με αυτό που πίστευα π.χ. 1009 [1600/1601], ενώ με τη λογική που πίστευα πως μετρούν τον χρόνο, θα έπρεπε να είναι 1009 [1631 περίπου] . Τελικά από πότε ξεκινά το μουσουλμανικό ημερολόγιο ;
Δημήτρη, δεν αρκεί να προσθέσεις ή ν’ αφαιρέσεις το 622, γιατί οι μήνες είναι σεληνιακοί και επόμένως το έτος μικρότερο απ’ το δικό μας.
Ώστε οι Άγγλοι λοιπόν την κάναν τη ζημιά, αλλά Γάλλος απαθανατίστηκε με τη νικοτίνη.
Μάλιστα… έτσι εξηγούνται και οι διπλές ημερομηνίες μέσα στις αγκύλες [1600/1601] ενώ σε άλλο σημείο είναι μονή [1601].
Οι διπλές θα υπήρχαν έτσι κι αλλιώς γιατί η Εγίρα ξεκινάει 16 Ιουλίου.
Βρε Δημήτρη, δε μετακομίζεις και συ στη wordpress για να σου αφήνουμε κανένα σχολιάκι;
@Δημήτρη, με κάλυψε η Μαρία. Υπάρχει ένας περίπλοκος τύπος για να βγάζουμε κατά προσέγγιση τη χριστιανική ημερομηνία, υπάρχουν όμως και πίνακες και βέβαια προγράμματα η/υ που στο βγάζουν στο πι και φι. Επειδή όμως οι μήνες δεν είναι σταθεροί (και η Εγίρα ξεκινά στη μέση του ηλιακού έτους), αν δεν ξέρουμε την ακριβή ημερομηνία ο ισλαμικός χρόνος υπερκαλύπτει και τον επόμενο χριστιανικό (π.χ., το ισλαμικό 1430 αρχίζει 29 Δεκεμβρίου 2008 και τελειώνει 17 Δεκεμβρίου 2009).
@Μαρία, έχω την εντύπωση ότι μπορείς να αφήσεις σχόλιο και στη blogspot με open ID.
«…άλλοι έπαιζαν τάβλι και σκάκι…»
Τον καιρό εκείνο όμως στην Οθωμανική Αυτοκρατορία θα πρέπει να έπαιζαν ακόμα το σατράνζ των Περσών ή το ζατρίκιον των Βυζαντινών, παρά το σκάκι που ξέρουμε σήμερα. Μία πρώιμη μορφή του παιχνιδιού, δηλαδή, με κάποιες σημαντικές διαφορές από τους μοντέρνους κανονισμούς.
Το (περίπου) σύγχρονο σκάκι πρέπει να ήταν περιορισμένο αποκλειστικά στην ιβηρική και στην ιταλική χερσόνησο τότε.
Ωραίος ο Δύτης.
Elias, ευχαριστώ, καλοσώρισες! Σατράντζ γράφει το οθωμανικό, τώρα για τις διαφορές με το σημερινό σκάκι δεν ξέρω, αν περνά κάποιος που έχει ασχοληθεί (ή αν ξέρεις εσύ) ας μας διαφωτίσει. (από δω το πάμε από κει το πάμε, θα το κάνω τελικά αυτό το ποστ για τα παιχνίδια των Οθωμανών)
Καλύτερα να το αφήσεις σατράντζ, είναι πιο ακριβές. Οι Οθωμανοί της εποχής δεν έκαναν ροκέ, δεν ήξεραν το πατ, ούτε την προαγωγή πιονιού. Αυτά τα τελευταία κινούνταν πάντα κατά ένα τετράγωνο (οπότε φυσικά δεν υπήρχε και το αν πασάν), η βασίλισσα ήταν το πιο αδύνατο κομμάτι της σκακιέρας, ενώ ο αξιωματικός κινούταν μόνο κατά δύο τετράγωνα.
Οι παρτίδες τότε θα πρέπει να κρατούσαν από το πρωί ως το βράδυ, θα συνοδεύονταν σχεδόν πάντα από στοιχήματα και σχετικά ελάχιστος κόσμος θα πρέπει να ήταν σ’ επαφή με το παιχνίδι, καμία σχέση με σήμερα.
Έναν αιώνα μετά, το μοντέρνο σκάκι θα διαδοθεί από τη Νότια στη Βόρεια Ευρώπη, και μέσω της Γαλλίας κυρίως θα κατακτήσει τον κόσμο.
Πολύ διαφωτιστική απάντηση, ευχαριστώ! Ναι, αναφορές σε στοιχήματα στο οθωμανικό σκάκι έχω βρει (μια δηλαδή). Δεν θα το γλιτώσω το σχετικό ποστ μου φαίνεται, αλλά πότε;
Μαρία δεν τα ξέρω και πολύ καλά τα κόλπα των blogs αφού είμαι νέος στο άθλημα. Πάντως αν δεν έχεις google λογαριασμό μπορείς να αφήσεις μήνυμα με προφίλ ανώνυμη και να γράψεις το όνομα σου στο σχόλιο. Τώρα για τον openID δεν ξέρω.
Τώρα για το wordpress … μου φαίνεται καλύτερο, αλλά δεν ξέρω αν μπορώ να μετακομίσω και πως γίνεται αυτό.
Elias πολύ κατατοπιστικές οι πληροφορίες σου για το πρώιμο σκάκι…ξέρεις αν τα πιόνια έκοβαν πλάγια (όπως στο σκάκι που γνωρίζουμε) ;
Δύτη έχει μεταφραστεί ο Τσελεμπή στα ελληνικά ; Με ενδιαφέρει η τζιχάν-νουμά.
Δημήτρη, έγινε. Έχω Τσελεμπή στα ελληνικά και σε παλιό ποστ του δύτη τον ρώτησα για την ποιότητα της έκδοσης. Θα το βρω και θα σε παραπέμψω.
Τα στοιχήματα εξηγούν γιατί ο Χακίμ το απαγόρεψε. Αν μαζεύονταν όλοι οι κουμαρτζήδες, δικαιολογημένα ο άνθρωπος.
Εντύπωση μου κάνουν και οι πίπες. Πήραν τη συνήθεια απ’ τους Εγγλέζους μαζί με την πίπα, και κρατήσαν το ναργιλέ για τ’ άλλα;
Ο παππούς μου πάντως (πέθανε το 34) κι άλλοι καπνάδες το σνιφάρανε τον ταμπάκο. Ο πατέρας μάλιστα μιας φίλης κάνει την καλύτερη μαρουλοσαλάτα, όντας δεξιοτέχνης στο κόψιμο του καπνού.
Εγώ πρόλαβα μόνο το ροζ τσιγαρόχαρτο που το χορηγούσαν στους παραγωγούς.
Δημήτρη για Εβλιγιά:
https://dytistonniptiron.wordpress.com/2009/04/08/fylladamegalexandrou/#comments
Μαρία, ο ναργιλές φαίνεται να είναι περσική μανία και να ήρθε στους Οθωμανούς αρκετά μετά, γύρω στο 18ο-19ο αιώνα. Στα μέσα του 17ου αιώνα, ο Thevenot που επισκέφθηκε την Κων/πολη τον περιγράφει σαν αξιοπερίεργο του Ιράν. Για το σνιφάρισμα του ταμπάκου, φαίνεται να ισχύει το ίδιο.
Το ροζ τσιγαρόχαρτο το πρόλαβα κι εγώ’ αναρωτιέμαι αν υπάρχει ακόμα (υπήρχε πριν από δέκα περίπου χρόνια). Για τον Χακίμ και το γιατί απαγόρεψε το σκάκι, κρατώ κάποιες επιφυλάξεις, ο άνθρωπος ίσως ήταν λίγο παρανοϊκός, αλλά δεν είμαι ειδικός στο πεδίο του. Περίμενε να ετοιμάσω το ποστ για τα παιχνίδια των Οθωμανών!
Δημήτρη (και Μαρία): άλλος ο Εβλιγιά και άλλος ο Κιατίπ Τσελεμπή. Το πολύ ενδιαφέρον Τζιχάν-νουμά είναι του Κιατίπ, και δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Υπάρχει μια γερμανική μετάφραση του 19ου αιώνα, του Χάμμερ (Rumeli und Bosna…’ περιλαμβάνει μόνο ένα κομμάτι, των Βαλκανίων), και ένα πολύ καλό πρόσφατο σχετικό βιβλίο στα γερμανικά του Γκότφριντ Χάγκεν (Ein osmanische Geographer bei der Arbeit, ή κάπως έτσι).
Απλά θέλω να εκφράσω το σεβασμό μου για τις μεταφράσεις… (αν δεν το κατάλαβες, ξεκίνησα διάβασμα… Λέμε τώρα)
Aqua, για να είμαι ειλικρινής, οι δύο πρώτες είναι πρόχειρες μεταφράσεις από τα αγγλικά, μόνο το καφενείο είναι από τα οθωμανικά! (θα δεις πόσο εύκολα θα τα μεταφράζεις κι εσύ στο τέλος!)
Φαντάζομαι εννοείς ‘στο τέλος μου’…
Τώρα κατάλαβα…γνώριζα αόριστα κάποιον Τσελεμπή αλλά πίστευα πως ήταν μεταγενέστερος από τις ημερομηνίες που δίνεις στο ποστ. Σα να έχει πάρει το μάτι μου χρονογραφήματα του Τσελεμπή για τον Αλή πασά. Μάλλον αυτός είναι ο Εβλιγιά.
Γεια χαρά κι απο μένα.
Πολύ ωραία θέματα σε τούτο το μπλογκ!
Και με λιτή παρουσίαση, γιατί θα μπορούσε να γράφει κανείς ατελείωτα και κανείς να μην τα διαβάζει.
Εύγε.
Όσο για το συγκεκριμένο θέμα κρατάω μόνο τη φράση:
«Εν τέλει τόσο διαδόθηκε ο καφές ώστε οι ουλεμάδες [νομομαθείς] και οι ιεροκήρυκες αναγκάστηκαν να παραδεχθούν τη νομιμότητά του·»
Θα τα ξαναπούμε.
Και ολίγον από Mustafa Alı της Καλλίπολης…
Γράφει (1599/1600):
Οι άνθρωποι που συχνάζουν σ’ αυτά τα μέρη (καφενεία) είναι δερβίσηδες και γνωστικιστές που επιθυμούν να δουν ο ένας τον άλλον και να απασχοληθούν σε συζήτηση. Πίνοντας τον καφέ τους, γρήγορα αποκτούν κέφι και δίνουν χαρά στον εαυτό τους. Επίσης, άποροι και φτωχοί άνθρωποι πηγαίνουν εκεί επειδή δεν έχουν σπίτι ή στέγη. Πράγματι οι φτωχοί δεν έχουν ούτε τα μετρητά αλλά ούτε και την περιουσία που τους καθιστά ικανούς να συγκεντρωθούν οπουδήποτε αλλού. Αυτός είναι ο λόγος που παρουσιάζονται συνέχεια στα καφενεία.
Όμως, ο λόγος που στους ηλίθιους από τους αλήτες της πόλης, οι οποίοι αποτελούν μια κοινότητα αμόρφωτων αχρείων που έχουν προδιάθεση για άσεμνη συμπεριφορά, αρέσει να συχνάζουν σε αυτά τα μέρη, είναι μόνο επειδή επιδιώκουν να διαδίδουν μοχθηρά κουτσομπολιά και να διαπράττουν κακές πράξεις. Οι σπαχήδες και γενίτσαροι στην Ανατολία και στην Αίγυπτο[…]και οι σκλάβοι από το παιδομάζωμα στη Δαμασκό και τη Βαγδάτη συχνάζουν στα καφενεία όλων των περιοχών και από το πρωί μέχρι τη νύχτα καταλαμβάνουν μια θέση με μια τέτοια συμπεριφορά σα να εγκαθίστανται σε μια γωνία, αμφότερα για να καλλιεργήσουν τις αγαπητές εκτοξεύσεις των ανοησιών τους για κουτσομπολιό και προσβολή, και για να ικανοποιήσουν την επιδεξιότητα τους να καυχώνται για πράγματα όπως «Κάποτε ήμουν αγάς, ήμουν θαλαμηπόλος του σπουδαίου τάδε».
Εκτός από αυτές τις διάφορες τάξεις που έχω αναφέρει, μερικοί ορθώς καθοδηγημένοι άνθρωποι θεωρούν πρέπον το να πίνουν απλώς τον καφέ τους όταν έρχονται και να φεύγουν. Ο λόγος που άνθρωποι αυτού του είδους συχνάζουν σε αυτά τα μέρη και που ο καφές έχει γίνει το ελιξίριο των ποτών που καταναλώνεται από ενάρετους ανθρώπους είναι επειδή έχει κερδίσει την εύνοια από ανθρώπους που έχουν έρθει κοντά στο Θεό, όπως ο Σεΐχης Ebü’l –Hasan Şazeli. […]
Και συχνά, κάποιος αδιόρθωτος αλήτης τα επισκέπτεται θέλοντας μόνο να παίξει τάβλι και σκάκι ή για να κερδίσει μερικά κέρματα με το να αμαρτήσει παίζοντας κάποιο τυχερό παιχνίδι.
@Δημήτρη, ο Εβλιγιά είναι λίγο μεταγενέστερος του Κιατίπ, πέθανε γύρω στο 1684, οπότε μάλλον κάτι άλλο θα είδες για τον Αλή Πασά.
@Αλέξανδρε, ευχαριστώ, καλώς ήρθες!
@Visk, χοσγκελντίν κι εσύ, πέρνα να τα πούμε και από κοντά! Πολύ ωραία η μετάφραση, μόνο που μου κατέστρεψες το μελλοντικό ποστ για τα καφενεία… 🙂
Θαυμάσιο ποστ. Και +1 στον Elias για τα σκακιστικά σχόλια.
Μια ερώτηση μόνο, γιατί μεταφράζεις Κωνσταντινούπολη; Δε θα ήταν πιο σωστό το Ιστάμπουλ;
Ναι ναι έχεις δίκιο. Χάζευα βιβλία στο βιβλιοπωλείο Δωδώνη των Ιωαννίνων πριν 2 μήνες που ήμουν εκεί. Το βιβλιοπωλείο αυτό είναι χαοτικό…έχει χιλιάδες βιβλία και παλιές εκδόσεις που ούτε μπορείς να φανταστείς. Στα βιβλία που είχε για τα Γιάννενα, είχε και κάποιες ταξιδιωτικές περιγραφές του Τσελεμπή για την πόλη των Ιωαννίνων.
@lazopolis, μεταφράζω Κων/πολη όπως μεταφράζω Λονδίνο αντί για Λόντον ή Παρίσι αντί για Παρί, κανένας άλλος λόγος. Συν ότι οι Οθωμανοί λέγαν Ισταμπούλ για την κυρίως Κων/πολη (εντός των βυζαντινών τειχών), και Κοσταντινίγε για την ευρύτερη (συμπεριλαμβανομένου του Γαλατά και του Σκούταρι/Ουσκιουντάρ). Στις πηγές μου, έχω Κοσταντινίγε, ή διάφορες περιφράσεις που εννοούν την ευρύτερη πόλη.
Ευχαριστώ για τη διευκρίνιση. Προσωπικά μου φαίνεται πιο φυσιολογικό το Ισταμπούλ (ο τόνος στο ού τελικά) γιατί με παραπέμπει αμέσως στην μεταβυζαντινή περίοδο. Εννοώ Λονδίνο και Παρίσι είναι απλώς εξελληνισμένα ονόματα. Τέλος πάντων, φαντάζομαι οτι θα την έχεις κάνει πενήντα φορές αυτή τη συζήτηση και θα έχεις πάρει τις αποφάσιες σου 🙂
Όντως το έχω σκεφτεί και συζητήσει πολύ… Η βασική μου αντίρρηση ήταν ότι αν πούμε Ισταμπούλ, θα πρέπει να λέμε και Εντιρνέ, και Ιζμίρ, και Μπούρσα’ μου φαίνεται λίγο υπερβολικό. Καταλαβαίνω τη συλλογιστική σου, και έχεις και το δίκιο σου (ας πούμε, πώς λέμε Λένινγκραντ για την περίοδο 1920τόσο-1990τόσο, και Πετρούπολη για πριν και μετά;). Οπότε, η διαφορά Κοσταντινίγε/Ισταμπούλ κάπως βάρυνε καθοριστικά στην επιλογή. Αλλά επίσης και η καθομιλουμένη: λέμε θα πάω Κων/πολη, ή θα πάω στην Πόλη, αλλά δύσκολα θα ακούσεις πάω Ισταμπούλ.
Δύτη μου, ενδιαφέρον το άρθρο σου!
Αν πάρεις απόφαση να ασχοληθείς με τα σταμπολίτικα στοιχήματα στο σκάκι, ξεκίνα από την Άννα Κομηνή και την «Αλεξιάδα». Το κακό με τα στοιχήματα στο σκάκι είχε τόσο παραγίνει τότε -που το απαγόρεψαν (και μεγάλη ζημιά που του έκαναν!)
Όσο για το άν έπαιζαν το 19ο αιώνα σκάκι ευρωπαϊκό ή σατράντζι περσικό, νομίζω ότι δεν θα βγάλεις εύκολα άκρη, αφού και τα δυο οι Τούρκοι σατράντζ τα λένε. Υποθέτω όμως πως στα «ευρωπαϊκά καφενεία» θα προτιμούσαν το γαλλόφερτο, στα λαϊκά ίσως το περσικό (αλλά πιθανότερο: το τάβλι). Άλλωστε δεν ζούσαν και σε καμιά απομονωμένη εσχατιά οι Σταμπολίτες…
Dokiskaki, ευχαριστώ και καλώς ήρθες! Στα παραθέματα που έβαλα, πρόκειται μάλλον για το περσικό σκάκι, είναι όλα του 17ου αιώνα. Τάβλι επίσης αναφέρεται, όπως και διάφορα άλλα παιχνίδια, ταυτισμένα ή αταύτιστα. Το σχετικό ποστ θα είναι η πρώτη προτεραιότητά μου, το υπόσχομαι!
ωραίο πολύ το μπλόγκι σου!!,,
εμβρίθεια φουλ και τα μυαλά στα κάγκελα,
τσοκ μου τσοκ μπεεντίμ !!